Aμετάβλητα αναμένεται ότι θα διατηρήσει τα επιτόκια σήμερα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, Fed, σύμφωνα με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις των περισσότερων αναλυτών στα γραφεία στοιχημάτων των χρηματιστών, μολονότι αυξάνεται όλο και περισσότερο η χρήση της λέξης ύφεση στην οικονομία ως υπαρκτός κίνδυνος από τους δασμούς Τραμπ.
Οι παίκτες των αγορών αναμένεται να εστιάσουν επίσης στην συνέντευξη τύπου του Προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ και στη δύσκολη ισορροπία του να επικοινωνήσει την τρέχουσα άποψη της κεντρικής τράπεζας για την οικονομία και να ζυγίσει τον πιθανό αντίκτυπο της αμφιλεγόμενης εμπορικής πολιτικής του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
«Με φόντο μια οικονομική κατάσταση που επιδεινώνεται λόγω των δασμών και την γενική αβεβαιότητα του εμπορίου, οι αγορές αναζητούν την περίφημη “πολιτική Πάουελ” η οποία θα εκφραστεί ελπίζουμε σε καθοδηγητικές δηλώσεις με ήπιο τόνο », δήλωσε ο Κάιλ Ρόντα, ανώτερος αναλυτής της Capital.com.
Οι επενδυτές στα options εκτιμούν μια κίνηση 1,2% για τον δείκτη S&P 500 σε οποιαδήποτε κατεύθυνση την Τετάρτη — αυξημένη σε σχέση με τον μέσο όρο του 0,8% για τις ημέρες συνεδριάσεων της Fed κατά το περασμένο έτος, σύμφωνα με τα δεδομένα του Στιούαρτ Κάιζερ, επικεφαλής στρατηγικής εμπορίου μετοχών των ΗΠΑ στην Citigroup Inc. «Ιστορικά, οι ημέρες συνεδριάσεων της Fed, όταν τα επιτόκια παραμένουν αμετάβλητα, έχουν οδηγήσει σε σταθερά κέρδη», δήλωσαν οι στρατηγικοί αναλυτές της Bespoke Investment Group.
«Το μεγάλο ζήτημα για μένα στις αγορές είναι η αβεβαιότητα», δήλωσε ο Ρικ Ρίντερ, επικεφαλής επενδύσεων σε παγκόσμιο σταθερό εισόδημα και υπεύθυνος της ομάδας παγκόσμιας κατανομής επενδύσεων της BlackRock, σε συνέντευξη στο marketwatch. Επισήμανε τη μεταβλητότητα της αγοράς, ιδίως στις μετοχές, λέγοντας ότι η ρευστότητα δεν είναι τόσο βαθιά όσο μπορεί να υποδηλώνουν οι όγκοι συναλλαγών.
Οι ανησυχίες για ύφεση οδήγησαν στις 10 Μαρτίου τη Wall Street σε μεγάλη πτώση, πριν ανακάμψει κάπως στη συνέχεια, με τον Nasdaq εκείνη την ημέρα να δέχεται ένα γερό χαστούκι γενεθλίων, 25 χρόνια από την έναρξη του κραχ των τεχνολογικών εταιρειών dotcom (10 Μαρτίου 2000), μαζί με Dow Jones και Nasdaq που βούλιαξαν υπό τον φόβο των δασμών στην οικονομία. Όπως αναφέρει η Ντανιέλα Ζαμπίν Χάρθον, ανώτερη αναλύτρια αγορών στην Capital.com, η Wall Street τρεκλίζει, συνεχίζοντας την πρόσφατη τάση αδυναμίας, καθώς εντείνονται οι ανησυχίες για ύφεση στις ΗΠΑ υπό την εμπορική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ.
Το επενδυτικό κλίμα παραμένει εύθραυστο, καθώς η αβεβαιότητα γύρω από τις πολιτικές δασμών του Τραμπ τροφοδοτεί τις ανησυχίες για έναν ενδεχόμενο παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο και τις επιπτώσεις του στην οικονομική ανάπτυξη. Οι φόβοι για ύφεση έχουν εντείνει την πιεστική κατάσταση στις αμερικανικές μετοχές, συμβάλλοντας στην τρέχουσα πτώση της αγοράς. Η αστάθεια της αγοράς οφείλεται στην ανησυχία ότι η αβεβαιότητα γύρω από την πολιτική δασμών θα μπορούσε να ωθήσει την οικονομία σε ύφεση, κάτι που ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν απέκλεισε πριν δυο Σαββατοκύριακα σε συνέντευξή του.
Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε επίσης πριν μια εβδομάδα στο CNBC ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια «περίοδος αποτοξίνωσης» για την οικονομία καθώς η νέα κυβέρνηση μειώνει τις δημόσιες δαπάνες. Στη συνέχεια, σε συνέντευξή του, ο Τραμπ απάντησε σε ερώτηση στο Fox News για την πιθανότητα ύφεσης, λέγοντας ότι η οικονομία περνάει «μια περίοδο μετάβασης».
Η Goldman Sachs χαμήλωσε τις προβλέψεις για την ανάπτυξη των ΗΠΑ στο 1,7% από 2,4% που ανέμενε στην αρχή του έτους, καθώς ο εμπορικός πόλεμος Τραμπ έχει αποδειχθεί πιο επιθετικός από ό,τι αναμενόταν, αυξάνοντας τον κίνδυνο για υψηλότερες τιμές και σφιχτές χρηματοοικονομικές συνθήκες. Η οικονομία των ΗΠΑ είχε ήδη επιβραδυνθεί στο τέλος του 2024, καθώς αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,3% το τέταρτο τρίμηνο από 3,1% το τρίτο τρίμηνο. Όπως μεταδίδει το CNBC, η Goldman Sachs προειδοποίησε ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να αυξήσουν τις τιμές και να συσφίξουν τις χρηματοοικονομικές συνθήκες ενώ μπορεί να αναγκάσουν τις εταιρείες να καθυστερήσουν την πραγματοποίηση επενδύσεων.
Ο CEO της BlackRock, Λάρι Φίνκ, δήλωσε τη Δευτέρα ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ θα παραμείνει αυξημένος λόγω εθνικιστικών πολιτικών, όπως η απέλαση εργαζομένων. Ο Φινκ τόνισε ότι αυτές οι πολιτικές συντελούν σε έλλειψη εργατικού δυναμικού, γεγονός που οδηγεί σε αύξηση των μισθών και ασκεί πίεση στον πληθωρισμό. Υποστήριξε ότι μια πιο ανοιχτή και παγκοσμιοποιημένη προσέγγιση στην εργασία θα βοηθούσε στην ανακούφιση των πληθωριστικών πιέσεων, εξασφαλίζοντας μια σταθερή ροή εργαζομένων στην οικονομία. Οι παρατηρήσεις του αντανακλούν ευρύτερους φόβους ότι περιοριστικές μεταναστευτικές πολιτικές και η εστίαση στον εθνικισμό θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη και να επιδεινώσουν τον πληθωρισμό μακροπρόθεσμα.
Η πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ το 2025 έχει αυξηθεί σημαντικά, εξαιτίας των νέων δασμών που έχει επιβάλει η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με τον Άλεκ Κέρσμαν, CEO και επικεφαλής της Pimco για την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Μιλώντας σε συνέδριο του CNBC στη Σιγκαπούρη, ο Κέρσμαν ανέφερε ότι η πιθανότητα ύφεσης στις ΗΠΑ έχει φτάσει το 35%, σε σύγκριση με το 15% που ήταν τον Δεκέμβριο του 2024, καθώς οι επιπτώσεις των νέων δασμών αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές. Η Pimco συνεχίζει να προβλέπει ρυθμούς ανάπτυξης 1%-1,5% για την αμερικανική οικονομία, αν και αυτή η εκτίμηση είναι σημαντικά χαμηλότερη από προηγούμενες εκτιμήσεις.
Από τη μεριά του, πάντως, ο Καμάλ Μπάτια, πρόεδρος και CEO της Principal Asset Management, θεωρεί ότι οι δασμοί μπορεί να ενισχύσουν την εγχώρια κατανάλωση, γεγονός που θα μπορούσε να ενδυναμώσει την αμερικανική οικονομία. Και πρόσθεσε ότι οι εμπορικοί πόλεμοι ενδέχεται να ωθήσουν τις χώρες σε «πιο εσωστρεφή οικονομικά μοντέλα», ενισχύοντας τις εγχώριες δαπάνες.
