THEPOWERGAME
Τον σχεδιασμό στα επιτόκια της ΕΚΤ για τους επόμενους μήνες παρουσίασε η Κριστίν Λαγκάρντ, επαναλαμβάνοντας ότι οι επόμενες κινήσεις θα είναι προσεκτικές. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου την Πέμπτη (18/7) η Κριστίν Λαγκάρντ δέχτηκε ερωτήσεις για το πότε η ΕΚΤ θα προχωρήσει στη δεύτερη μείωση επιτοκίων.
Είχε προηγηθεί η απόφαση να διατηρηθούν αμετάβλητα τα επιτόκια στο 3,75% -εξέλιξη που είχε προεξοφληθεί από τις αγορές, με τους επενδυτές να κυκλώνουν τον Σεπτέμβριο για την επόμενη μείωση. Όπως είπε η Κριστίν Λαγκάρντ, ο πληθωρισμός, αλλά και οι μισθοί, παραμένουν οι βασικές μεταβλητές στην εξίσωση της νομισματικής πολιτικής μέχρι να φύγει η χρονιά. Ωστόσο, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι παραμένουν και μπορούν να φέρουν ανατροπές, επηρεάζοντας την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας. Προβληματισμό και ανησυχία στο ΔΣ της ΕΚΤ συνεχίζουν να προκαλούν οι αυξημένες τιμές στα τρόφιμα, όπως και η κατάσταση στην ενέργεια, όπου παρατηρούνται σημαντικές αυξήσεις κυρίως στην περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Παράλληλα, η επικεφαλής της ΕΚΤ υπογράμμισε ότι παραμένει η δέσμευση του ΔΣ για αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στον στόχο του 2%. Προς αυτήν την κατεύθυνση θα κάνει ό,τι κριθεί απαραίτητο, ώστε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, ο οποίος καθορίζει μεταξύ άλλων και τις επόμενες κινήσεις στα επιτόκια. «Χρειάζεται προσοχή» σημείωσε, εξηγώντας ότι οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές εξακολουθούν να είναι υψηλές, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών είναι αυξημένος και ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει πάνω από τον στόχο του 2% και το πρώτο μισό του 2025.
Σε ερώτηση για το αν η επόμενη μείωση θα γίνει τον Σεπτέμβριο, όπως προεξοφλούν οι αγορές, απάντησε ότι «οι αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση». Και εξήγησε: «Το τι θα κάνουμε τον Σεπτέμβριο παραμένει ανοιχτό. Δεν υπάρχει ένα προκαθορισμένο μονοπάτι. Τα οικονομικά στοιχεία του Ιουνίου είναι ένας οδηγός, όμως χρειαζόμαστε περισσότερα για να αποφασίσουμε νέα μείωση στα επιτόκια».
Υποτονομική η ευρωπαϊκή ανάπτυξη το 2024
Εστιάζοντας στην ευρωπαϊκή οικονομία, η Κριστίν Λαγκάρντ ανέφερε ότι το ευρωπαϊκό ΑΕΠ συνεχίζει να αναπτύσσεται στο β’ τρίμηνο, με «χαμηλότερο ρυθμό» όμως σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο. Για το σύνολο του 2024 εκτίμησε ότι η ανάπτυξη στην Ευρώπη αναμένεται υποτονική. Αφού τόνισε ότι εξαγωγές και βιομηχανία παραμένουν αδύναμες, και η παραγωγικότητα διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα, υπογράμμισε ότι η ανάκαμψη τροφοδοτείται κυρίως από την κατανάλωση και την ενίσχυση του εισοδήματος ως απόρροια της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και των αυξήσεων στους μισθούς.
«Αναμένουμε ότι η ανάκαμψη θα υποστηριχθεί από την κατανάλωση, με κινητήρια δύναμη την ενίσχυση των πραγματικών εισοδημάτων που προκύπτει από τον χαμηλότερο πληθωρισμό και τους υψηλότερους ονομαστικούς μισθούς. Επιπλέον, οι εξαγωγές θα πρέπει να ανακάμψουν παράλληλα με την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης. Τέλος, η νομισματική πολιτική θα πρέπει να ασκεί μικρότερη αντίσταση στη ζήτηση με την πάροδο του χρόνου» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική, με περισσότερες νέες θέσεις απασχόλησης να δημιουργούνται το β’ τρίμηνο, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Ωστόσο, το κόστος εργασίας αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω βραχυπρόθεσμα, με τα κέρδη για τις επιχειρήσεις να μειώνονται. «Είναι κάτι που λαμβάνουμε υπ’ όψιν» σημείωσε, εκτιμώντας ωστόσο ότι οι αυξήσεις των μισθών θα μετριαστούν το 2025. «Το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε αμετάβλητο, στο 6,4% τον Μάιο, παραμένοντας στο χαμηλότερο επίπεδο από την αρχή του ευρώ. Η απασχόληση, η οποία αυξήθηκε κατά 0,3% το πρώτο τρίμηνο, υποστηρίχθηκε από την περαιτέρω αύξηση του εργατικού δυναμικού, το οποίο επεκτάθηκε με τον ίδιο ρυθμό» είπε.
