THEPOWERGAME
Τη θετική της άποψη για τις ελληνικές τράπεζες διατηρεί η JP Morgan μετά το roadshow που διοργάνωσε στη Νέα Υόρκη. Όπως ανακοίνωσε, διατηρεί τη σύσταση overweight για τον ελληνικό κλάδο, κάνοντας λόγο για ευνοϊκό μακροοικονομικό πλαίσιο για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, καθαρούς ισολογισμούς, καλή πορεία ανάπτυξης δανείων και διαρθρωτικά θεμέλια των κερδών -συμπεριλαμβανομένων της υψηλής απόδοσης κόστους και της υψηλής εξυγίανσης της αγοράς- καθώς και βελτιωμένες προοπτικές για απόδοση κεφαλαίου. Όπως επισημαίνει η JP Morgan, οι οικονομικοί δείκτες σηματοδοτούν ανοδικές προοπτικές για το 2024, ιδιαίτερα σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ενώ οι τράπεζες θεωρούν ότι είναι σε καλή θέση να υπερασπιστούν τα ROTE, παρά τις προοπτικές χαμηλότερων επιτοκίων, με αναμενόμενη ανάκαμψη της αύξησης των δανείων, ισχυρή δημιουργία προμηθειών και χωρίς ενδείξεις υποβάθμισης της ποιότητας του ενεργητικού.
Παράλληλα, περιγράφει και τα πέντε θετικά σημεία-κλειδιά για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα.
Αυτά είναι τα πέντε θετικά σημεία-κλειδιά για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα, σύμφωνα με την JP Morgan:
- Ανάκαμψη της αύξησης χορηγήσεων δανείων στον ορίζοντα.
Έπειτα από μια δύσκολη χρονιά για τη χορήγηση των δανείων το 2023, λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και των μαζικών αποπληρωμών δανείων του εταιρικού τομέα -πλέον διαφαίνεται ανάκαμψη, με το τέταρτο τρίμηνο του 2023 να δείχνει πολλά υποσχόμενο. Οι τράπεζες προβλέπουν ετήσια αύξηση 4%-6% στα δάνεια καλής εκτέλεσης για τα επόμενα χρόνια, λόγω των εταιρικών επενδύσεων και της χρηματοδότησης που υποστηρίζεται από το RRF. Η χρηματοδότηση που σχετίζεται με το RRF αναμένεται να φτάσει τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024 ή περισσότερο από το 2% του ΑΕΠ, που θα διατεθεί κυρίως σε έργα φιλοξενίας, «πράσινης» μετάβασης και ανάπτυξης υποδομών. Οι επενδυτές των ΗΠΑ εστίασαν πολύ στην αδύναμη δυναμική των δανείων των νοικοκυριών και στις δυνατότητες μακροπρόθεσμης ανάκαμψης, ιδιαίτερα στην αγορά στεγαστικών δανείων, με ετήσιες εκταμιεύσεις 1-1,2 δισ. ευρώ, που εξακολουθούν να βρίσκονται μόλις στο 10% των προ κρίσης επίπεδα. Οι προσπάθειες των τραπεζών να εξορθολογίσουν τις διαδικασίες, σε συνδυασμό με κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όπως το ψηφιοποιημένο κτηματολόγιο και τα προγράμματα επιδότησης στεγαστικών δανείων, αναμένεται να ενισχύσουν τον δανεισμό από το 2025. - Πρόσθετες πιέσεις στα NII (έσοδα από τόκους) από τα προθεσμιακά επιτόκια αναμένεται να είναι μέτριες. Οι προοπτικές των NII των ελληνικών τραπεζών ήταν βασικό επίκεντρο των επενδυτών, καθώς ο αναπτυξιακός κύκλος, που καθοδηγείται από το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (ΝΙΜ) πλησιάζει στο τελικό στάδιό του. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένοι από τους ίδιους παράγοντες που οδήγησαν στην απότομη άνοδο του καθαρού εσόδου από τόκους του κλάδου (αύξηση 51% στο εννεάμηνο) ενδέχεται να φέρουν και πάλι πίεση, όταν ο κύκλος των επιτοκίων γυρίσει. Αν και τα οφέλη από τα υψηλότερα επιτόκια εξασθενούν, το μήνυμα από τις τράπεζες είναι ότι η ευαισθησία θα είναι μειωμένη λόγω της καλύτερης από την αναμενόμενη αύξηση των δανείων και τις ευνοϊκές τάσεις των καταθέσεων. Οι τράπεζες επενδύουν σε προϊόντα σταθερού επιτοκίου και επανεπενδύουν περιουσιακά στοιχεία που λήγουν με υψηλότερα επιτόκια -για παράδειγμα, η Alpha Bank έχει περίπου 5 δισ. ευρώ χρεογράφων που λήγουν έως το 2026, που θα επανεπενδύονταν με premium 1%-2% σε σχέση με τις τρέχουσες αποδόσεις.
