THEPOWERGAME
![Γιάννης Στουρνάρας © ΤτΕ](https://www.powergame.gr/wp-content/uploads/2025/02/giannis-stournaras-1-910x521.jpg)
Στην ανάπτυξη και τον ρόλο των τραπεζών στην ελληνική οικονομία, αλλά και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνικός τραπεζικός τομέας, εστίασε στην ομιλία του στην εκδήλωση του Ελληνο-Iσραηλινού Επιμελητηρίου Εμπορίου και Τεχνολογίας, ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας.
Όσον αφορά την ανάπτυξη και τον ρόλο των τραπεζών στην ελληνική οικονομία, ο Γιάννης Στουρνάρας ανέφερε ότι «η ευρωστία του τραπεζικού συστήματος βρίσκεται σε άμεση και αμφίδρομη σχέση με τη διαμόρφωση θετικών προοπτικών στην οικονομία. Οι υγιείς τράπεζες στηρίζουν την πρόσβαση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε κεφάλαια, ιδίως σε μικρές οικονομίες όπως η ελληνική και, επομένως, στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, μια εύρωστη, αναπτυσσόμενη οικονομία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για έναν υγιή τραπεζικό τομέα.
Η κρίση στην ελληνική οικονομία ξεκίνησε ως κρίση δημόσιου χρέους και κατόπιν έγινε χρηματοπιστωτική κρίση. Στις άλλες χώρες-μέλη της ευρωζώνης που υπήχθησαν και αυτές σε προγράμματα προσαρμογής, συνέβη το αντίθετο. Παρά όμως τα προβλήματα που κληρονόμησαν από την κρίση χρέους, όπως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης, οι τράπεζες στην Ελλάδα έχουν ανακάμψει πλήρως και προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό τους, εστιάζοντας στην ψηφιακή μετάβαση. Μέσα από προηγμένες υπηρεσίες, όπως online συναλλαγές και καινοτόμες εφαρμογές, διευκολύνουν την πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικές λύσεις, ενώ υποστηρίζουν την πράσινη ανάπτυξη και τη χρηματοδότηση έργων υποδομής. Επιπλέον, ενισχύουν την καινοτομία χρηματοδοτώντας νεοφυείς επιχειρήσεις και εταιρίες που επιδιώκουν εκσυγχρονισμό ή επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη. Με τη στρατηγική αυτή, οι τράπεζες αποτελούν πυλώνα σταθερότητας και μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία.
Οι ελληνικές τράπεζες διευκολύνουν την πάταξη της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, ενισχύοντας τη διαφάνεια των συναλλαγών μέσω ψηφιακών υποδομών. Η προώθηση ηλεκτρονικών πληρωμών, ηλεκτρονικής τιμολόγησης και διαδικτυακών υπηρεσιών διευκολύνει τη συλλογή δεδομένων και τον έλεγχο της ροής χρήματος, περιορίζοντας τα αδήλωτα έσοδα. Παράλληλα, η στενή συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές για την παρακολούθηση ύποπτων συναλλαγών ενισχύει την καταπολέμηση της παραοικονομίας. Με αυτές τις δράσεις, οι τράπεζες στηρίζουν όχι μόνο την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και τη δημιουργία ενός δίκαιου και διαφανούς οικονομικού περιβάλλοντος.
Επίσης, τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες που προστατεύουν την κοινωνική συνοχή και στηρίζουν τους δανειολήπτες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το “πάγωμα” των κυμαινόμενων επιτοκίων για συνεπείς δανειολήπτες, σε συνεργασία με την Πολιτεία, το οποίο προσέφερε σημαντική ελάφρυνση της δανειακής τους επιβάρυνσης. Το μέτρο προστάτευσε τους δανειολήπτες από τις επιπτώσεις των διαδοχικών αυξήσεων των επιτοκίων, στηρίζοντας την οικονομική σταθερότητα νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενώ ενίσχυσε τη σχέση εμπιστοσύνης των τραπεζών με τους πελάτες τους.
Προκειμένου οι τράπεζες να επιτελέσουν τον σημαντικό ρόλο τους στην ελληνική οικονομία, η ανάταξη και η ανακεφαλαιοποίηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος μετά την κρίση χρέους υπήρξαν καταλυτικές, διασφαλίζοντας παράλληλα τις καταθέσεις των πολιτών.
Στην κορύφωση της κρίσης, το τραπεζικό σύστημα βρισκόταν στα πρόθυρα κατάρρευσης:
- Το ήμισυ του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών ήταν μη εξυπηρετούμενο, με τα “κόκκινα” δάνεια στις μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις να υπερβαίνουν το 60-65%.
- Χρειάστηκαν αρκετοί γύροι ανακεφαλαιοποιήσεων προκειμένου να καλυφθούν οι ζημιές από το PSI και τις ανορθολογικές πολιτικές του πρώτου εξαμήνου του 2015, αλλά και να επιτευχθεί η πλήρης εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
- Σε αρκετές τράπεζες εφαρμόστηκαν μέτρα εξυγίανσης και τέθηκαν εκτός αγοράς, οδηγώντας σε σημαντική συγκέντρωση του συστήματος.
- Χωρίς πρόσβαση στις αγορές και με μεγάλες εκροές καταθέσεων, ιδίως το 2015, οι τράπεζες στηρίζονταν στον μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (Emergency Liquidity Assistance – ELA) προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες τους.
- Εν τέλει, ο χειρότερος εφιάλτης ενός κεντρικού τραπεζίτη και επόπτη τραπεζών δυστυχώς πραγματοποιήθηκε. Η επιβολή τραπεζικής αργίας και περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και τις αναλήψεις μετρητών προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα ολοκλήρωσε το σκηνικό της κρίσης, αναδεικνύοντας την ανάγκη για αποφασιστικές παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις. Ο χειρισμός όμως αυτής της κατάστασης από τους υπηρεσιακούς μηχανισμούς της Τράπεζας της Ελλάδος και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ήταν υποδειγματικός, και συνέβαλε στην ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας εκείνη τη δύσκολη περίοδο.
Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν, τόνισε ο Γιάννης Στουρνάρας.
Και συνέχισε: Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σήμερα είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης δεκαετίας:
- Πρώτον, σημειώθηκε σημαντική πρόοδος στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), με σωρευτική μείωση κατά 93,5% (περίπου 100 δισεκ. ευρώ) από τον Μάρτιο του 2016. Κομβικό ρόλο είχε το πρόγραμμα “Ηρακλής”, που διευκόλυνε την πώληση “κόκκινων” δανείων άνω των 50 δισεκ. ευρώ μέσω της παροχής κρατικών εγγυήσεων στα υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας ομόλογα τιτλοποιήσεων δανείων. Τον Σεπτέμβριο του 2024, ο δείκτης ΜΕΔ ανήλθε στο 4,6%, το χαμηλότερο επίπεδο από την ένταξη της Ελλάδος στο ευρώ, παραμένοντας όμως υψηλότερος από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (2,3%).
- Δεύτερον, η εξυγίανση των ισολογισμών, η αύξηση των επιτοκίων και η πιστωτική επέκταση από το 2022 και έπειτα, στήριξαν τα καθαρά έσοδα των ελληνικών τραπεζών. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διευρύνθηκε, κυρίως λόγω της ανατιμολόγησης δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες αντλούν το 80% των λειτουργικών τους εσόδων από τόκους, έναντι 60% για τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ τα έσοδα από προμήθειες – παρά τις ευρέως διαδεδομένες ανακρίβειες που επικρατούν στον δημόσιο διάλογο – αποτελούν μόλις το 17%, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη και έναντι μέσου ποσοστού 29% στην ΕΕ.
- Η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της αύξησης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου, που ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό αποδίδεται, αφενός, στο γεγονός ότι τα δάνεια στην Ελλάδα έχουν κατά κύριο λόγο κυμαινόμενα επιτόκια, επιτρέποντας την άμεση αφομοίωση των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ. Αφετέρου, η σχετικά περιορισμένη μετακύλιση των αυξήσεων στα επιτόκια καταθέσεων εξηγείται από την υψηλή ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος και τον υψηλό βαθμό συγκέντρωσής του, καθώς και από τη δομή της καταθετικής βάσης, όπου κυριαρχούν λογαριασμοί όψεως και ταμιευτηρίου με χαμηλά υπόλοιπα.
- Επιπλέον, οι τράπεζες μείωσαν σημαντικά τα λειτουργικά τους έξοδα, επιτυγχάνοντας δείκτη κόστους προς έσοδα καλύτερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity – ROE) ξεπερνά το 10%.
- Η βελτίωση της κερδοφορίας και ενέργειες όπως η έκδοση κοινών μετοχών και άλλων τίτλων που προσμετρούνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια, καθώς και οι συνθετικές τιτλοποιήσεις, στήριξαν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Το Σεπτέμβριο του 2024, ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ανήλθε σε 19,4%. Ωστόσο, η ποιότητα των κεφαλαίων παραμένει χαμηλή, με το ήμισυ των κοινών κεφαλαίων της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 –- CET1) να έχουν τη μορφή οριστικών και εκκαθαρισμένων φορολογικών απαιτήσεων (Deferred Tax Credit – DTC). Οι τράπεζες σχεδιάζουν να χρησιμοποιήσουν μέρος της προσδοκώμενης υψηλής κερδοφορίας τους για την ταχύτερη απόσβεση των DTC σε περίπου 10 έτη, βελτιώνοντας την ποιότητα των κεφαλαίων.