Και διευκρίνισε: «Οι μισθοί εξακολουθούν να αυξάνονται με αυξημένο ρυθμό, αναπληρώνοντας την προηγούμενη περίοδο υψηλού πληθωρισμού. Οι υψηλότεροι ονομαστικοί μισθοί, παράλληλα με την αδύναμη παραγωγικότητα, έχουν συμβάλει στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, αν και επιβραδύνθηκε κάπως το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Λόγω του κλιμακωτού χαρακτήρα των μισθολογικών προσαρμογών και της μεγάλης συμβολής των εφάπαξ πληρωμών, η αύξηση του κόστους εργασίας θα παραμείνει πιθανότατα αυξημένη στο εγγύς μέλλον. Ταυτόχρονα, τα πρόσφατα στοιχεία για τις αμοιβές ανά εργαζόμενο ήταν σύμφωνα με τις προσδοκίες και οι τελευταίοι δείκτες ερευνών σηματοδοτούν ότι η αύξηση των μισθών θα μετριαστεί κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους. Επιπλέον, τα κέρδη συρρικνώθηκαν το πρώτο τρίμηνο, συμβάλλοντας στην αντιστάθμιση των πληθωριστικών επιδράσεων του υψηλότερου μοναδιαίου κόστους εργασίας, και τα στοιχεία των ερευνών υποδηλώνουν ότι τα κέρδη θα συνεχίσουν να περιορίζονται βραχυπρόθεσμα».
Παραμένει επίμονος ο πληθωρισμός
Για τον πληθωρισμό εκτίμησε ότι θα έχει φθάσει στον στόχο του 2% το β’ εξάμηνο του 2025, συμπληρώνοντας πως για το υπόλοιπο του 2024 η εκτίμηση είναι ότι θα κυμανθεί γύρω από τα τρέχοντα επίπεδα (2,5% τον Ιούνιο) «λόγω της ασθενέστερης αύξησης του κόστους εργασίας, των επιπτώσεων της περιοριστικής νομισματικής μας πολιτικής και της εξασθένησης της επίδρασης της προηγούμενης αύξησης του πληθωρισμού».
«Ο ετήσιος πληθωρισμός υποχώρησε στο 2,5% τον Ιούνιο, από 2,6% τον Μάιο. Οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 2,4% τον Ιούνιο -δηλαδή κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο σε σχέση με τον Μάιο- ενώ οι τιμές της ενέργειας παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητες» είπε. Και πρόσθεσε: «Τόσο ο πληθωρισμός των τιμών των αγαθών όσο και ο πληθωρισμός των τιμών των υπηρεσιών παρέμειναν αμετάβλητοι τον Ιούνιο, στο 0,7% και 4,1% αντίστοιχα. Ενώ, ορισμένα μέτρα του υποκείμενου πληθωρισμού αυξήθηκαν τον Μάιο λόγω έκτακτων παραγόντων, τα περισσότερα μέτρα είτε παρέμειναν σταθερά είτε υποχώρησαν τον Ιούνιο». Αναγνώρισε, όμως, ότι «ο εγχώριος πληθωρισμός παραμένει υψηλός».
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου η Κριστίν Λαγκάρντ καλωσόρισε τις κατευθύνσεις της Κομισιόν προς τα κράτη – μέλη για δημοσιονομική σταθερότητα και «βιώσιμους» προϋπολογισμούς, με έμφαση στη μείωση των ελλειμμάτων το 2025. «Η πλήρης και χωρίς καθυστέρηση εφαρμογή του αναθεωρημένου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ θα βοηθήσει τις κυβερνήσεις να μειώσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τους δείκτες χρέους σε σταθερή βάση» τόνισε.