- Η αλλαγή μοντέλου στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και την τραπεζοασφάλιση (bancassurance) προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία στην αγορά.
Οι ελληνικές τράπεζες είναι αισιόδοξες για την αύξηση των εσόδων από προμήθειες. Ιδιαίτερη έμφαση στο roadshow της JP Morgan δόθηκε στην αυξανόμενη διείσδυση στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και στις τραπεζοασφάλειες. Τα υπό διαχείριση ελληνικά περιουσιακά στοιχεία ανθούν με αξιοσημείωτη ετήσια αύξηση 10% τα τελευταία τρία χρόνια, ξεπερνώντας την Ευρώπη. Ωστόσο, το μέγεθος της αγοράς της Ελλάδας παραμένει μέτριο, ιδιαίτερα μικρότερο από αντίστοιχες αγορές, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, για λόγους που χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης εξάρτησης από το κράτος για ασφάλεια, τόσο για ασφάλιση υγείας όσο και για συντάξεις και του υψηλού κατακερματισμού στον τραπεζικό τομέα, που οδηγεί σε καλύτερα επιτόκια αποταμίευσης για προϊόντα καταθέσεων. Η ανάπτυξη καθοδηγείται από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, την ανάκαμψη από την οικονομική κρίση και τη βελτίωση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τις τεχνολογικές εξελίξεις, που διευρύνουν την προσβασιμότητα και τις υποστηρικτικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Στον ασφαλιστικό τομέα, ένα παράδειγμα είναι η εισαγωγή της υποχρεωτικής ασφάλισης περιουσίας για ορισμένες επιχειρήσεις, καθώς και οι φορολογικές εκπτώσεις για τα νοικοκυριά. Η Alpha Bank ήταν πρόθυμη να σημειώσει ότι, παρά το υψηλό ποσοστό ιδιοκτησίας (75%), μόνο το 15% των ελληνικών κατοικιών είναι ασφαλισμένο. Ποσοστό από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Η Alpha Bank τόνισε επίσης ότι πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη για τις τράπεζες για να αξιοποιήσουν αυτήν την ευκαιρία, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης των κατάλληλων πόρων και της εξέλιξης μοντέλων υποκαταστημάτων προς μια συμβουλευτική προσέγγιση, ενώ η τράπεζα πρόκειται επίσης να επωφεληθεί από την τεχνογνωσία της UniCredit, ιδιαίτερα σε προϊόντα εργοστάσια και τεχνολογία.
- Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ανθεκτική και το κόστος κινδύνου ομαλοποιείται κάτω από τις 50 μονάδες βάσης.
Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ισχυρή παρά τα υψηλότερα επιτόκια, υποστηριζόμενη από την ισχυρή μακροοικονομική δυναμική, τη χαμηλή εταιρική και οικιακή μόχλευση, καθώς και τα ανώτατα όρια επιτοκίων που προσφέρονται σε ευάλωτα νοικοκυριά. Στο εταιρικό χαρτοφυλάκιο, το οποίο περιλαμβάνει τα δύο τρίτα των συνολικών δανείων, οι τράπεζες ήθελαν να τονίσουν ότι η κερδοφορία του εταιρικού τομέα βρισκόταν σε υψηλό πολλών ετών. Όσον αφορά τα στεγαστικά δάνεια, η αύξηση της απασχόλησης και οι υψηλότεροι πραγματικοί μισθοί βελτιώνουν την οικονομική προσιτότητα των νοικοκυριών, ενώ οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών τόνισαν επίσης ότι τα περισσότερα από τα υπόλοιπα στεγαστικά δάνεια είναι παλιά, που έχουν επιβιώσει από την περίοδο της κρίσης και είναι διαρθρωτικά λιγότερο ευαίσθητα στις μεταβολές των επιτοκίων. Οι θύλακες κινδύνου περιλαμβάνουν δάνεια μικρών επιχειρήσεων και στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου που εκταμιεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά την περίοδο 2018-2020, τα οποία σύμφωνα με την Εθνική Τράπεζα ανέρχονται στο 8% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων της τράπεζας, αν και με ισχυρή κάλυψη και μέχρι στιγμής χωρίς σημάδια κινδύνου. Συνολικά, η Εθνική Τράπεζα στήριξε ότι το κόστος κινδύνου θα πρέπει να ομαλοποιηθεί περαιτέρω από τις σημερινά 70-80 μονάδες βάσης κάτω από 50 μονάδες βάσης τα επόμενα χρόνια. - Ισχυρό μήνυμα για την ανάπτυξη κεφαλαίων και την επιστροφή κεφαλαίου.
Οι ελληνικές τράπεζες φάνηκαν αισιόδοξες για τη διανομή μερίσματος από το 2024 για τα κέρδη του 2023, αναμένοντας την έγκριση και από τον SSM. Οι αρχικοί δείκτες πληρωμής μερισμάτων αναμένονται σε μέτρια επίπεδα, που κυμαίνονται από 10% για την Πειραιώς έως πάνω από 25% για τη Eurobank και την Εθνική, αλλά φαίνεται να αυξάνονται σταδιακά, φτάνοντας ενδεχομένως το 40%-50%. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρούς δείκτες κεφαλαίου αφετηρίας, ιδίως για την Εθνική και τη Eurobank, καθώς και την υψηλή οργανική δημιουργία κεφαλαίου που αναμένεται το διάστημα 2024-2026, η αντιμετώπιση του πλεονάζοντος κεφαλαίου γίνεται όλο και πιο σημαντική. Ενώ η Eurobank επικεντρώθηκε στις συνεχιζόμενες συγχωνεύσεις και εξαγορές στην Κύπρο, η Εθνική ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου ευκαιρίες συγχωνεύσεων και εξαγορών που να είχαν οικονομική λογική. Ως εκ τούτου, η τράπεζα θα επικεντρωθεί σε αγορές χαρτοφυλακίου καθώς και σε συνεργασίες για την ανάπτυξη κεφαλαίων. Ένας βασικός τομέας εστίασης είναι οι επανακτήσεις των δανειακών χαρτοφυλακίων (RPLs), που βρίσκονται επί του παρόντος στα χέρια των υπηρεσιών εξυπηρέτησης και των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, που πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης των NPEs, καθώς και η χρηματοδότηση για ανακτηθέντα περιουσιακά στοιχεία και την απόκτηση NPE, με το δυνητικό μέγεθος της αγοράς να εκτιμάται σε 20-40 δισ. ευρώ. Οι εξαγορές είναι επίσης ξεκάθαρα στο επίκεντρο, με την JP Morgan να αναφέρεται στον ισχυρισμό Έλληνα τραπεζίτη ότι ο SSM μπορεί να προτιμά τις εφάπαξ εξαγορές για βελτιστοποίηση πλεονάζοντος κεφαλαίου έναντι μιας υψηλότερης κανονικής πληρωμής μερίσματος βραχυπρόθεσμα. Η JP Morgan καταλήγει ότι αναμένει το 2024 επαναγορά 8% από την Εθνική σε σχέση με το υπόλοιπο 18% του μεριδίου του ΤΧΣ στην τράπεζα, ενώ η διοίκηση της Εθνικής τόνισε τα σχέδια επαναγοράς της που εξετάστηκαν αλλά δεν αφορούν αποκλειστικά στο μερίδιο του ΤΧΣ.