Με σταθερά ανοδικό ρυθμό αναπτύσσονται οι ψηφιακές συναλλαγές στην ελληνική αγορά, που παρά τον ψηφιακό αναλφαβητισμό σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σημειώνει ταχύτατη πρόοδο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πλειοψηφία των τραπεζικών συναλλαγών γίνεται με εναλλακτικά δίκτυα και ψηφιακά κανάλια -σχεδόν οι 2 στις τρεις συναλλαγές- και αυτό αφορά και τις μεγάλες συστημικές τράπεζες. Αναγκαστικά ή μη, το ελληνικό κοινό έμαθε να αποφεύγει το τραπεζικό κατάστημα και να μη συναλλάσσεται με αυτό, παρά μόνο για όταν θέλει συμβουλές για τραπεζικά προϊόντα, κυρίως για δάνεια. Αν και ακόμη και σε αυτόν τον τομέα, τα πρώτα βήματα μπορούν να γίνουν πλέον ψηφιακά, με τους ενδιαφερόμενους να υποβάλλουν διαδικτυακά την πρώτη τους αίτηση.
Δεν είναι τυχαίο ότι ειδικά σε προϊόντα που δεν απαιτούν τις εγγυήσεις ή την προσημείωση των στεγαστικών δανείων, η διεκπεραίωση γίνεται όλη online. Μάλιστα, αν και αυτό μπορεί να μην ισχύει στο ίδιο ποσοστό ανά τράπεζα, τα 3 στα 4 καταναλωτικά δάνεια χορηγούνται μέσω του e/mobile banking σε όλα τα στάδια. Σε δεύτερη φάση, την «πολυτέλεια» των εναλλακτικών δικτύων θα μπορούν να απολαύσουν και όσοι επιθυμούν να λάβουν στεγαστικό δάνειο. Πιο δύσκολη η διαδικασία, αλλά όσο οι πλατφόρμες εξελίσσονται και αφομοιώνουν τεχνικές δυνατότητες που παρέχει η καινοτομία, θα μπορεί ο καταναλωτής να πηγαίνει στην Τράπεζα μόνο στο τέλος της διαδικασίας.
Κάποια πρώτα δείγματα γραφής βλέπει ήδη η αγορά μέσα από το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ», όπου η πρώτη αίτηση -για την ιδέα μιας προέγκρισης- μπορεί να γίνει ψηφιακά. Αντίστοιχα, στον χώρο της αποταμίευσης και της επένδυσης, η εμπειρία μπορεί επίσης να είναι ψηφιακή με συχνό φαινόμενο της πριμοδότησης στο on line. Υπάρχουν και καταθετικά ή επενδυτικά προϊόντα, τα οποία όταν διατίθενται διαδικτυακά, παρέχουν καλύτερους όρους (όπως π.χ. μια προθεσμιακή κατάθεση on line μπορεί να έχει καλύτερο επιτόκιο). Στον χώρο αυτό, «δυνατά» παίζουν οι ψηφιακές τράπεζες και ειδικά οι πιο καινούργιες που στοχεύουν ξεκάθαρα στις νεότερες γενιές Ζ και Υ.
Σε γενικές γραμμές, η όσο το δυνατόν καλύτερη αλλά και εκτεταμένη σε προϊόντα και υπηρεσίες εμπειρία πελάτη, είναι σήμερα το ζητούμενο για τις ελληνικές τράπεζες που αναπόφευκτα βιώνουν τον έντονο ανταγωνισμό από τις fintech, οι οποίες στον τομέα του digital μπορούν να προσφέρουν συγκριτικό πλεονέκτημα. Εξ ου και αρχίζουν και δημιουργούνται συνεργασίες και σχήματα παραδοσιακών τραπεζών με digital banks.
Ένα από τα πιο διαδεδομένα κανάλια ψηφιακών συναλλαγών είναι το mobile banking, που γράφει συνεχώς υψηλά μερίδια στις προτιμήσεις των καταναλωτών και ειδικά σήμερα στην εποχή των e wallets, είναι το πιο εύχρηστο εργαλείο. Ο πληθυσμός της Ελλάδος είναι μοιρασμένος στις 4 μεγάλες τράπεζες με περίπου 2-3 εκατ. χρήστες στις πλατφόρμες του κάθε ομίλου, αν και ειδικά στη χώρα μας, ένας χρήστης είναι κοινός σε πάνω από 2 τράπεζες.
Σε κάθε περίπτωση τα μεγέθη είναι ενθαρρυντικά για τη διείσδυση του mobile banking και την εδραίωση των εναλλακτικών δικτύων και σε αυτό συμβάλλει σημαντικά το embedded banking, η διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών μέσα από μη τραπεζικά κανάλια, το οποίο αποτελεί προτεραιότητα για όλη την αγορά. Ένα απτό παράδειγμα embedded banking είναι η χορήγηση στεγαστικών δανείων μέσω μεσιτικών γραφείων, δανείων αυτοκινήτων μέσω αντίστοιχων dealers, και καταναλωτικών δανείων μέσω μεγάλων retailers.
Ευνόητο είναι ότι τα δάνεια αυτοκινήτου είναι τα πιο ευπώλητα μέσω των εναλλακτικών δικτύων, καθώς σχεδόν όλα τα δάνεια της κατηγορίας αυτής πραγματοποιούνται εκτός τραπεζικών καταστημάτων. Στη δεύτερη θέση ακολουθούν τα καταναλωτικά, με την πλειοψηφία τους να εκταμιεύονται on line και ένα μικρό ποσοστό, αλλά καθόλου ευκαταφρόνητο, περίπου στο 15-20% αφορά τη λήψη στεγαστικών δανείων από το e-banking. Στα σημερινά επίπεδα, το μάξιμουμ των ψηφιακών πωλήσεων ανά τράπεζα υπολογίζεται στο μισό εκατομμύριο (500.000 προϊόντα διέθεσε on line η Εθνική το 2024, έχοντας το προβάδισμα) με το σύνολο της αγοράς να έχει σήμερα μια δυναμική ψηφιακών πωλήσεων άνω του 1,6 εκατ. σε ετήσια βάση. Μια δυναμική όμως που βαίνει σταθερά αυξανόμενη.