Υψηλή επαναλαμβανόμενη κερδοφορία, με ανθεκτικότητα στα έσοδα από τόκους, αναμένεται να δείξουν τα αποτελέσματα πρώτου τριμήνου των ελληνικών τραπεζών. Οι ανακοινώσεις από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες, που θα δώσουν και τον τόνο στην αγορά, θα γίνουν την ερχόμενη εβδομάδα, καθώς στις 6 Μαΐου αναμένονται οι ανακοινώσεις από την Τράπεζα Πειραιώς, στις 8 από τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα και στις 9 από την Alpha Bank.
Η πορεία των επιτοκιακών εσόδων θα συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των αναλυτών, καθώς πλέον οι τράπεζες μπαίνουν στην εποχή των χαμηλότερων επιτοκίων, με συνέπεια τη μείωση των εσόδων από τόκους. Σημειώνεται ότι τα έσοδα από τόκους των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών ανήλθαν σε 8,667 δισ. το 2024 και συνεισέφεραν σε ποσοστό 77,30% στα συνολικά λειτουργικά τους έσοδα.
Παραδοσιακά, το α’ τρίμηνο χαρακτηρίζεται από εποχικότητα και δεν είναι ένα δυνατό τρίμηνο για τα αποτελέσματα των τραπεζών. Πόσω μάλλον που το α’ τρίμηνο του 2025 ακολουθεί ένα πολύ ισχυρό δ΄ τρίμηνο του 2024 με ρεκόρ κερδοφορίας και επιδόσεων και συγκρίνεται με ένα «πλούσιο» από πλευράς επιτοκιακών εσόδων α΄ τρίμηνο 2024. Το 2024 έκλεισε με επιτόκιο Euribor 3μήνου στο 2,70%, το οποίο είχε υποχωρήσει στο 2,40% τον Μάρτιο. Στο δ΄ τρίμηνο του 2024 το μέσο Euribor 3μήνου κινήθηκε στο 3,40%, δηλαδή 100 μονάδες βάσης υψηλότερα από αυτό του Μαρτίου, ενώ το μέσο επιτόκιο Euribor 3μήνου για όλο το 2024 διαμορφώθηκε σε 3,9%. Η υποχώρηση των επιτοκίων μετά τις μειώσεις της ΕΚΤ πέρασε αυτόματα στις ανατιμολογήσεις δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ την ίδια στιγμή δεν αποτυπώθηκε στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, όπου η πτώση δεν ξεπέρασε το 0,10 της μονάδας. Από το «μείγμα» αυτό, οι τράπεζες αναμένουν υποχώρηση των επιτοκιακών εσόδων το α΄ τρίμηνο 2025 κατά 7% – 9% σε ετήσια βάση (συγκριτικά δηλαδή με το α΄ τρίμηνο 2024).
Υπενθυμίζεται ότι η ΕΚΤ είχε μειώσει τα επιτόκιά της έξι φορές από τον Ιούνιο του 2024 μέχρι τον Μάρτιο του 2025, κατά 0,25 της μονάδας κάθε φορά. Στην τελευταία συνεδρίασή της στις 17 Απριλίου, η ΕΚΤ προχώρησε σε μία ακόμη ισόποση μείωση, ενώ οι περαιτέρω αποφάσεις της θα λαμβάνονται χωρίς δεσμεύσεις και αναλόγως των δεδομένων κάθε φορά, δεδομένης της έντονης αβεβαιότητας και μεταβλητότητας στις αγορές από τις εκάστοτε εξαγγελίες Τραμπ για τους δασμούς.
Πέρα από την αναμενόμενη μείωση των επιτοκιακών εσόδων, οι τράπεζες θα καταγράψουν στο α΄ τρίμηνο 2025 και χαμηλότερα έσοδα από προμήθειες. Το α΄ τρίμηνο, παραδοσιακά, δεν έχει να αναμένει τα υψηλά έσοδα προμηθειών του γ΄ τριμήνου από τον τουρισμό, ούτε παρουσιάζει αύξηση των νέων δανείων (Ιανουάριος – Φεβρουάριος χαρακτηρίζονται ως «νεκροί» μήνες). Ειδικά δε στην περίπτωση του α΄ τριμήνου 2025 (και εφεξής), οι τράπεζες θα δουν την πρώτη επιβάρυνση στα έσοδα προμηθειών από την κατάργηση ή μεγάλη μείωση των χρεώσεων στις συνηθέστερες συναλλαγές λιανικής, την οποία νομοθέτησε η κυβέρνηση και ενεργοποιήθηκε τον Φεβρουάριο. Από τον μηδενισμό ή μείωση στο μισό των προμηθειών αυτών, η καθεμία από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες υπολογίζει ότι θα έχει απώλεια εσόδων 25 εκατ. ευρώ ετησίως (θεωρητικά, το ποσό αυτό μπορεί να επιμεριστεί αναλογικά στα τέσσερα τρίμηνα, δηλ. 6,25 εκατ. ευρώ απώλειες προμηθειών για την καθεμία τράπεζα το α’ τρίμηνο).
Τα έσοδα από προμήθειες αναμένονται χαμηλότερα το α΄ τρίμηνο και διότι δεν υπάρχει μεγάλη παραγωγή νέων δανείων στο ξεκίνημα του έτους. Μάλιστα, η πιστωτική επέκταση του φετινού α΄ τριμήνου συγκρίνεται με ένα δ΄ τρίμηνο 2024 ρεκόρ για τις νέες εκταμιεύσεις, καθώς στο τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους ολοκληρώθηκαν μεγάλες συναλλαγές δανείων που αύξησαν την πιστωτική επέκταση.