THEPOWERGAME
Τις χαμηλότερες αποδόσεις της 20ετίας σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη προσφέρουν οι προθεσμιακές καταθέσεις στην Ελλάδα την τελευταία διετία. Ακόμη και μετά την άνοδο των επιτοκίων κατά 160 περίπου μονάδες βάσης, τα επιτόκια σε προσυμφωνημένες καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες φθάνουν κατά μέσο όρο το 1,8% για έως ένα έτος και το 1,82% για έως δύο έτη. Επίπεδα, σαφώς πιο βελτιωμένα από τα ποσοστά του 0,20% που διέθετε η συγκεκριμένη αγορά το φθινόπωρο του 2022.
Σήμερα, με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, το μέσο επιτόκιο καταθέσεων προθεσμίας είναι στο 1,80% για έως 12 μήνες και στο 1,82% για έως δύο έτη. Τον Σεπτέμβριο του 2022 ήταν μόλις 0,14% για καταθέσεις κλειδωμένες για 12 μήνες και 0,29% για πάνω από ένα χρόνο έως δύο έτη. Η απόδοση σε επίπεδο πάνω από 1% πρωτοεμφανίστηκε, μόνο για κλειδωμένες καταθέσεις άνω του 1 έτους, στο 1,03% και αυτό ήταν τον Ιανουάριο του 2023! Έκτοτε, με διάφορες αναπροσαρμογές, τα επιτόκια στις προθεσμιακές ανέβαιναν στις ελληνικές τράπεζες ως τα σημερινά επίπεδα, που με δεδομένο το 1,8% υπολείπονται σημαντικά του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Η πρόβλεψη της αγοράς ότι το μερίδιο των καταθέσεων προθεσμίας στο σύνολο κάθε κατηγορίας καταθέσεων θα έφτανε το 30%, δεν επετεύχθη τελικά, κάτι που πέραν του αποταμιευτικού κοινού επεδίωκε έντονα και το οικονομικό επιτελείο. Κάθε τράπεζα και διαφορετικό μερίδιο στην αγορά, αλλά πάνω- κάτω, οι προθεσμιακές από το 9-11% που ήταν πριν την αύξηση επιτοκίων, έφτασαν στο 18-20% εδώ και μήνες.
Ανεξαρτήτως της αιτίας αυτής της εικόνας -η αυξημένη ρευστότητα είναι ένας από αυτούς. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει και η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, όπου εξηγώντας το τι οδήγησε σε αυτό, αναφέρει τα εξής: «Ο μικρός βαθμός ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ στις καταθέσεις προθεσμίας οφείλεται και στις πολύ ικανοποιητικές συνθήκες ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες. Ως εκ τούτου, για πρώτη φορά από το 2003 το επιτόκιο των προθεσμιακών καταθέσεων στην Ελλάδα διαμορφώνεται από τα μέσα του 2022 σε επίπεδο χαμηλότερο από το αντίστοιχο μέσο επιτόκιο της ευρωζώνης».
Οι δείκτες ρευστότητας ενισχύθηκαν και παρέμειναν υψηλότεροι από τους αντίστοιχους της ευρωζώνης και μάλιστα τη μείωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα- και φυσικά αυτό είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα για την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά όμως, η αυξημένη παρουσία ρευστότητας δεν δημιουργεί καμία ανάγκη για τον τραπεζικό τομέα να… μειώσει τα έσοδά του, αφού τα επιτόκια καταθέσεων συνιστούν κόστος για τις τράπεζες. Σε μία πλήρη αντίθεση από την αρχή της οικονομικής κρίσης το 2008-2009 -και ευτυχώς δηλαδή γιατί τότε ήταν μια αναίτια και αναγκαία «σφαγή» των τραπεζών μεταξύ τους- οι τράπεζες σήμερα δεν πιέζονται να εξαντλήσουν τα περιθώρια κόστους τους για να προσελκύσουν νέους καταθέτες και να αυξήσουν επιμέρους μερίδια (όπως στις προθεσμιακές).
Συνολικά, οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες έφτασαν τα 194,8 δισ. ευρώ καταγράφοντας μια αύξηση κατά 5,9 δισ. ευρώ πέρυσι, σηματοδοτώντας το υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2011. Όμως και αυτή η αύξηση αντανακλά μια επιβράδυνση ρυθμού ανόδου, η οποία για τα νοικοκυριά εξηγείται ως ένας συνδυασμός:
- χαμηλότερου ρυθμού αύξησης του πραγματικού εισοδήματος (σύγκριση 2023/22)
- υψηλών καταναλωτικών δαπανών
- και φυσικά, πληθωρισμού.
Το θετικό είναι ότι παρά τις όποιες αντιξοότητες, ολοένα και αυξάνει το «ψαγμένο» αποταμιευτικό κοινό που αναζητεί καλύτερες αποδόσεις, κάνει έρευνα αγοράς και ανακαλύπτει και νέα προϊόντα ανάλογα το προφίλ του, με αποτέλεσμα να εντείνεται ακόμη περισσότερος ο ανταγωνισμός στην αγορά.