THEPOWERGAME
Στο μικροσκόπιο των αναλυτών μπαίνουν από την ερχόμενη εβδομάδα οι τραπεζικοί ισολογισμοί του 2023, με την Τράπεζα Πειραιώς να σηκώνει πρώτη την «αυλαία» των αποτελεσμάτων για το δ’ τρίμηνο και το σύνολο της περσινής χρήσης. Μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα έχουν δημοσιοποιήσει την εικόνα του 2023, με τη Eurobank και την Alpha Βank να έχουν «κλείσει» ραντεβού με τους αναλυτές για τις 7 Μαρτίου και την Εθνική Τράπεζα να κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, σχεδιάζοντας το οικονομικό ημερολόγιο για το 2024.
Κάνοντας την αρχή, η Τράπεζα Πειραιώς θα έχει το πρώτο μεταξύ των ελληνικών τραπεζών conference call με τους αναλυτές το απόγευμα της Πέμπτης (14 Φεβρουαρίου) και όλη η αγορά έχει ήδη στραμμένο το βλέμμα εκεί. Ο λόγος δεν είναι τόσο η αδημονία για τα κέρδη του 2023 -τα οποία αναμένεται να είναι εξαιρετικά καλά-, όσο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και η βροχή ερωτήσεων που αναμένεται να ακολουθήσουν την παρουσίαση της διοίκησης, παραμονές της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από την τράπεζα.
Τα σενάρια δίνουν και παίρνουν, χωρίς ακόμη να είναι σαφές το προς διάθεση ποσοστό. Η συγκυρία είναι αρκετά ευνοϊκή και για το εσωτερικό της χώρας, που απολαμβάνει τις συνέπειες της επενδυτικής βαθμίδας και στο εξωτερικό, όπου δεν έχουν συμβεί άλλα έκτακτα γεγονότα που σήμαναν συναγερμό στις αγορές. Όσο για τις ελληνικές τράπεζες, η ψήφος εμπιστοσύνης από τους ξένους είναι περισσότερο ορατή από ποτέ και αυτό αντανακλάται στα οικονομικά τους δεδομένα.
Με την ευκαιρία της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του δ’ τριμήνου 2023, η αγορά θα έχει την πλήρη εικόνα για το σύνολο του έτους, καταγράφοντας μια θετική χρονιά, αρκετά καλύτερη της προηγούμενης, για τις μεγάλες αλλά και τις μικρότερες τράπεζες (Attica, Παγκρήτια και φυσικά, Optima). Η κερδοφορία της περσινής χρήσης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα αυξημένα έσοδα από τόκους (και από προμήθειες), κάτι το οποίο ευνοήθηκε από το -ενός έτους και πλέον- ανοδικό επιτοκιακό περιβάλλον. Εξ ου και τώρα, εν όψει της συζήτησης για απαρχή μειώσεων επιτοκίων (πιθανότατα από το β’ εξάμηνο και μετά), οι αναλυτές επιμένουν στο πώς οι τράπεζες θα διαφοροποιήσουν τις πηγές εσόδων, καλύπτοντας το όποιο κενό προκύψει στην αύξηση των οργανικών εσόδων.
Τόκοι και προμήθειες έχουν συμβάλει τα μέγιστα, μέσα από τη διατήρηση μιας θετικής -αν και συγκρατημένης σε σχέση με το 2022- πιστωτικής επέκτασης (σε διψήφιο ποσοστό, παρά τον μικρότερο ρυθμό αύξησης), αλλά και μέσα από την ανάπτυξη εργασιών στο πλαίσιο του asset management και του wealth. Τομείς στους οποίους θα δώσουν ακόμη μεγαλύτερη έμφαση οι τράπεζες φέτος και προσεχώς, τόσο ικανοποιώντας μια συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για διαχείριση επενδύσεων όσο και σαν εναλλακτικό μονοπάτι αύξησης εσόδων, στο πλαίσιο της επικείμενης καθοδικής πορείας των επιτοκίων.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και τράπεζες που υστερούσαν στους τομείς διαχείρισης περιουσίας έκαναν… σημαντικό come back με προϊόντα που απευθύνονται και σε retail πελάτες, όπως είναι τα πιο «μαζικά» αμοιβαία κεφάλαια με ετήσιο μέρισμα, που έδωσαν στο αποταμιευτικό κοινό μέρισμα 3%, συν την όποια απόδοση από την πορεία της επένδυσης του αμοιβαίου, σε μια περίοδο που παρά την άνοδο των επιτοκίων, οι προθεσμιακές δεν προσέφεραν πάνω από το μισό του μερίσματος.
Μάλιστα, αυτά τα αμοιβαία, όπως και άλλα του ευρύτερου επενδυτικού κοινού, συν τις αγοραπωλησίες μετοχών και την αναθέρμανση της ζήτησης για μετοχές του ελληνικού χρηματιστηρίου, συνέβαλαν επίσης στο συνολικό έσοδο από προμήθειες. Την ίδια στιγμή, η παρουσία ρευστότητας στο σύστημα είναι εμφανής (τόσο στο σύνολο των καταθέσεων όσο και στους εξειδικευμένους δείκτες κάλυψης ρευστότητας LCR), εξ ου και η πιστωτική επέκταση μπορεί και αυτόνομα να υποστηριχθεί, αν και το μεγαλύτερο κίνητρο για νέες χρηματοδοτήσεις αποτελεί το Ταμείο Ανάκαμψης.
Στα «ατού» των ελληνικών τραπεζών, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, που παραμένουν ανταγωνιστικά υψηλοί, και η σημαντική πρόοδος που έχει επιτευχθεί στο μέτωπο των «κόκκινων» δανείων, με τις μεγάλες τράπεζες να λαμβάνουν η μία μετά την άλλη τη σκυτάλη του μονοψήφιου δείκτη NPE, σπάζοντας το φράγμα του 5% σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα.