THEPOWERGAME
Η ΕΚΤ θα διατηρήσει κατώτατο όριο στα επιτόκια της αγοράς, με το βλέμμα στραμμένο στη ζήτηση, αλλά εξετάζει να δώσει μεγαλύτερο ρόλο στις τράπεζες όσον αφορά τη διαχείριση της ρευστότητάς τους. Αυτό αναφέρει σε αποκλειστικό δημοσίευμά του το Reuters, όπως δήλωσαν τέσσερις πηγές στο πρακτορείο.
Όπως έγραψε το powergame.gr, στα μέσα του έτους περιμένουν οι αγορές να ξεκινήσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων, εγκαινιάζοντας την επιστροφή έπειτα από δύο χρόνια σε ένα περιβάλλον ευνοϊκότερου κόστους χρηματοδότησης. Παρά κάποιες πρόωρα αισιόδοξες προσδοκίες, που ήθελαν τις μειώσεις να ξεκινούν πολύ νωρίτερα, κάπου στο τέλος του πρώτου τριμήνου φέτος η ΕΚΤ δεν άφησε κανένα παρόμοιο ενδεχόμενο ανοιχτό στους «βιαστικούς» χρηματοοικονομικούς αναλυτές.
Θυμίζουμε ότι η ΕΚΤ διατήρησε τον περασμένο Ιανουάριο αμετάβλητα τα επιτόκια για τρίτη διαδοχική φορά, με τη μείωση επιτοκίων εντός του 2024 να έχει προεξοφληθεί από την πλειονότητα των traders, ωστόσο ερώτημα παραμένει πότε θα ξεκινήσει η διαδικασία και πόσες μονάδες βάσης θα κατέβει το κόστος δανεισμού την τρέχουσα χρονιά.
Η ΕΚΤ, όπως αναφέρει αποκλειστικά το Reuters, επανεξετάζει τον τρόπο με τον οποίο κατευθύνει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια, σε μια νέα εποχή στην οποία ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος και η τεράστια ποσότητα μετρητών που διοχετεύθηκε στο τραπεζικό σύστημα μέσω προγραμμάτων τόνωσης της οικονομίας την τελευταία δεκαετία δεν είναι πλέον απαραίτητη και μάλιστα δημιουργεί κάποιες ανεπιθύμητες «παρενέργειες».
Για μεγάλο μέρος των τελευταίων 10 ετών ο μηχανισμός ήταν απλός: η ΕΚΤ διατηρούσε τα επιτόκια στο μηδέν ή χαμηλότερα και πλημμύριζε τις τράπεζες με περισσότερα μετρητά απ’ όσα χρειάζονταν μέσω αγορών ομολόγων και δανείων, για να τις ενθαρρύνει να δανείζουν και να αναζωογονήσουν τον πληθωρισμό, που τότε ήταν πολύ χαμηλός. Αυτό αφαίρεσε την ανάγκη των τραπεζών να δανείζονται από την ΕΚΤ και καθήλωσε το επιτόκιο μιας ημέρας που χρεώνουν οι τράπεζες μεταξύ τους στο επιτόκιο που πληρώνει η ΕΚΤ για τις καταθέσεις.
Αυτό το πλαίσιο πρέπει να αλλάξει τώρα, που τα επιτόκια είναι πολύ πάνω από το μηδέν και οι τεράστιες ποσότητες πλεονάζοντος αποθεματικών είναι περιττές -και μάλιστα προκαλούν τεράστιες ζημίες στην ΕΚΤ και σε ορισμένες από τις 20 κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, που συναντήθηκαν στη Φρανκφούρτη την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα πάντα με το Reuters, συμφώνησαν ότι η ΕΚΤ θα επιμείνει σε ένα σύστημα «κατώτατου ορίου», όπου η κεντρική τράπεζα καθορίζει ουσιαστικά το χαμηλότερο επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες θα δανείζουν η μία την άλλη, δήλωσαν οι πηγές, υπό τον όρο της ανωνυμίας, επειδή οι διαβουλεύσεις είναι εμπιστευτικές.
Η σημαντική ανατροπή
Όμως υπάρχει μια σημαντική ανατροπή: η ΕΚΤ δεν θα αποφασίσει μόνη της πόση ρευστότητα θα παρέχει στο τραπεζικό σύστημα όταν θα έχει ολοκληρώσει την αποστράγγιση των πλεοναζόντων αποθεματικών σε μερικά χρόνια από τώρα, προσθέτουν οι πηγές.
