THEPOWERGAME
Με τέσσερις αναβαθμίσεις ανά χείρας (DBRS, S&P ,Scope Ratings, Fitch) και ευελπιστώντας ότι το 2024 θα φέρει την επενδυτική βαθμίδα και από τη… σκληροπυρηνική Moody’s, προετοιμάζεται η ελληνική οικονομία να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της νέας χρονιάς.
Ανεξαρτήτως επιπλέον αναβαθμίσεων – όσο περισσότερες τόσο το καλύτερο – οι πρόσφατες εξελίξεις οδηγούν το κόστος δανεισμού σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο. Μια πρώτη εκτίμηση, με τη σφραγίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, μιλάει για μείωση κόστους δανεισμού κατά 100 μονάδες βάσης στο χρηματοπιστωτικό τομέα.
Αυτό σημαίνει ότι νοικοκυριά και επιχειρήσεις έχουν να επωφεληθούν έως κατά μία μονάδα βάσης μείωση στα επιτόκια των δανείων τους, με προοπτικές, μεγαλύτερης ευελιξίας μέσα από μείωση spreads κατά περίπτωση και ανάλογα το προφίλ του πελάτη. Κάτι που ήδη οι τράπεζες διαπραγματεύονται σήμερα με τους πελάτες τους, σε corporate και retail, κυρίως στο πλαίσιο των νέων συμβάσεων αλλά και με παράθυρα ευκαιρίας για βελτίωση όρων, όπου μπορεί να υπάρχουν.
Ειδική μνεία για τις επιπτώσεις της επενδυτικής βαθμίδας στο κόστος δανεισμού κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος, στην ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική, φωτίζοντας τον αλυσιδωτό κύκλο από τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της ίδιας της οικονομίας, με τη μείωση των spreads στα ομόλογα, τη συνεπή μείωση του αντίστοιχου κόστους άντλησης χρήματος από τις ίδιες τις τράπεζες, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία και εν τέλει, τα οφέλη στον τελικό αποδέκτη, τον καταναλωτή, ιδιώτη ή επιχείρηση.
«Πρώτη και κύρια επίδραση θεωρείται ότι είναι μια μείωση στο κόστος δανεισμού του Δημοσίου, και ως άμεσο επακόλουθο, η μείωση του κόστους χρηματοδότησης για όλη την οικονομία μέσω του χρηματοπιστωτικού τομέα», επισημαίνεται σχετικά με την επενδυτική βαθμίδα να χαρακτηρίζεται ως «μια μόνιμη θετική διαταραχή που μειώνει το κόστος δανεισμού του χρηματοπιστωτικού τομέα κατά 100 μονάδες βάσης».
Η μείωση του κόστους χρηματοδότησης του χρηματοπιστωτικού τομέα επιτρέπει στις τράπεζες να περιορίσουν τα επιτόκια δανεισμού που προσφέρουν για τη χορήγηση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων και να αυξήσουν την προσφορά τραπεζικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία (δίαυλος κόστους τραπεζικής χρηματοδότησης).
Ακολούθως, τα νοικοκυριά αυξάνουν την κατανάλωσή τους, καθώς και τις επενδυτικές δαπάνες για κατοικία, ενώ οι επιχειρήσεις αυξάνουν τις δαπάνες τους για επενδύσεις κεφαλαίου, με αποτέλεσμα την άνοδο της αξίας του οικιστικού αλλά και του επιχειρηματικού κεφαλαίου.
Αυτά τα περιουσιακά στοιχεία χρησιμοποιούνται ως εμπράγματες εξασφαλίσεις για τη χορήγηση στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων, η αύξηση της αξίας τους έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων αντίστοιχα. Η μείωση των επισφαλειών των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ενισχύει την ποιότητα των τραπεζικών δανειακών χαρτοφυλακίων και την αξία των τραπεζικών κεφαλαίων, ενδυναμώνοντας έτσι τους ισολογισμούς τους, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία (δίαυλος τραπεζικών κεφαλαίων).
Παράλληλα, η βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών αυξάνει την πιστοληπτική ικανότητα των ίδιων των τραπεζών. Ενισχύεται έτσι η ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος και περιορίζονται οι κίνδυνοι για το τραπεζικό σύστημα. Την ίδια στιγμή, το επιτόκιο που απαιτούν οι καταθέτες για να εμπιστευθούν τις τράπεζες μειώνεται, συμπιέζοντας εκ νέου τα επιτόκια δανεισμού. Το γεγονός αυτό οδηγεί δευτερογενώς στην εκ νέου αύξηση της αποτίμησης των εμπράγματων εξασφαλίσεων, τη μείωση των επισφαλειών και την αύξηση της προσφοράς πιστώσεων προς την πραγματική οικονομία, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την οικονομική δραστηριότητα.
Από την άλλη πλευρά, η ΤτΕ διαπιστώνει ότι η μείωση των επιτοκίων δανεισμού είναι μικρότερη από τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, γεγονός που ενισχύει περαιτέρω την κερδοφορία και τα κεφάλαια των τραπεζών. Έτσι, αυξάνεται η ανθεκτικότητα τόσο του χρηματοπιστωτικού τομέα όσο και της πραγματικής οικονομίας, η οποία σταθεροποιείται περαιτέρω σε περίπτωση εξωγενών διαταραχών.