Δεδομένου ότι η κατανάλωση αντιπροσωπεύει τα 2/3 του ΑΕΠ των ΗΠΑ, η αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης λόγω των δασμών Τραμπ μπορεί να έχει θετική επίδραση στην ανάπτυξη. Ο Μπάτια σημείωσε ακόμη ότι η γεωπολιτική πλέον επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό τις οικονομίες και τις αγορές, καθώς οι δασμοί αναδιαμορφώνουν το επενδυτικό περιβάλλον. «Για πολλά χρόνια οι γεωπολιτικές εξελίξεις δεν είχαν άμεσο αντίκτυπο στις επενδύσεις. Αυτό όμως αλλάζει με την επιβολή δασμών», ανέφερε.
Στον αστερισμό της αστάθειας οι αγορές πριν τη Fed
Οι ευρωπαϊκές μετοχές και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης των αμερικανικών μετοχών κινήθηκαν ήπια σε συντηρητικό κλίμα πριν την απόφαση της νομισματικής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ αργότερα την Τετάρτη. Η τουρκική λίρα υποχώρησε πάνω από 10% μετά τη σύλληψη του μεγαλύτερου πολιτικού αντιπάλου του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο δείκτης Stoxx 600 υποχώρησε στην Ευρώπη, με τους περισσότερους τομείς να καταγράφουν αρνητικές επιδόσεις, ενώ τα συμβόλαια για τον S&P 500 και τον Nasdaq 100 κινήθηκαν σε στενά όρια. Ένας περιφερειακός δείκτης μετοχών στην Ασία εξαφάνισε την άνοδο νωρίτερα. Το δολάριο ενισχύθηκε και ο χρυσός ανέβηκε σε νέο ιστορικό υψηλό.
Η τουρκική λίρα εξασθένησε σε ιστορικό χαμηλό πέρα από τα 40 ανά δολάριο, η πτώση των τουρκικών μετοχών προκάλεσε αναστολή των συναλλαγών και οι αποδόσεις των κυβερνητικών ομολόγων εκτοξεύτηκαν στο υψηλότερο επίπεδο φέτος. Οι δραματικές αυτές πτώσεις ακολούθησαν τη σύλληψη του Εκρέμ Ιμάμογλου, δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, σε μια κίνηση που θα μπορούσε να τον εμποδίσει να αμφισβητήσει τον Ερντογάν στις επόμενες προεδρικές εκλογές.
Το γιέν σταθεροποιήθηκε μετά την πτώση του σε χαμηλό της ημέρας έναντι του δολαρίου, καθώς η Τράπεζα της Ιαπωνίας διατήρησε αμετάβλητο το επιτόκιο και εξέφρασε ανησυχία για τον αντίκτυπο των εμπορικών εντάσεων στην παγκόσμια οικονομία. Οι επενδυτές παρακολούθησαν επίσης την συνέντευξη τύπου του Καζούο Ουέντα το απόγευμα της Τετάρτης, όπου ο Κυβερνήτης δήλωσε ότι η τάση στις καταναλωτικές τιμές συνεχίζει να αυξάνεται, αλλά παραμένει κάτω από τον στόχο της κεντρικής τράπεζας του 2%.
«Η BOJ φαίνεται τώρα να ενσωματώνει τις εξωτερικές αβεβαιότητες, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων από τους δασμούς, στην λήψη των αποφάσεών της. Αυτό θα μπορούσε να μειώσει την επιθετική προσέγγιση», δήλωσε η Τσαρού Τσανάνα, επικεφαλής στρατηγικής επενδύσεων στην Saxo Markets. «Στην εποχή Τραμπ, οι κεντρικές τράπεζες παίζουν λιγότερο κυρίαρχο ρόλο, οπότε η επίδραση του γιέν μπορεί να μην είναι τόσο έντονη όσο πέρυσι.»
Στα εμπορεύματα, το πετρέλαιο υποχώρησε καθώς η γενικότερη αδυναμία της αγοράς και οι ανησυχίες για υπερπροσφορά αργού πετρελαίου επισκίασαν τις αυξανόμενες εντάσεις στη Μέση Ανατολή. Παράλληλα, ο χρυσός επεκτάθηκε σε νέο ιστορικό υψηλό, φτάνοντας περίπου τα 3.045 δολάρια ανά ουγγιά.