THEPOWERGAME
Θα μπορούσε να είναι case study, το πώς οι ελληνικές τράπεζες, ενώ συντήρησαν έναν θετικό ρυθμό πιστωτικής επέκτασης στη διετία του ανοδικού περιβάλλοντος επιτοκίων και παρά τις συνεχείς αυξήσεις, όχι μόνο δεν επιβάρυναν τα χαρτοφυλάκιά τους με νέα κόκκινα δάνεια, αλλά αντιθέτως τα μείωσαν.
Συνεχίζοντας σταθερά την πολιτική περαιτέρω εξυγίανσης, προς έναν ακόμη χαμηλότερο δείκτη NPE και με το μισό τραπεζικό σύστημα να οδεύει στο 3%, παράγοντες της αγοράς εκφράζουν την αισιοδοξία τους για τους επόμενους μήνες. Πέραν του ότι δεν βλέπουν νέες επισφάλειες, δεν ανησυχούν για την επόμενη μέρα, για την αλλαγή του status quo των επιτοκίων με την απαρχή ενός κύκλου αποκλιμάκωσης, που εν δυνάμει θα αναζωπυρώσει τη ζήτηση και θα στείλει σε δανεισμό όσους το είχαν αναβάλλει.
Οι μειώσεις επιτοκίων προφανώς και στοχεύουν στον περιορισμό περιπτώσεων επισφαλειών, αλλά ειδικά στην Ελλάδα, θα μπορούσε να λειτουργήσουν… αντίστροφα, λόγω της ιδιαιτερότητας της αγοράς, η οποία βέβαια ήταν ένας από τους παράγοντες για τους οποίους η άνοδος των επιτοκίων δεν έφερε νέα κόκκινα δάνεια. Είναι το μέτρο της προστασίας ενήμερων δανειοληπτών στεγαστικών δανείων με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο έχει θέσει πλαφόν στην άνοδο του euribor (στο 2,85% για όσα δάνεια στηρίζονται στο euribor 3 M ή στο 2,70% για euribor 1 Μ), λειτουργώντας ως ασπίδα και «φρένο» στην περαιτέρω αύξηση του κόστους χρηματοδότησης.
Το μέτρο αυτό βοήθησε τα μέγιστα για να αποτραπούν νέες επισφάλειες, αλλά θα άλλαζε τις ισορροπίες του ρίσκου και της εξυπηρέτησης της οφειλής, όταν οι δανειολήπτες θα έβγαιναν εκτός πλαισίου με τη λήξη του προγράμματος. Αυτό λοιπόν, που είναι και ένα από τα πάγια ερωτήματα των αναλυτών, δεν ισχύει για το άμεσο μέλλον, καθώς πάλι ενεργώντας proactively οι τράπεζες προχώρησαν σε παράταση του μέτρου ως το τέλος Απριλίου 2025 (για άλλον έναν χρόνο -για όσους είχαν ήδη δάνειο με κυμαινόμενο επιτόκιο έως 31/12/22).
Αυτομάτως, όταν οι δανειολήπτες αυτοί βγουν από το πέπλο προστασίας, θα έχουν πρώτον προχωρήσει αρκετά την εξυπηρέτηση του χρέους τους και θα βρεθούν αντιμέτωποι με επιτόκια πολύ πιο χαμηλά από το επίπεδο της πρώτης μείωσης, αν τελικά εισακουσθούν τα «περιστέρια» και οι μειώσεις ξεκινήσουν από Ιούνιο. Βγαίνοντας από το μέτρο, σε έναν χρόνο από σήμερα, οι συνθήκες θα είναι εκτός απροόπτου πολύ καλύτερες, με το κόστος χρηματοδότησης σαφώς πιο εκλογικευμένο.
Προσθετικά στον κύριο αυτόν παράγοντα που συνέβαλε στην εκτροπή νέων επισφαλειών (προφανώς υπάρχουν νέα κόκκινα αλλά σε ποσοστό πολύ χαμηλό, το οποίο συχνά υπερκαλύπτεται από τις αποπληρωμές) λειτούργησε το επίσης προληπτικό μέτρο της επιδότησης κατά το ήμισυ του τμήματος της ανόδου των επιτοκίων για τους ενήμερους, πλην όμως ευάλωτους δανειολήπτες. Όσοι αναζήτησαν την προστασία αυτού του μέτρου, έπρεπε να προσκομίσουν βεβαίωση ευαλωτότητας και να τηρήσουν τα εισοδηματικά κριτήρια (π.χ. ετήσιο εισόδημα 13.650 ευρώ για νοικοκυριό με 2 μέλη).
Ένας τρίτος παράγοντας ήταν η υποτονική ζήτηση που συγκράτησε το κοινό από το να εκτεθεί σε νέα δάνεια, σε μια συγκυρία ανόδου επιτοκίων, συχνά αναβάλλοντας τη χρηματοδότηση για την περίοδο χαμηλότερου κόστους ή αποπληρώνοντας με ίδια κεφάλαια, σε περίπτωση που διέθεταν ρευστότητα. Μία τάση που κυριάρχησε το 2022 και το 2023, σε έναν βαθμό «εμποδίζοντας» τις νέες εκταμιεύσεις να αναπτυχθούν, σε έναν άλλο βαθμό, περιορίζοντας τα φαινόμενα καθυστερήσεων και τελικά επισφαλειών.
Τα «κόκκινα» δάνεια δεν είναι μόνο στεγαστικά. Είναι εν πολλοίς και επιχειρηματικά. Η εικόνα και από αυτό το μέτωπο είναι πολύ θετική, με τις νέες ροές να διαμορφώνονται σε χαμηλά επίπεδα και να είναι εντός ελέγχου. Ένα βασικό κριτήριο που οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα, ήταν η αυστηρότητα των κριτηρίων και ο περιορισμός της χρηματοδότησης σε «μη γνώριμες» ΜμΕ. Την ίδια στιγμή, διάφορα στοχευμένα προγράμματα διευκολύνουν τον κλάδο (από Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, ΕΣΠΑ κλπ) ενώ υπάρχει στενή παρακολούθηση της πορείας των δανείων, ώστε να διατηρείται η πιστωτική επέκταση και σε αυτήν την «ευαίσθητη» αγορά των ΜμΕ.
Όσο για τους «τυχερούς» που έχουν πρόσβαση στο Ταμείο Ανάκαμψης, η κατάσταση είναι ακόμη πιο ελεγχόμενη, καθώς πέραν της ενδελεχούς αξιολόγησης του προφίλ πελατών, απαιτείται εν μέρει και ιδιωτική συμμετοχή στην -κατά τα άλλα- ευνοϊκή χρηματοδότηση.