THEPOWERGAME
Η υπόθεση των διαβαθμισμένων εγγράφων που βρέθηκαν στην έπαυλη του Ντόναλντ Τραμπ στο Μαρ-Α-Λάγκο της Φλόριντα ξεκίνησε αυτή την εβδομάδα, με την απαγγελία των κατηγοριών σε βάρος του πρώην προέδρου και η προσοχή όλων είναι στραμμένη σε ένα πρόσωπο που δεν εμφανίστηκε ακόμη στην αίθουσα του δικαστηρίου. Την 42χρονη Αϊλίν Κάνον, τη δικαστή που έχει αναλάβει την συνολική επιμέλεια της υπόθεσης (προς στιγμήν την αρχική διαδικασία χειρίζεται ο δικαστής Τζόναθαν Γκούντμαν), και η οποία κληρώθηκε για να αναλάβει τη δίκη, ωστόσο παραμένουν κάποιοι (στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών) που αμφισβητούν αν θα είναι αρκούντως αμερόληπτη. Η αιτία είναι πως είχε διοριστεί από την κυβέρνηση Τραμπ το 2020, λίγο πριν τις εκλογές του 2021, ενώ σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας είχε παρέμβει υπέρ ένστασης του πρώην Αμερικανού προέδρου.
Συγκεκριμένα, η Αϊλίν Κάνον, πρώην εισαγγελέας, αποφάνθηκε τον περασμένο Σεπτέμβρη υπέρ αιτήματος του Ντόναλντ Τραμπ για τον διορισμό ειδικού επόπτη, προκειμένου να επιλύσει την αντιδικία που προέκυψε σχετικά με τα έγγραφα που κατέσχεσε το FBI στο Μαρ-α-Λάγκο τον Αύγουστο του 2022, πολλά από τα οποία δεν είχαν χαρακτηριστεί διαβαθμισμένα, με αποτέλεσμα ο πρώην πρόεδρος να αμφισβητεί αν έπρεπε να κατασχεθούν βάσει του εντάλματος. Το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν αποδέχθηκε το αίτημα, με το αιτιολογικό πως ο διορισμός ειδικού επόπτη θα δυσχέραινε την ποινική έρευνα αλλά και θα έβλαπτε την εθνική ασφάλεια (υπενθυμίζουμε πως ο Τραμπ έχει παραπεμφθεί σε ομοσπονδιακό επίπεδο, πρώτη φορά για έναν πρώην πρόεδρο, με το νόμο περί κατασκοπείας). Η Κάνον αποφάνθηκε ότι ο ειδικός επόπτης θα εντόπιζε προσωπικά έγγραφα (π.χ. φορολογικά) του Ντόναλντ Τραμπ, που η κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει πως κατασχέθηκαν επίσης μεταξύ των υπολοίπων, επικαλούμενη την αμεροληψία των ειδικών εποπτών, ενώ αποδέχθηκε το αίτημά του Τραμπ να διατηρήσει το εκτελεστικό του προνόμιο (παρότι δεν ήταν πια πρόεδρος), κρατώντας μακριά από το FBI για κάποιο διάστημα κάποια από τα υπό διερεύνηση έγγραφα. Η διαδικασία του επόπτη έβαλε περαιτέρω φρένο στην έρευνα, μέχρι που ομοσπονδιακό εφετείο ακύρωσε την απόφασή της. Να σημειωθεί πως στις 37 κατηγορίες που απαγγέλθηκαν σε βάρος του πρώην προέδρου, περιλαμβάνεται και η παρεμπόδιση της δικαιοσύνης.
Ο Γενικός Εισαγγελέας Μέρικ Γκάρλαντ ανέθεσε την υπόθεση στον βετεράνο δημόσιο κατήγορο Τζακ Σμιθ, έναν εισαγγελέα που έχει δηλώσει ότι θα επιδιώξει μία «γρήγορη δίκη». Στη Φλόριντα, ο Σμιθ έχει κερδίσει το προσωνύμιο rocket docket, που αναφέρεται στην ταχύτητα με την οποία κινείται στις υποθέσεις του. Από την άλλη ο Ντόναλντ Τραμπ, που επιδιώκει την επανεκλογή του το 2024, είναι γνωστός για τον τρόπο με τον οποίο καταφέρνει, με τους συνηγόρους του, να τραβά τη διαδικασία εφόσον χρειαστεί, προς όφελός του. Σε περίπτωση που κέρδισε ενώ η δίκη βρισκόταν σε εξέλιξη, θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα, για παράδειγμα διορίζοντας κάποιον γενικό εισαγγελέα που θα απέσυρε τις κατηγορίες.
Ο ρόλος της Κάνον σε όλα αυτά είναι κομβικός. Για παράδειγμα, από αυτήν εξαρτάται η ημερομηνία της εκδίκασης, η ενδεχόμενη απόσυρση κατηγοριών και η απόφαση για το ποια στοιχεία θα συμπεριληφθούν στη δικογραφία, παρότι τέτοιες αποφάσεις θα μπορούσαν να προσβληθούν σε δεύτερο βαθμό. Τέλος έχει λόγο και στην επιλογή των δώδεκα ενόρκων, οι οποίοι δεν θα πρέπει να είναι προκατειλημμένοι υπέρ ή κατά του πρώην προέδρου- ούτως ή αλλιώς, ένα δύσκολο στοίχημα.
Ποια είναι όμως η Αϊλίν Κάνον
Γεννημένη στην Κολομβία το 1981, μεγάλωσε στο Μαϊάμι, κόρη ενός Αμερικανού και μίας Κουβανής μετανάστριας. Στα φοιτητικά της χρόνια στο πανεπιστήμιο Duke, έκανε πρακτική ένα καλοκαίρι με μία ισπανόφωνη εφημερίδα.
Αργότερα και ενόσω φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, έγινε μέλος της Φεντεραλιστικής Κοινωνίας, μίας συντηρητικής οργάνωσης που αργότερα συμβούλευσε τον Τραμπ ως προς τις επιλογές των δικαστικών λειτουργών που έκανε. Τάχθηκε υπέρ απόψεων όπως ο περιορισμένος ρόλος του δικαστικού σώματος στην ερμηνεία του νόμου, ενώ στην ακρόασή της ενώπιον της Γερουσίας, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της, αναγνώρισε εαυτόν ως «κειμενιστή» και υποστηρικτή του γράμματος του νόμου. Μία αναφορά που θυμίζει τις απόψεις του αποβιώσαντα συντηρητικού Ανώτατου Δικαστή Αντονιν Σκάλια.
Άσκησε τη δικηγορία για μερικά χρόνια και στη συνέχεια, ως εισαγγελέας στο εισαγγελικό γραφείο της Νότιας Φλόριντα, το 201, χειρίστηκε υποθέσεις που αφορούσαν σε ναρκωτικά, όπλα και λαθρομετανάστευση. Της ανατέθηκε να υπερασπιστεί την κυβέρνηση σε μία υπόθεση ασφαλιστικής απάτης, την οποία και κέρδισε, ενώ ανέλαβε την υπόθεση του κατηγορούμενου από την Φλόριντα που απέστειλε απειλές στην τότε επικεφαλής της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι και την επίσης Δημοκρατική βουλευτή της Νέας Υόρκης, Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ.
«Είναι γρήγορη, ταλαντούχα και ευφυής» δήλωσε γι’ αυτήν ο Ρίτσαρντ Κλουγκ, ο οποίος εκπροσώπησε τους αντιδίκους στην υπόθεση της ασφαλιστικής απάτης. «Δεν αποφεύγει τα πράγματα. Είναι πολύ αποτελεσματική».