Έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ΕΚΤ, που διεξήχθη τον Μάρτιο για τις τραπεζικές χορηγήσεις, καταγράφει αυστηρότερα κριτήρια δανειοδότησης και ασθενέστερη ζήτηση δανείων από επιχειρήσεις το πρώτο τρίμηνο του 2025. Αυτό καταδεικνύει υποτονική διάθεση για επενδύσεις, ακόμη και πριν από την αναταραχή με τους δασμούς στο διεθνές εμπόριο και τις αγορές.
Παρότι η πιστωτική επέκταση έδειξε μια σταθερή συνέχεια λόγω της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, η έρευνα του τέταρτου τριμήνου του περασμένου έτους είχε ήδη δείξει ότι οι τράπεζες αυστηροποιούν τα πιστωτικά κριτήρια, λόγω αύξησης των κινδύνων. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και στο πρώτο τρίμηνο του 2025, με τη ζήτηση δανείων από επιχειρήσεις να υποχωρεί ξανά σε αρνητικό έδαφος. Η υποχώρηση αυτή αποδίδεται κυρίως στη μειωμένη ζήτηση για πιστωτικές γραμμές και κεφάλαιο κίνησης, αναφέρουν αναλυτές της ING. Το θετικό στοιχείο, παρατηρούν, είναι ότι τα σχέδια για πάγιες επενδύσεις δεν συνέβαλαν αρνητικά, αν και δεν υποστήριξαν ενεργά τη ζήτηση δανείων.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στα μέσα Μαρτίου, πριν από την «Ημέρα Απελευθέρωσης» με την ανακοίνωση των δασμών Τραμπ και την τρέχουσα αναταραχή στις αγορές, οπότε δεν υπάρχουν ακόμη ενδείξεις για το πώς αυτές οι εξελίξεις επηρέασαν περαιτέρω τη ζήτηση δανείων και τη διάθεση των τραπεζών να χορηγούν πίστωση. Συνολικά, οι προσδοκίες για ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν αδύναμες για τους επόμενους μήνες και η έρευνα αυτή επιβεβαιώνει τις προβλέψεις για μια υποτονική ανάκαμψη παρά τη χαλάρωση της πολιτικής της ΕΚΤ.
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, οι τράπεζες της ευρωζώνης ανέφεραν νέα μικρή μείωση στη συνολική καθαρή ζήτηση δανείων από επιχειρήσεις, μετά από δύο τρίμηνα ασθενούς ανάκαμψης (καθαρό ποσοστό ‑3%). Η καθαρή μείωση της ζήτησης προήλθε κυρίως από τις τράπεζες στη Γαλλία, ενώ οι τράπεζες στην Ιταλία ανέφεραν σταθερή ζήτηση και εκείνες στη Γερμανία και την Ισπανία ανέφεραν καθαρές αυξήσεις. Η πτώση στο σύνολο της ευρωζώνης ήταν χαμηλότερη από ό,τι είχαν προβλέψει οι ίδιες οι τράπεζες το προηγούμενο τρίμηνο, όταν αναμένονταν ότι η ζήτηση θα παρέμενε περίπου αμετάβλητη σε καθαρούς όρους (‑1%).
Ανά κατηγορία δανείου, οι τράπεζες ανέφεραν καθαρές μειώσεις στη ζήτηση τόσο από μεγάλες επιχειρήσεις όσο και από ΜμΕ (με καθαρό ποσοστό ‑5% και ‑3% αντίστοιχα). Καθαρές μειώσεις καταγράφηκαν τόσο στα βραχυπρόθεσμα δάνεια (‑9%), κυρίως λόγω των τραπεζών στη Γαλλία και την Ιταλία, όσο και στα μακροπρόθεσμα δάνεια (‑3%).
Η μεγάλη εξαίρεση εντοπίζεται στην αγορά στεγαστικών δανείων, σημειώνει η ανάλυση της ING. Η καθαρή ζήτηση για στεγαστικά δάνεια αυξήθηκε σημαντικά το πρώτο τρίμηνο, ενώ τα πιστοδοτικά κριτήρια χαλάρωσαν. Αυτό ενισχύει περαιτέρω την ανάκαμψη της αγοράς κατοικίας και δείχνει ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες αναμένεται να αποτελέσουν φωτεινό σημείο ανάμεσα στις υπόλοιπες ασθενείς επενδυτικές κατηγορίες στην ευρωζώνη τους επόμενους μήνες. Σύμφωνα με την έρευνα, ο σημαντικότερος παράγοντας για την αυξημένη ζήτηση είναι τα χαμηλότερα επιτόκια.
Το συγκρατημένο μήνυμα της έρευνας θα μπορούσε να ενισχύσει περαιτέρω τα επιχειρήματα υπέρ μιας νέας μείωσης επιτοκίων από την ΕΚΤ, αν και ήδη υπάρχουν αρκετοί λόγοι για μια τέτοια κίνηση. Με δεδομένες τις αναταραχές στο εμπόριο και τις αγορές, την ενίσχυση του ευρώ και τις ανησυχίες για την ανάπτυξη, αναμένεται ότι η ΕΚΤ θα μειώσει εκ νέου τα επιτόκια κατά 0,25% την Πέμπτη.
Κατάρρευση επενδυτικής εμπιστοσύνης στη Γερμανία
Την ίδια στιγμή η επενδυτική εμπιστοσύνη στην οικονομία της Γερμανίας κατέρρευσε, καθώς τα αποσπασματικά μέτρα στο εμπόριο του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, απειλούν να ανακόψουν την εύθραυστη ανάκαμψη.
Ο δείκτης προσδοκιών του ινστιτούτου ZEW υποχώρησε τον Απρίλιο στις -14 μονάδες από 51,6 τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν την Τρίτη. Οι αναλυτές σε δημοσκόπηση του Bloomberg ανέμεναν πτώση στις 10 μονάδες.
«Οι αλλοπρόσαλλες αλλαγές στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ βαραίνουν σημαντικά τις προσδοκίες στη Γερμανία», δήλωσε ο πρόεδρος του ZEW, Άχιμ Βάμπαχ. «Δεν είναι μόνο οι συνέπειες των λεγόμενων αμοιβαίων δασμών στο παγκόσμιο εμπόριο, αλλά και η ίδια η δυναμική των συνεχών αλλαγών που έχουν εντείνει μαζικά την παγκόσμια αβεβαιότητα».
Η αρχική αισιοδοξία για τα σχέδια της νέας γερμανικής κυβέρνησης να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες έχει ξεθωριάσει ταχέως μετά την επιβολή δασμών στα αυτοκίνητα από τον Τραμπ — και αργότερα συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρότι οι δασμοί έχουν ανασταλεί για να υπάρξουν διαπραγματεύσεις, τα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας έχουν μειώσει την πρόβλεψη για την οικονομική ανάπτυξη του 2025 στο μόλις 0,1%, προειδοποιώντας ότι ενδέχεται να υπάρξει και χειρότερο σενάριο.
Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει τρίτη συνεχόμενη χρονιά ύφεσης, γεγονός που αναδεικνύει τις ευπάθειες που απορρέουν από την εξάρτηση από τις εξαγωγές και υπογραμμίζει την ανάγκη αναθεώρησης του οικονομικού μοντέλου της χώρας, στέλνοντας σήματα στην ΕΚΤ.