THEPOWERGAME
Τον πρώτο ρόλο στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων έχουν όπως είναι λογικό και επόμενο οι τράπεζες, αυτή τη φορά όμως, έχουν έναν λόγο ακόμη να πρωτοστατήσουν στην αγορά με την έλευση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, διευρύνοντας τα μερίδιά τους στις χορηγήσεις. Είναι σαφές ότι πέραν κάθε κρατικής ή ευρωπαϊκής στήριξης, οι συστημικές τράπεζες της χώρας θα χορηγήσουν νέα δάνεια και οι ίδιες , από δικά τους κεφάλαια, τουλάχιστον σε αντίστοιχα και ισόποσα ποσοστά από τους πόρους αξιοποίησης των κάθε λογής πακέτων βοήθειας, λόγω πανδημίας.
«Η πρωτοκαθεδρία του δανεισμού των επιχειρήσεων έρχεται στις τράπεζες. Αυτές θα είναι οι πρώτες που θα ξεκινήσουν. Η κυβέρνηση, θα ακολουθήσει τις τράπεζες στα δάνεια» είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής Οικονομολόγος της Alpha Bank, Παν. Καπόπουλος, σε μια πρόσφατη διαδικτυακή ενημέρωση.
Αναφερόμενος ειδικά στο Ταμείο Ανάκαμψης (RRF), ο κ. Παν. Καπόπουλος διευκρίνισε ότι ταυτόχρονα με την κυβερνητική πολιτική, ισόποσα κεφάλαια θα χορηγήσουν οι ίδιες οι τράπεζες.
Η ποσοστιαία κατανομή ενός δανείου και οι νέες πιστώσεις ως το 2026
Που σημαίνει ότι για κάθε ένα δάνειο που θα δοθεί στο πλαίσιο της στήριξης από την πανδημία, το 40% θα δώσει το RRF με τους εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, άλλο ένα 40% η Τράπεζα του επιχειρηματία –πελάτη, με πιστωτικά κριτήρια και το υπόλοιπο 20% θα μπορεί να είναι ίδια κεφάλαια της επιχείρησης.
Στο πλαίσιο αυτό και συνολικά ως το 2026 θα δοθούν 33 δισ ευρώ νέες πιστώσεις στην αγορά, εκ των οποίων τα 24 δισ ευρώ, δηλαδή το 70%, θα προέλθει από το Ταμείο Ανάκαμψης. Αυτό θα επιτρέψει να διατηρηθεί ένας ρυθμός πιστωτικής επέκτασης στο 5% ετησίως.
«Η ανάκαμψη θα προέλθει από επενδύσεις και όχι από την κατανάλωση» είπε σχολιάζοντας τα οικονομικά δεδομένα, ο κ. Καπόπουλος, στην πρόσφατη παρουσίαση των προοπτικών της χώρας. «Φύγαμε πια από την ύφεση και πάμε σε επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας» τόνισε με έμφαση ο group chief economist της Alpha Bank.
Νέες ξένες επενδύσεις μετά από αποεπένδυση μιας δεκαετίας
«Ήδη, τα πρώτα μηνύματα είναι θετικά», σχολιάζουν τραπεζικοί παράγοντες. Όλη αυτή η συνδυασμένη κοινοτική και κρατική προσπάθεια θα αποτυπωθεί στην προσέλκυση νέων άμεσων ξένων επενδύσεων και αυτό ήδη αντανακλάται σε μία πρώτη ζήτηση από το εξωτερικό που βαίνει κλιμακούμενη.
Ήρθε η ώρα να ξεχάσει η χώρα τη μεγάλη αποεπένδυση της τελευταίας δεκαετίας και να καλύψει με το παραπάνω το επενδυτικό κενό- συμπεραίνει σύσσωμο το τραπεζικό σύστημα της χώρας. Άποψη που ενστερνίζεται σθεναρά και ο υφυπουργός Οικονομίας, κ. Γ. Ζαββός.
Και όταν λέμε επενδυτικό κενό αυτό απορρέει από το γεγονός ότι τη δεκαετία 2010 – 2019, ο μέσος όρος επενδύσεων στην Ελλάδα υπολειπόταν κατά 9% του αντίστοιχου της ευρωζώνης, ή κατά 162 δισ ευρώ…
Από που έρχονται τα κεφάλαια
Αρωγοί στην προσπάθεια αυτή είναι, το Ταμείο Ανάπτυξης (RRF) του οποίου τα κεφάλαια για την Ελλάδα ανέρχονται συνολικά σε περίπου 31 δισ ευρώ, το NGEU ( Next Generation Europe) ή αλλιώς το Πράσινο Ταμείο Ανάκαμψης, μέσω του οποίου η χώρα εξασφαλίζει άλλα 2,7 δισ ευρώ, το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης (επιπλέον 10 δισ ευρώ) και τα διάφορα Ευρωπαϊκά ταμεία , που θα συμβάλλουν με 19 δισ ευρώ.
Διευκρινίζεται ότι από τα 32 δισ ευρώ του RRF, τα 18 δισ ευρώ είναι επιχορηγήσεις και τα άλλα 12,7 δισ ευρώ αμιγώς δάνεια. Κομβικό ρόλο στη διάθεση των κεφαλαίων θα έχουν οι τράπεζες που ανέλαβαν την αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων των επιχειρήσεων.
Το συνολικό πακέτο στήριξης της οικονομίας, αν συνυπολογισθεί η συμβολή του Recovery and Resilience Fund (RRF) και του ΕΣΠΑ υπερβαίνει τα 72 δισ ευρώ.
Η θέση του υπουργείου και οι τραπεζίτες
Αυτό από μόνο του σηματοδοτεί την πρόσθετη αύξηση στο ΑΕΠ κατά 1-1,2 ποσοστιαία μονάδα, συν τη δημιουργία 180.000- 200.000 νέων και μόνιμων θέσεων εργασίας. Επί της ουσίας θα συμβάλει στην αύξηση του ΑΕΠ κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2026, όπως δήλωσε παρουσιάζοντας το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Τις εκτιμήσεις αυτές του υπουργού υπερθεματίζουν οι τραπεζίτες, που είναι αισιόδοξοι για την περαιτέρω πορεία ανάπτυξης της χώρας και βλέπουν δυναμική «επανεκκίνηση» το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Εξάλλου, όπως επισημαίνουν, είναι μια μεγάλη ευκαιρία για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους και με πληθώρα κεφαλαίων και όπως τονίζουν πηγές της αγοράς, θα επωφεληθεί ένας πολύ μεγάλος όγκος επιχειρήσεων, που με τη σειρά του θα γυρίσει σελίδα στο κεφάλαιο των επενδύσεων.