- Ταυτόχρονα, οι τράπεζες διαθέτουν άφθονη ρευστότητα, με εποπτικούς δείκτες άνω των ελάχιστων ορίων, λόγω της αύξησης των καταθέσεων τα τελευταία έτη και της πλήρους πρόσβασης στις αγορές, μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Ο μέσος δείκτης δανείων προς καταθέσεις παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και ο μέσος δείκτης κάλυψης ρευστότητας καταγράφει πολύ καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τις υποχρεωτικές εποπτικές απαιτήσεις, παρά τη μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα (λόγω της αποπληρωμής πράξεων TLTRO).
- Η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των σημαντικών τραπεζών, με την έλευση αξιόπιστων θεσμικών επενδυτών, ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2024 και αποτέλεσε κομβικό σημείο για το τραπεζικό σύστημα, σηματοδοτώντας την επάνοδό του στην κανονικότητα. Αυτό ενίσχυσε την πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων, προσέλκυσε επενδύσεις και διευκόλυνε τη χρηματοδότηση υγιών επενδυτικών σχεδίων, αναδεικνύοντας την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος. Ταυτόχρονα, η επιστροφή των σημαντικών τραπεζών σε αμιγώς ιδιωτικό ιδιοκτησιακό καθεστώς προσφέρει ευρύτερα οφέλη στην ελληνική οικονομία, διότι ενισχύει τη ρευστότητα και την αποτελεσματικότητα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και διανοίγει ευκαιρίες για άμεσες επενδύσεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα.
- Τέλος, πρόσφατα επετεύχθη ουσιαστικά και η εξυγίανση των λιγότερο σημαντικών τραπεζών στην Ελλάδα, μέσω της συγχώνευσης των τραπεζών Αττικής και Παγκρήτιας, της ένταξής τους στο πρόγραμμα “Ηρακλής” και της κεφαλαιακής τους ενίσχυσης μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Η δημιουργία του λεγόμενου “Πέμπτου Πόλου” αφενός αντιμετώπισε αποτελεσματικά μια χρόνια εκκρεμότητα που απειλούσε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αφετέρου αποτελεί καταλύτη για την αύξηση του ανταγωνισμού στον τραπεζικό τομέα και τη συνακόλουθη βελτίωση των προσφερόμενων υπηρεσιών σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Σήμερα, οι τράπεζες έχουν ανακτήσει τη σταθερότητά τους και στηρίζουν την οικονομία μέσω της πιστωτικής επέκτασης. Το Δεκέμβριο του 2024, η συνολική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε κατά 8,9% σε ετήσια βάση, με την επιχειρηματική πίστη να αυξάνεται κατά 13,8%, ενώ ο ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης προς τα νοικοκυριά έγινε λιγότερο αρνητικός και έφθασε στο -0,5%. Βασικός μοχλός της επιχειρηματικής πίστης είναι οι πόροι του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ). Αντίθετα, η στεγαστική πίστη επηρεάζεται αρνητικά από τις υψηλές τιμές των ακινήτων και τα αυξημένα επιτόκια, παρά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος. Στις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, η βελτίωση της συμμόρφωσης με τα πιστοδοτικά κριτήρια θα αποτελέσει καταλύτη για αποτελεσματικότερη πρόσβαση στην χρηματοδότηση. Σε γενικές γραμμές, οι προοπτικές παραμένουν θετικές, με την επιχειρηματική πίστη να παραμένει ισχυρή και το επόμενο διάστημα, υποστηριζόμενη από την ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, τη διαθεσιμότητα των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων και την υποχώρηση των επιτοκίων», είπε ο Γιάννης Στούρναρας.
Στουρνάρας: Oι προοπτικές και οι προκλήσεις του ελληνικού τραπεζικού τομέα
Όπως πρόσθεσε ο Γιάννης Στουρνάρας, «στο σημείο αυτό, θα ήθελα να κάνω μια συνοπτική αναφορά στις προοπτικές και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα ο ελληνικός τραπεζικός τομέας:
- Οι προοπτικές του τραπεζικού τομέα εξαρτώνται από τη μακροοικονομική πορεία της χώρας, η οποία επηρεάζεται από τις διεθνείς εξελίξεις. Τυχόν επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών, εν μέσω γεωπολιτικών ή άλλων αναταράξεων, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στην Ελλάδα.
