Την ώρα που η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, χωρίς να αλλάζει κατεύθυνση προς το παρόν, περνάει μηνύματα ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, ένεκα πολιτικών Τραμπ, τα επιτελεία των ελληνικών τραπεζών κάνουν το δικό τους «κουμάντο» απέναντι στα διαφυγόντα έσοδα που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν από υψηλότερα επιτόκια.
Αν και μέχρι στιγμής οι μειώσεις επιτοκίων δεν τάραξαν και πολύ τα ύδατα στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών, η προετοιμασία και η γραμμή άμυνας είναι πρώτες στη σειρά των προτεραιοτήτων. Άλλωστε, έως έναν βαθμό, το επιτυχημένο μείγμα των χειρισμών απέναντι στις απώλειες εσόδων λόγω αποκλιμάκωσης επιτοκίων είναι αυτό που προέχει, τόσο για το τελικό αποτέλεσμα στην οργανική κερδοφορία, όσο και για τη στρατηγική του κάθε ομίλου -κάτι το οποίο ενδιαφέρει πρώτιστα αναλυτές και επενδυτές.
Δεν είναι τυχαίο, μάλιστα, το γεγονός της σημασίας που αποδίδουν οι χρηματοοικονομικοί οίκοι στο sensitivity, στον βαθμό και το ποσοστό που επηρεάζονται τα έσοδα από τόκους της κάθε τράπεζας, από μια μείωση επιτοκίων της ΕΚΤ. Για κάθε 25 μονάδες βάσης μείωσης του επιτοκίου παρέμβασης του ευρώ που ανακοινώνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπάρχει μια αντίστοιχη επίπτωση στα έσοδα από τόκους. Επίπτωση που είναι διαφορετική από τράπεζα σε τράπεζα.
Ενδεικτικά, η «ευαισθησία» για κάθε 0,25% μείωσης επιτοκίων για τη Eurobank μπορεί να σημαίνει περίπου 40 εκατ. ευρώ λιγότερα έσοδα από τόκους. Κάτι που για την Alpha Bank μπορεί να είναι της τάξεως των 15 εκατ. ευρώ και για την Εθνική Τράπεζα 35 εκατομμύρια ευρώ.
Όλες οι συστημικές τράπεζες έχουν στο πίσω μέρος της σκέψης τους ότι το επιτόκιο-σταθμός που επιθυμεί η ΕΚΤ (δηλαδή 2%) θα διαμορφωθεί στο επίπεδο αυτό μέχρι το τέλος του έτους. Κάποιοι το βλέπουν για φθινόπωρο, άλλοι για αργότερα, αλλά οποιοσδήποτε χρονικός προσδιορισμός τώρα μοιάζει άκαιρος, από τη στιγμή που, κυρίως λόγω ΗΠΑ, βιώνουμε μια περίοδο αβεβαιότητας.
Σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις (Econostream) ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, περιέγραψε όλο το σκηνικό, το οποίο περιλαμβάνει αυτό το κλίμα αβεβαιότητας. Όπως είπε, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, «αν η συνεδρίαση ήταν σήμερα, θα ήμουν πιο σίγουρος ότι θα αποφασίζαμε μείωση, γιατί ο πληθωρισμός τον Φεβρουάριο ήταν 2,3%, σύμφωνα με την πορεία που έχουμε χαράξει, και το αν θα πραγματοποιηθεί η πρόβλεψή μας εξαρτάται και από την περαιτέρω μείωση των επιτοκίων… Αλλά δεν έχουμε ακόμα Απρίλιο, βρισκόμαστε στον Μάρτιο. Έχουμε έναν μήνα μπροστά μας, οπότε δεν μπορώ να σας πω ότι θα αποφασίσουμε μείωση. Και η αβεβαιότητα είναι τόσο υψηλή, που είναι αδύνατον να γνωρίζουμε τι μπορεί να συμβεί για να αλλάξει η απόφασή μας».
Η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως και άλλες φωνές «περιστεριών» μεταξύ των μελών στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, θεωρητικά αναμένει άλλες δύο μειώσεις επιτοκίων πριν μπει τέλος στον κύκλο μείωσης. Όμως αυτό σαφώς και δεν είναι επίσημη δέσμευση, αλλά προσωπική εκτίμηση του κ. Στουρνάρα για το πώς θα κινηθεί η νομισματική πολιτική, με βάση τα σημερινά διαθέσιμα δεδομένα και τις τρέχουσες προβλέψεις.
«Εξακολουθώ, πάντως, να πιστεύω ότι θα έχουμε άλλες δύο μειώσεις φέτος και ότι το 2% θα είναι το καταληκτικό επίπεδο των επιτοκίων. Δεν μπορώ να σας πω πότε ακριβώς θα γίνουν αυτές οι δύο μειώσεις. Σε συνθήκες τόσο υψηλής αβεβαιότητας, δεν θα ήταν συνετό να είμαι τόσο ακριβής», υπογράμμισε προς τον David Barwick του Econostream.
Στο περιθώριο των εξελίξεων αυτών, τα επιτελεία των ελληνικών τραπεζών δίνουν προτεραιότητα στην επέκταση της πιστωτικής επέκτασης και στην απελευθέρωση νέων εκταμιεύσεων, καθώς η διεύρυνση του χαρτοφυλακίου δανείων θα φέρει αυξημένα έσοδα από τόκους, ικανά να αντισταθμίσουν τις όποιες απώλειες των σταδιακών μειώσεων της ΕΚΤ. Ταυτόχρονα, στρέφονται σε προσοδοφόρες εργασίες, όπως το asset management, αλλά και το bancassurance, δύο πολλά υποσχόμενες αγορές, που μπορεί να αποφέρουν σημαντικά έσοδα από προμήθειες (που θα αναπληρώσουν χαμένα έσοδα από τόκους). Εννοείται ότι συνδυαστικά γίνονται κινήσεις hedging της πτώσης των επιτοκίων, μέσω trading και swaps ομολόγων.
Ενδεικτικά, το ΝII, τα καθαρά έσοδα από τόκους των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών, ανήλθαν το 2024 σε 8,598 δισ. ευρώ και παρά τις μειώσεις που έλαβαν χώρα πέρυσι, ήταν αυξημένα κατά 6,2% σε σχέση με το 2023, που ήταν 8,093 δισ. ευρώ. Χαρακτηριστικές είναι οι επιμέρους αυξήσεις στα έσοδα από τόκους:
- 4% σε ετήσια βάση για την Τράπεζα Πειραιώς σε 2,088 δισ. ευρώ.
- 15,3% για τη Eurobank στα 2,507 δισ. ευρώ.
- 1% για την Alpha Bank στα 1,647 δισ. ευρώ.
- 4% για την Εθνική Τράπεζα στα 2,356 δισ. ευρώ.