THEPOWERGAME
Ξεκινά τη Δευτέρα η αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Τράπεζα Πειραιώς, σηματοδοτώντας τον δεύτερο γύρο εξελίξεων στις τράπεζες εντός του 2024. Το βράδυ του Σαββάτου συνεδρίασε το ΤΧΣ, προκειμένου να εγκρίνει την εισήγηση του συμβούλου, Bank of America, για το πλαίσιο της αποεπένδυσης (ποσοστό, τιμή και συμμετοχή επενδυτών από το εξωτερικό και την εγχώρια αγορά), ενώ σήμερα συνεδριάζει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για να εγκρίνει το Ενημερωτικό Δελτίο, ώστε να δημοσιευτεί και αύριο να ξεκινήσει η διαδικασία του placement του 27% των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς που κατέχει το ΤΧΣ.
Η επικείμενη πλήρης ιδιωτικοποίηση της Τράπεζας Πειραιώς, έπειτα από αυτές της Eurobank και της Alpha Bank, θα ανοίξει σύντομα τον διάλογο στην κυβέρνηση και για τη δεύτερη φάση της εξόδου του ΤΧΣ από την Εθνική Τράπεζα, με τη διάθεση του εναπομείναντος 18%. Η πλήρης έξοδος του ΤΧΣ αποκλείεται να γίνει πριν από τις ευρωεκλογές τον Ιούνιο, με το πιθανότερο σενάριο για το δεύτερο placement να είναι η περίοδος του φθινοπώρου, πριν από τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου. Νωρίτερα, όμως, το ΤΧΣ θα έχει προχωρήσει σε μερική αποεπένδυση από την Attica Bank, όπου ελέγχει ποσοστό 72%. Μέσα στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους θα πραγματοποιηθεί η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας και η συγχώνευσή της με την Παγκρήτια Τράπεζα, προκειμένου να δημιουργηθεί μία τράπεζα με ενισχυμένη ιδιωτική συμμετοχή (σύμφωνα με πληροφορίες, το ποσοστό του ΤΧΣ θα μειωθεί γύρω στο 33%), η οποία θα αποτελέσει τον πυρήνα του πέμπτου τραπεζικού πόλου στην ελληνική αγορά.
Ξετυλίγοντας το νήμα των τραπεζικών εξελίξεων, οι λεπτομέρειες για το placement του 27% των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς αποφασίστηκε να οριστικοποιηθούν μέσα στο Σαββατοκύριακο που διανύουμε, με κλειστά τα χρηματιστήρια Ευρώπης και ΗΠΑ, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι δεν θα επηρεαστεί η τιμή και η ζήτηση για τις προς διάθεση μετοχές. Πρόκειται για 337.599.150 μετοχές της Τράπεζας Πειραιώς, οι οποίες θα διατεθούν σε διεθνείς και εγχώριους επενδυτές μέσω βιβλίου προσφορών (ξεχωριστό για τη διεθνή και την ελληνική προσφορά) που θα «τρέξει» από τη Δευτέρα, 4 Μαρτίου έως την Τετάρτη, 6 του μηνός.
Η αγορά προετοιμάζεται για μία «επανάληψη» της εντυπωσιακής ανταπόκρισης της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας στο placement του 22% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας τον περασμένο Νοέμβριο. Τα roadshows σε διεθνείς επενδυτές που πραγματοποίησε η Τράπεζα Πειραιώς με τους συμβούλους της, UBS και Goldman Sachs, από τις αρχές του 2024, σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Παρίσι, αλλά και οι επαφές του ΤΧΣ και του συμβούλου αποεπένδυσης, Bank of America, έχουν διαπιστώσει πολύ ισχυρό ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών για τις μετοχές της Πειραιώς, προδιαγράφοντας υπερκάλυψη της προσφοράς κατά πολλές φορές. Το ενδιαφέρον αυτό επιβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε από τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων 2023 και των νέων επιχειρησιακών στόχων της Τράπεζας για την τριετία 2024 – 2026, που πιστοποιούν ότι η Τράπεζα Πειραιώς αποτελεί ένα από τα πιο επιτυχημένα turn around stories τράπεζας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με προοπτική αύξησης της ενσώματης λογιστικής της αξίας στα 8 δισ. ευρώ έως το 2026.
Στον ορίζοντα της τριετίας η Τράπεζα Πειραιώς αναμένει ετησίως καθαρά κέρδη της τάξεως του 1 δισ. ευρώ, με την κερδοφορία αυτή να είναι διατηρήσιμη και να επιτρέπει τη διανομή του 50% των κερδών από το 2025 και μετά ως μέρισμα στους μετόχους της. Ήδη, από το τρέχον έτος, η Τράπεζα θα επανέλθει στη διανομή μερίσματος μ’ ένα συντηρητικό μέρισμα (10% των κερδών του 2023, δηλαδή 80 εκατ. ευρώ το ποσό που θα διατεθεί ως μέρισμα), το οποίο θα ενισχυθεί στο 25% των φετινών κερδών για διανομή το 2025.
Η Διοίκηση της Τράπεζας έχει θέσει «ως πολύ ρεαλιστικό» στόχο καθαρά επιτοκιακά έσοδα 1,9 δισ. ευρώ φέτος, ενώ άλλες πτυχές του business plan της που έχουν ενθουσιάσει τους επενδυτές, είναι η άνοδος των ενήμερων δανείων τουλάχιστον κατά 5% ανά έτος, με ετήσια καθαρή πιστωτική επέκταση 1,6 δισ. ευρώ, η υποχώρηση του δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων περίπου σε 2,5% το 2026, η ισχυρή ρευστότητα (με δείκτη κάλυψης ρευστότητας στο 241% και δείκτη δανείων προς καταθέσεις στο 61%) και η αύξηση των υπό διαχείριση κεφαλαίων πελατών (στα 9,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2023, + 34% σε ετήσια βάση), ο χαμηλός δείκτης κόστους προς έσοδα (29%), αλλά και τα ισχυρά μερίδια της Τράπεζας στην εγχώρια αγορά.