THEPOWERGAME
Μπορεί η πανδημία να σφράγισε το 2020 με ένα σοβαρό πλήγμα στην οικονομία και να χάθηκε μια σημαντική στροφή προς την πολυπόθητη ανάπτυξη, μπορεί να μην κερδίσουμε όλο το χαμένο έδαφος μέσα σε μια χρονιά, αλλά, οικονομολόγοι και τραπεζίτες είναι αισιόδοξοι για το come back της ελληνικής οικονομίας την προσεχή διετία. Προς την κατεύθυνση αυτή του αισιόδοξου σεναρίου και με σοβαρή επιχειρηματολογία, τοποθετείται ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς, κ. Ηλίας Λεκκός, τόσο για τις προοπτικές της οικονομίας γενικώς όσο και για τις προοπτικές του τραπεζικού συστήματος.
Το 2020, όπως λέει, για πρώτη φορά είδαμε να γίνεται θετικό το ισοζύγιο των καθαρών ροών στις επιχειρηματικές πιστώσεις, καθώς οι εκταμιεύσεις των νέων δανείων υπερέβησαν τις αποπληρωμές. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα φιλοδοξεί να χρηματοδοτήσει μετ’ επιτάσεως την οικονομική δραστηριότητα, συνυπολογίζοντας την αύξηση του συνόλου των καταθέσεων και τη συμβολή των ευρωπαϊκών προγραμμάτων χρηματοδότησης .Εν ολίγοις, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορέσουν για πρώτη φορά μετά το 2010 …να χρηματοδοτήσουν ουσιαστικά την οικονομία!
Στο μεταξύ, οι όροι χρηματοδότησης του ίδιου του ελληνικού Δημοσίου έχουν βελτιωθεί σημαντικά, από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα περιέλαβε τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, συνολικού ύψους 1,8 τρισ. ευρώ εκ των οποίων, ομόλογα αξίας 22 δισ ευρώ, αγόρασε η ίδια η ΕΚΤ στηρίζοντας την Ελλάδα και προκαλώντας ταχεία αποκλιμάκωση στις αποδόσεις των κρατικών τίτλων.
Λεκκός: Η Ελλάδα από τις βασικές ωφελημένες του Ταμείου Ανάκαμψης
Η Ελλάδα είναι πλέον από τις βασικές ωφελημένες αγορές του next generation EU, δηλαδή του Ταμείου Ανάκαμψης. Την επόμενη 7ετία, αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Ηλ. Λεκκός, θα επενδυθούν στην οικονομία μας περίπου 87 δισ. ευρώ, τόσο από εθνικούς πόρους, όσο και από ευρωπαϊκές πηγές. Συγκεκριμένα:
- 10 δισ. ευρώ θα προέλθουν από το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης
- 31 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα ανάκαμψης της Κομισιόν
- 21 δισ. ευρώ από τον κοινοτικό προϋπολογισμό
- 5 δισ. ευρώ από εθνική συμμετοχή
- ταυτόχρονα, άλλα 19 δισ. ευρώ θα εισπράξει η Ελλάδα σε επιδοτήσεις από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό.
Όλα αυτά συνηγορούν σε «όρους αλλαγής του παιχνιδιού» υπέρ της χώρας μας, όπως επισήμανε ο κ. Λεκκός, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας Πειραιώς, ο οποίος συνοψίζοντας συμπεραίνει ότι η εγχώρια οικονομία θα κληθεί να διαχειρισθεί κεφάλαια άνω των 110 δισ. ευρώ, τα επόμενα χρόνια, αρχής γενομένης από φέτος.
Η κυβέρνηση, προσθέτει, μιλάει για εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης, υπολογίζοντας σε 31 δισ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο και 57,5 δισ. ευρώ σαν εθνική συμμετοχή, συν άλλα 27 δισ. ευρώ από μόχλευση ιδιωτικών πόρων.
Λεκκός: Αισιοδοξία για την επόμενη μέρα
Είμαι αισιόδοξος για την επόμενη μέρα και για τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας, τονίζει ο ίδιος, ακόμη και αν – όπως διευκρινίζει – δεν γίνει πλήρη εκμετάλλευση των πόρων αυτών.
Με την πανδημία, η χώρα γύρισε πίσω 20 χρόνια, στο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας του 1998. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές υπηρεσιών και προϊόντων επλήγησαν , με τις υπηρεσίες να υφίστανται ασύμμετρο πλήγμα σε σχέση με άλλους κλάδους. Ενώ η κρίση επηρέασε στην αρχή συμμετρικά κάθε τομέα, η συμμετρία δεν τηρήθηκε. Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε στα «τάρταρα» ενώ η οικοδομική δραστηριότητα απογειώθηκε. Ακόμη και ο κλάδος της λιανικής , παρά την αφάνταστα μεγάλη πτώση που είχε πέρυσι, βαίνει καλύτερα.
Για φέτος αναμένονται μεν ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης, αλλά από του χρόνου οι ρυθμοί θα είναι πολύ υψηλότεροι και σε αυτό θα έχει…περιέργως συμβάλλει η ίδια η πανδημία που άλλαξε ορισμένα δεδομένα, όπως:
- Απελευθερώθηκε η οικονομία από τα «τιμωριτικά» πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% – 4,2%- ανασταλτικός παράγοντας για ανάπτυξη. Μετά τη λήξη της ρήτρας διαφυγής, θα περάσουμε σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% – 2% και έπειτα σε έλλειμμα, που θα μπορέσει να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη της παραγωγής
- Η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που θα πραγματοποιήσει τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης- πέραν του προβλεπόμενου 2% – θα είναι η Ελλάδα (λόγω των ανωτέρω, δηλαδή της στάσης της ΕΚΤ με την ποσοτική χαλάρωση και την αγορά ομολόγων, συνδυαστικά με τα προγράμματα χρηματοδότησης της Ευρώπης).