Οι πέντε κίνδυνοι για την ευρωπαϊκή οικονομία
Αναφορικά με τους κινδύνους για την ευρωπαϊκή ανάπτυξη, απαρίθμησε τους ακόλουθους παράγοντες ως «πηγές αποσταθεροποίησης» της οικονομίας στην Ευρώπη:
- Ασθενέστερη παγκόσμια οικονομία
- Κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων μεταξύ των μεγάλων οικονομιών
- Πόλεμος στην Ουκρανία
- Εμπόλεμη ζώνη στη Γάζα που μπορεί να οδηγήσει σε γενίκευση του πολέμου στη Μέση Ανατολή
- Κλιματική αλλαγή και φυσικές καταστροφές, οι οποίες μπορούν να ασκήσουν ισχυρές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων.
«Η ανάπτυξη θα μπορούσε επίσης να είναι χαμηλότερη εφόσον οι επιπτώσεις της νομισματικής πολιτικής αποδειχτούν ισχυρότερες από τις αναμενόμενες» είπε ακόμη. Στον αντίποδα, όμως, «η ανάπτυξη στην Ευρώπη θα μπορούσε να είναι υψηλότερη εάν ο πληθωρισμός μειωθεί ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν και η αύξηση της εμπιστοσύνης και των πραγματικών εισοδημάτων σημαίνει ότι οι δαπάνες αυξάνονται περισσότερο από ό,τι αναμενόταν, ή εάν η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται πιο έντονα από ό,τι αναμενόταν».
«Οι εθνικές δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές θα πρέπει να στοχεύουν στο να καταστήσουν την οικονομία πιο παραγωγική και ανταγωνιστική, γεγονός που θα συμβάλει στην αύξηση της δυνητικής ανάπτυξης και στη μείωση των πιέσεων στις τιμές μεσοπρόθεσμα. Η αποτελεσματική, ταχεία και πλήρης εφαρμογή του προγράμματος “Next Generation EU”, η πρόοδος προς την ένωση των κεφαλαιαγορών και την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, καθώς και η ενίσχυση της ενιαίας αγοράς αποτελούν βασικούς παράγοντες που θα βοηθήσουν στην προώθηση της καινοτομίας και στην αύξηση των επενδύσεων στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση» εξήγησε.
Λιγότερα δάνεια στις επιχειρήσεις
«Η μείωση του βασικού επιτοκίου τον Ιούνιο μεταδόθηκε ομαλά στα επιτόκια της αγοράς χρήματος, την ώρα που οι ευρύτερες χρηματοπιστωτικές συνθήκες ήταν κάπως ασταθείς. Το κόστος χρηματοδότησης παραμένει περιοριστικό, καθώς οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων συνεχίζουν να λειτουργούν μέσω της “αλυσίδας μετάδοσης”. Το μέσο επιτόκιο των νέων δανείων προς τις επιχειρήσεις υποχώρησε στο 5,1% τον Μάιο, ενώ τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων παρέμειναν αμετάβλητα στο 3,8%» ανέφερε επίσης η Κριστίν Λαγκάρντ.
Και πρόσθεσε: «Τα κριτήρια για τα δάνεια παραμένουν αυστηρά. Σύμφωνα με την τελευταία μας έρευνα τραπεζικών χορηγήσεων, τα πρότυπα για τη χορήγηση δανείων σε επιχειρήσεις αυστηροποιήθηκαν ελαφρώς το δεύτερο τρίμηνο, ενώ τα πρότυπα για τα ενυπόθηκα δάνεια υποχώρησαν μέτρια. Η ζήτηση των επιχειρήσεων για δάνεια μειώθηκε ελαφρώς, ενώ η ζήτηση των νοικοκυριών για στεγαστικά δάνεια αυξήθηκε για πρώτη φορά από τις αρχές του 2022. Συνολικά, η πιστωτική δυναμική παραμένει αδύναμη. Ο τραπεζικός δανεισμός προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αυξήθηκε με ετήσιο ρυθμό 0,3% τον Μάιο, οριακά μόνο σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης αυξήθηκε σε 1,6% τον Μάιο, από 1,3% τον Απρίλιο».
«Είμαστε αποφασισμένοι να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%. Θα διατηρήσουμε τα επιτόκια πολιτικής επαρκώς περιοριστικά για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Θα συνεχίσουμε να ακολουθούμε μια προσέγγιση που εξαρτάται από τα δεδομένα και από συνεδρίαση σε συνεδρίαση για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της διάρκειας του περιορισμού» κατέληξε η Κριστίν Λαγκάρντ.
Διαβάστε επίσης
Η “κατάρα” των Public και οι κεφαλαιακές εισφορές 430 εκατ. ευρώ
Pappu: Με δύναμη κι ορμή από το Περιστέρι
Ρεύμα: Ο οδικός χάρτης για τις επιδοτήσεις στα νοικοκυριά τον Αύγουστο