THEPOWERGAME
Μπορεί να απομένει η Moody’s για να αποδώσει από πλευράς της το investment grade στην ελληνική οικονομία, όμως οι τράπεζες της χώρας απολαμβάνουν ήδη τα εύσημα των ξένων οίκων, μ’ ένα νέο κύμα upgrade να είναι προ των πυλών.
Τόσο ως απόρροια της αναβάθμισης της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα από τέσσερις μέχρι σήμερα οίκους αξιολόγησης -με πιθανότητα το πολυπόθητο rating Baa3 από τη Moody’s τον Μάρτιο-, όσο από τα επιμέρους reports που αφορούν μεμονωμένα κάθε τραπεζικό όμιλο, τα μεγέθη και τις προοπτικές του, τα φώτα πέφτουν σίγουρα στην ελληνική τραπεζική σκηνή.
Αυτό αντανακλάται άμεσα στη θερμή υποδοχή που επιφυλάσσουν οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές σε κάθε είδους «εξωστρεφή» συναλλαγή του τραπεζικού τομέα, είτε αφορά πώληση μετοχών, είτε στρατηγική συνεργασία, είτε προσφυγή στις διεθνείς αγορές για άντληση κεφαλαίων. Οι ξένοι επενδυτές έχουν στραμμένο το βλέμμα στο πιστωτικό σύστημα της χώρας, παρακολουθώντας κάθε εξέλιξη και πρωτοβουλία και περιμένοντας το ιδανικό slot για να μπουν.
Όπως εξηγούν τραπεζικοί παράγοντες, αυτό το ένθερμο ενδιαφέρον, που έχει βάση στα πολύ καλά αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών (κάτι που θα αρχίσει να φαίνεται από αυτήν την εβδομάδα από τη δημοσίευση της χρήσης 2023 της Τράπεζας Πειραιώς και θα ολοκληρωθεί το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου), πέραν των θετικών προοπτικών για τη συνέχιση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της αγοράς, βρίσκει έδαφος στις χαμηλές αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών, που μεγιστοποιούν τα περιθώρια αποδόσεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σήμερα η πλειονότητα των ανθρώπων που «τρέχουν» τις τράπεζες θεωρούν ότι οι μετοχές είναι συγκριτικά με αυτά που αντιπροσωπεύουν υποτιμημένες, παρουσιάζοντας βέβαια, από την άλλη πλευρά, μια καλή ευκαιρία αγοράς.
Στη λογική αυτή της καλής συγκυρίας κινείται τόσο η κυβέρνηση, μέσω του οικονομικού επιτελείου, όσο και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο επίσημος φορέας που αποεπενδύει, με γνώμονα την όσο το δυνατόν καλύτερη εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου και κατ’ επέκταση των Ελλήνων φορολογουμένων (τηρουμένων πάντα των αναλογιών).
Το σχετικά πρόσφατο placement της Εθνικής Τράπεζας ανέβασε τον πήχη των προσδοκιών ψηλά, ή καλύτερα στο επίπεδο που τους πρέπει, και ενώ δεν υπάρχει συσχέτιση του ενός deal με το επόμενο, δεν μπορεί να μη δημιουργήσει μια αισιόδοξη ατμόσφαιρα. Τη σκυτάλη λαμβάνει άμεσα η Τράπεζα Πειραιώς, με όλη τη συγκυρία υπέρ της, για τη διάθεση ενός ποσοστού που δεν αποκλείεται να φτάσει τελικά έως το 27%, αν και σε πρώτη φάση μπορεί να περιοριστεί στο 20%-22%. Οι εξελίξεις το επόμενο δεκαήμερο αναμένονται ιδιαίτερα κρίσιμες, με τις διαδικασίες να τρέχουν από την επόμενη της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων, την Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου.
Και φυσικά, δεν είναι ήσσονος σημασίας τα αποτελέσματα των δύο πρώτων αποεπενδύσεων του ΤΧΣ, του ελάχιστου ποσοστού που επαναγόρασε η Eurobank και του 9% της Alpha Bank, που την οδήγησε και στον γάμο με τη Unicredit, με συνέργειες και οφέλη που πολλαπλασιάζουν τα έσοδα και το αποτύπωμά της, ειδικά σε asset management και bancassurance.
Αυτό που κοιτούν οι ξένοι επενδυτές, με εφαλτήριο την αύξηση των θέσεών τους στην ελληνική αγορά, είναι το γεγονός ότι πλέον οι ελληνικές τράπεζες έχουν δαμάσει το τέρας των «κόκκινων» δανείων σε μονοψήφια ποσοστά και μάλιστα στο 5% (και σταδιακά σπάζοντας το φράγμα αυτό σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα), έναντι NPE 30% μόλις το 2020. Την ίδια στιγμή παρουσιάζουν ανθεκτική οργανική ανάπτυξη και εστιάζουν στη δημιουργία κεφαλαίου.
Όπως σημειώνουν στις εκθέσεις τους διεθνείς οίκοι, οι ελληνικές τράπεζες αυξάνουν τον κύκλο εργασιών τους χωρίς να επιδεινώνεται το προφίλ κινδύνου, αποκτούν ευκολότερη και φθηνότερη πρόσβαση στις αγορές για άντληση κεφαλαίων, διαθέτουν υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ισχυρή κερδοφορία.