Αντ’ αυτού, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συμφώνησαν ότι οι εμπορικές τράπεζες θα βοηθήσουν να καθοριστεί αυτό, δανειζόμενες τα αποθεματικά που χρειάζονται από την ΕΚΤ, σε μια παρόμοια λογική με αυτή που ακολουθεί η Τράπεζα της Αγγλίας
Για να διευκολυνθεί αυτό, η ΕΚΤ θα καταστήσει φθηνότερο για τις τράπεζες να δανείζονται, μειώνοντας το επιτόκιο στις εβδομαδιαίες δημοπρασίες μετρητών της, που σήμερα είναι στο 4,5%, και φέρνοντάς το πιο κοντά στο επιτόκιο καταθέσεων 4,0%, ανέφεραν οι πηγές.
Αυτός ο λεγόμενος «στενός διάδρομος» θα μειώσει την οικονομική ποινή και το στίγμα για τις τράπεζες που έχουν έλλειψη μετρητών, ιδιαίτερα στη μεταβατική φάση.
Oι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων συμφώνησαν επίσης ότι θα ανέχονταν κάποιες διακυμάνσεις στο βραχυπρόθεσμο επιτόκιο ευρώ (ESTR), το επιτόκιο αναφοράς στη διατραπεζική αγορά, γύρω από το επιτόκιο καταθέσεων της ίδιας της ΕΚΤ.
Αναμένουν να ανακοινώσουν αυτό το νέο πλαίσιο -γνωστό στην ορολογία της αγοράς ως «κατώτατο όριο βάσει της ζήτησης»- τον επόμενο μήνα, ενδεχομένως ήδη από τη συνεδρίαση της ΕΚΤ εκτός πολιτικής στις 13 Μαρτίου, πρόσθεσαν οι πηγές.
Προς το παρόν δεν προβλέπεται καμία αλλαγή για τα ελάχιστα υποχρεωτικά αποθεματικά των τραπεζών, τα οποία θα παραμείνουν στο 1% των καταθέσεων των πελατών. Ωστόσο, οι πηγές ανέφεραν ότι ορισμένοι μεμονωμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επιθυμούν μια τέτοια κίνηση και ενδέχεται να την προτείνουν. Οι πηγές πρόσθεσαν ότι εξακολουθεί να υπάρχει συζήτηση σχετικά με το πόσο μεγάλο θα πρέπει να είναι το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της ΕΚΤ και αν θα πρέπει να αποτελείται κυρίως από βραχυπρόθεσμους τίτλους ή και από τίτλους μεγαλύτερης διάρκειας.
Εκπρόσωπος της ΕΚΤ αρνήθηκε να σχολιάσει.
Προς το παρόν, η συζήτηση αυτή είναι κάτι περισσότερο από θεωρητική.
H EKT και τα ομόλογα 4,7 τρισ.
Η ΕΚΤ εξακολουθεί να κατέχει ομόλογα αξίας περίπου 4,7 τρισεκατομμυρίων ευρώ (5,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων), πράγμα που σημαίνει ότι ο τραπεζικός τομέας στο σύνολό του θα έχει περισσότερα αποθέματα απ’ όσα χρειάζεται μέχρι το 2029, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ίδιας της ΕΚΤ.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα των διαδοχικών προγραμμάτων αγοράς ομολόγων μέσω των οποίων η ΕΚΤ αύξησε μαζικά το ποσό των αποθεματικών στο τραπεζικό σύστημα για να καταπολεμήσει τον χαμηλό πληθωρισμό και τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19.
Η πρόεδρος της ΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε νωρίτερα αυτόν τον μήνα ότι η κεντρική τράπεζα θα συνεχίσει να έχει στον ισολογισμό της «έναν συνδυασμό ενός χαρτοφυλακίου ομολόγων, αλλά και δανειοδοτικών πράξεων διαφορετικών λήξεων».
H ΕΚΤ θα μπορούσε να μειώσει κατά το ήμισυ το απόθεμα ομολόγων της μέχρι τα μέσα του 2026
Ένα έγγραφο των υπηρεσιών της ΕΚΤ διαπίστωσε ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να μειώσει κατά το ήμισυ το απόθεμα ομολόγων της μέχρι τα μέσα του 2026, αλλά στη συνέχεια θα πρέπει να συνεχίσει τις αγορές, για να στηρίξει τον δανεισμό των τραπεζών προς την οικονομία.
Το επιτόκιο της ΕΚΤ επί των τραπεζικών καταθέσεων βρίσκεται επί του παρόντος σε υψηλό επίπεδο-ρεκόρ, αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι αναμένουν να αρχίσουν να το μειώνουν αργότερα φέτος.
Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ Isabel Schnabel ήταν η πρώτη που πρότεινε σε ομιλία της πέρυσι ότι η κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης θα μπορούσε να πάρει παράδειγμα από την Τράπεζα της Αγγλίας.