THEPOWERGAME
Κερδίζουν… χρόνο και έσοδα οι ελληνικές τράπεζες όσο η συζήτηση στη Φρανκφούρτη για την έναρξη της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων τροφοδοτείται με αντικρουόμενες απόψεις. Παρά τις όποιες διαφορές, οι αγορές, που σίγουρα βιάζονται, βλέπουν ως πιθανή την έναρξη των μειώσεων τον Ιούνιο.
Όσο η συζήτηση και οι αντικρουόμενες απόψεις για το πότε, το πόσο και το με ποια συχνότητα πληθαίνουν, τόσο οι ευρωπαϊκές τράπεζες κερδίζουν σταθερά και με τον ίδιο ρυθμό από πέρυσι, έσοδα από τόκους. Ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες, το περιθώριο κέρδους διευρύνεται περαιτέρω και λόγω της μη ανάλογης προσφοράς υψηλών επιτοκίων στις καταθέσεις, οπότε η ψαλίδα, όπως πιστοποιήθηκε και από τα στοιχεία της ΕΚΤ, παραμένει υψηλή ή μάλλον, υψηλότερη σε επίπεδο ευρωζώνης.
Μόνο από τόκους, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας (Εθνική, Eurobank, Alpha Bank, Πειραιώς) συγκέντρωσαν πέρυσι 8,1 δισ. ευρώ, όταν έναν χρόνο νωρίτερα, τα συνολικά έντοκα έσοδα της αγοράς ήταν 5,3 δισ. ευρώ. Εισέπραξαν δηλαδή 2,7 δισ. ευρώ επιπλέον έσοδα μόνο από τόκους, στοιχείο που παραπέμπει σε ετήσια αύξηση κατά σχεδόν 51%. Στη χρήση 2023, η Eurobank είχε έσοδα από τόκους 2,1 δισ. ευρώ, η Εθνική 2,2 δισ. ευρώ, η Πειραιώς 2 δισ. ευρώ και η Alpha Bank 1,6 δισ. ευρώ και στα νούμερα αυτά, προφανώς δεν συμπεριλαμβάνονται τα έσοδα από προμήθειες.
Χαρακτηριστικό είναι ότι στη σύγκριση των χωρών του Νότου, οι ελληνικές τράπεζες κερδίζουν πολύ περισσότερο διατηρώντας το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο στο υψηλό του 3,23%, όταν οι ισπανικές τράπεζες επωφελούνται με επιτοκιακό spread στο 2,18% και οι ιταλικές στο 2,18% . Μας προσεγγίζουν μόνο οι τράπεζες της Πορτογαλίας με καθαρό επιτοκιακό περιθώριο 3,13% και η απόσταση από την Κεντρική Ευρώπη, είναι πάνω από 2 μονάδες (1,17% στη Γερμανία).
Τα νέα αυτά ηχούν ευχάριστα για τους μετόχους, αλλά και για τους αναλυτές των χρηματοοικονομικών οίκων, που θέλουν πολλαπλασιασμό κερδών από παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες, δηλαδή έσοδα από τόκους και προμήθειες, όσο και αν αυτά δεν είναι καλά νέα για τους δανειολήπτες που θέλουν να λάβουν δάνειο. Για αυτό και εν προκειμένω για τη στεγαστική πίστη, η ζήτηση παραμένει καθηλωμένη και υποτονική, με την προσδοκία αναθέρμανσης όταν θα αρχίσει να εμπεδώνεται η μείωση των επιτοκίων.
Μείωση κόστους όμως, οι δανειολήπτες δεν θα δουν ουσιαστικό πριν το τέλος του έτους, όπου αναμένεται να έχουν συντελεστεί 3 ή το πολύ 4 μειώσεις της τάξεως του 0,25% κάθε φορά. Αν ισχύσει ο σημερινός «προγραμματισμός», το 0,25% του Ιουνίου θα συνοδευθεί από μια νέα μείωση κατά 0,25% στο τέλος του καλοκαιριού- αρχές φθινοπώρου και αναλόγως των δεδομένων θα κλιμακωθεί σταδιακά προς τη μονάδα.
Αυτός είναι και ο λόγος που προς το παρόν δεν θίγονται τα οργανικά κέρδη των τραπεζών, με τα έσοδα από τόκους να αναμένεται να αποφέρουν καρπούς, χωρίς σημαντική μεταβολή και απώλειες ως τα μέσα του φθινοπώρου. Οι Έλληνες τραπεζίτες έχουν διαβεβαιώσει τους αναλυτές των επενδυτικών οίκων ότι έως και 3 μειώσεις επιτοκίων (περίπου της τάξεως του 0,75%) δεν θα επηρεάσουν ουσιαστικά τη σημερινή εικόνα. Όχι ότι δεν θα χαθούν κεφάλαια, αλλά πρώτον θα είναι μικρού ύψους, αφού θα πρόκειται αρχικά για οριακές μειώσεις και δεύτερον, κάτι που αφορά τη συνέχεια της αποκλιμάκωσης τον επόμενο χρόνο, θα αντικατασταθούν από άλλες πηγές, για τις οποίες ήδη υπάρχει η σχετική πρόνοια. Όπως μεταξύ άλλων, από επανατιμολόγηση ομολόγων και swaps, από κινήσεις αντισταθμιστικές, από την εξοικονόμηση κόστους από το μέτωπο των καταθέσεων και φυσικά, από την προσδοκώμενη αύξηση της πιστωτικής επέκτασης.