THEPOWERGAME
Θεσμικές… απαντήσεις στα ερωτήματα αναλυτών χρηματοοικονομικών οίκων για τις εξελίξεις στον εγχώριο τραπεζικό κλάδο δίνει με τη σειρά της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), καθώς οι διευκρινίσεις που ζητούνται με αφορμή τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου συνδυάζονται με τα επιμέρους πορίσματα των οικονομολόγων της κεντρικής τράπεζας.
Με την εικόνα για το πρώτο τρίμηνο του 2024 να αρχίζει να αποκαλύπτει την ομολογουμένως πολύ θετική πορεία των βασικών θεμελιωδών των ελληνικών τραπεζών, οι εγχώριοι και ξένοι οίκοι βάζουν στο μικροσκόπιο τους ισολογισμούς του τραπεζικού τομέα. Ήδη, μετά την πρεμιέρα της Τράπεζας Πειραιώς, τη σκυτάλη έλαβε η Εθνική Τράπεζα, για να κλείσει ο κύκλος των αποτελεσμάτων των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο (στις 16 Μαΐου ανακοινώνουν στοιχεία α’ τριμήνου η Alpha Bank πριν από το άνοιγμα του ΧΑ και η Eurobank στο κλείσιμο).
Εν τω μεταξύ, αυτές τις ημέρες έχουν σταλεί τα αιτήματα των ελληνικών συστημικών τραπεζών στη Φρανκφούρτη, προκειμένου ο SSM να τους δώσει το «πράσινο φως» για το μέρισμα, επιτρέποντας, έστω και συμβολικά, την επιστροφή στην κανονικότητα, δίνοντας αξία στον μέτοχο με την επιστροφή κεφαλαίου σε μια κλίμακα έως το 25% μάξιμουμ των περσινών κερδών.
Μέρισμα αλλά και εκδόσεις ομολόγων στο πλαίσιο των MREL υποχρεώσεών τους, καθώς και τρόποι αναπλήρωσης εσόδων από τόκους (που θα μειωθούν λόγω επικείμενης μείωσης επιτοκίων) είναι από τα πιο προσφιλή θέματα των χρηματοοικονομικών αναλυτών. Μεγάλοι οίκοι του εξωτερικού και σημαντικοί της ελληνικής αγοράς περιμένουν με ανυπομονησία τις απαντήσεις των CEO και CFOs κατά τη διάρκεια των τηλεδιασκέψεων που ακολουθούν τα επίσημα αποτελέσματα.
Κοινή συνισταμένη των τραπεζών, η προσέγγιση για την αντιστάθμιση των απωλειών από έντοκα έσοδα, με την ενεργοποίηση άλλων πηγών και τη διαφοροποίηση/διεύρυνση εσόδων. Κοινός άξονας, η πρόθεση για διανομή έστω και χαμηλότερου των προσδοκιών τους μέρισμα, κοινή η διάθεση για εκμετάλλευση ευκαιριών για εκδόσεις ομολόγων διάφορων κατηγοριών.
Τα μηνύματα της Τράπεζας της Ελλάδος
Πέριξ αυτών των επαφών τραπεζών με επενδυτές και αναλυτές, η Τράπεζα της Ελλάδος επιχειρεί τη δική της, συστημική και θεσμική, σύσταση. Το μήνυμα είναι απλό: η μερισματική πολιτική οφείλει να λάβει υπόψη την αυξημένη αβεβαιότητα και τις προκλήσεις που συνδέονται με το διεθνές περιβάλλον. Η δημιουργία επαρκών κεφαλαιακών αποθεμάτων αποτελεί σημαντική παράμετρο για την ευρωστία του τραπεζικού τομέα.
Εστιάζοντας στις προκλήσεις του τραπεζικού τομέα, η κεντρική τράπεζα αναφέρει μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα εξής: «Η διατήρηση της υφιστάμενης κερδοφορίας των τραπεζών και η ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης αποτελούν επίσης προκλήσεις. Η οργανική κερδοφορία των τραπεζών το 2023 ενισχύθηκε σημαντικά, κυρίως από τα καθαρά έσοδα τόκων, και οι δείκτες αποδοτικότητάς τους έχουν διαμορφωθεί σε υψηλό επίπεδο. Όταν στο πλαίσιο άσκησης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής αρχίσει η αποκλιμάκωση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά η οργανική τους κερδοφορία, ιδίως στην περίπτωση που οι τράπεζες δεν πετύχουν τους στόχους τους για την πιστωτική επέκταση. Η μειωμένη κερδοφορία θα επηρεάσει τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίου και βελτίωσης, μεσοπρόθεσμα, της ποιότητας των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών».
Και φυσικά, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η προτροπή για στήριξη της οικονομίας με εκταμιεύσεις νέων δανείων και διατήρηση πιστωτικής επέκτασης σε θετικό επίπεδο. Υπό το πρίσμα αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει τα εξής: «Προϋπόθεση για να επιτελέσουν τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα τον αναπτυξιακό τους ρόλο είναι να συνεχίσουν τις προσπάθειες για την περαιτέρω θωράκισή τους. Προτεραιότητες αποτελούν η συνέχιση της εξυγίανσης του ενεργητικού τους, καθώς και η ποσοτική και ποιοτική ενίσχυση των κεφαλαίων τους, διατηρώντας παράλληλα την κερδοφορία τους σε ικανοποιητικό επίπεδο. Οι τράπεζες έχουν επανεκκινήσει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, ενώ οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης θα τονωθούν και από τις εκταμιεύσεις των επιχειρηματικών δανείων που συνδέονται με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Ωστόσο, οι τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν να επενδύουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό (digitalisation) των εργασιών τους, προκειμένου να βελτιώσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πελάτες τους, αλλά και να μειώσουν το λειτουργικό κόστος. Οι νέοι κίνδυνοι που αναδύονται, όπως η κλιματική κρίση και οι κυβερνοεπιθέσεις (cyber attacks), πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη, καθώς υπάρχει δυσκολία στην αναγνώριση και ποσοτικοποίησή τους. Ως εκ τούτου, χρειάζεται επαγρύπνηση απ’ όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, προκειμένου να παραμείνει ο εγχώριος τραπεζικός τομέας σε τροχιά ανάπτυξης».