- Η κερδοφορία των τραπεζών πρέπει να ενισχυθεί περαιτέρω, καθώς επέστρεψαν σε υγιή οργανική κερδοφορία το 2022, έπειτα από επτά έτη ζημιών λόγω κυρίως των υψηλών προβλέψεων για τον μεγάλο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η βελτίωση της κερδοφορίας θα ενισχύσει τα εποπτικά κεφάλαια και θα βελτιώσει την ποιότητά τους, συμβάλλοντας στην ταχύτερη απόσβεση των DTC. Η ενίσχυση του δείκτη CET1 είναι αναγκαία συνθήκη για περαιτέρω αναβαθμίσεις της οικονομίας εντός της επενδυτικής κατηγορίας, καθώς η υγεία του τραπεζικού συστήματος αποτελεί βασικό κριτήριο αξιολόγησης από τους διεθνείς οίκους.
- Η υψηλή εξάρτηση από έσοδα τόκων καθιστά τις ελληνικές τράπεζες πιο ευάλωτες σε περιόδους μείωσης των επιτοκίων. Αντίδοτο αποτελεί η διεύρυνση του δανειακού χαρτοφυλακίου και η περαιτέρω αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, καθώς και η ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες, όπως για παράδειγμα η ενίσχυση των εσόδων από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και τα τραπεζοασφαλιστικά προϊόντα.
- Ο μεγάλος όγκος ληξιπρόθεσμων οφειλών από μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το φορολογικό καθεστώς που επιτρέπει σε ορισμένους ελεύθερους επαγγελματίες να δηλώνουν χαμηλά κέρδη (για να μειώσουν τη φορολογική τους επιβάρυνση) περιορίζουν την πρόσβασή τους στον τραπεζικό δανεισμό. Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του υψηλού ιδιωτικού χρέους, η εντατικοποίηση των προσπαθειών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η αναδιάρθρωση της δομής της ελληνικής επιχειρηματικότητας – όπως η αύξηση του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων – αποτελούν κρίσιμες παρεμβάσεις που θα συμβάλουν στην ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης. Ταυτόχρονα, παραμένει η πρόκληση οριστικής εκκαθάρισης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και σύγκλισης του δείκτη ΜΕΔ με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
- Νέες προκλήσεις που προσφάτως έχουν αναδυθεί, όπως η κλιματική κρίση και ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων, χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Επισημαίνεται ότι ο εν λόγω κίνδυνος συνδέεται στενά με τις γεωπολιτικές εντάσεις και συνεπώς η αποτελεσματική αντιμετώπισή του απαιτεί συνεργασία σε διεθνές επίπεδο και περαιτέρω διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων που προκύπτουν για το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι τράπεζες θα πρέπει να επενδύσουν πόρους, φυσικούς και ανθρώπινους, για να αποκτήσουν ψηφιακή ανθεκτικότητα (digital resilience).
- Τέλος, η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από την προώθηση μεταρρυθμίσεων σε επίπεδο ΕΕ. Η δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης των καταθέσεων (European Deposit Insurance Scheme – EDIS) κρίνεται απαραίτητη για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταθετών, ιδίως σε περιόδους κρίσεων. Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης με τη θέσπιση ενός κοινού πλαισίου διαχείρισης κρίσεων και ασφάλισης των καταθέσεων (Crisis Management and Deposit Insurance – CMDI) θα διευκολύνει την ενοποίηση του ‒ σήμερα κατακερματισμένου ‒ τραπεζικού τομέα στην ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, η υλοποίηση των προτάσεων που περιλαμβάνονται στην πρόσφατη έκθεση Draghi εκτιμάται ότι θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του τραπεζικού τομέα, ενώ θετικά αξιολογούνται και διασυνοριακές πρωτοβουλίες για τη δημιουργία τραπεζικών σχημάτων με κρίσιμο μέγεθος ώστε να είναι ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο.
Ο ρόλος των τραπεζών στην οικονομική ανάπτυξη είναι αδιαμφισβήτητος. Καθώς πορευόμαστε προς έναν όλο και πιο διασυνδεδεμένο και ψηφιακό κόσμο, η δυνατότητα των τραπεζών να διαμορφώσουν ένα πιο ευημερούν και βιώσιμο μέλλον δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερη. Όπως ήδη ανέφερα, η σχέση ευρωστίας του τραπεζικού τομέα και ευρωστίας της οικονομίας είναι άμεση και αμφίδρομη. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα», συμπλήρωσε.
Διαβάστε επίσης
Αμυντικές δαπάνες: Άνω των 112 δισ. ξόδεψε η Ελλάδα από το 2008
Γιατί φεύγουν οι εργολάβοι από το Ελληνικό
Μπλε τιμολόγια: Τι θα κρίνει τη μαζικότερη στροφή των καταναλωτών