THEPOWERGAME
Ανάχωμα στον ανταγωνισμό ανάμεσα στις τράπεζες δημιουργεί η σταθερή συνιστώσα των αποδόσεων στις καταθέσεις, όπου τα επιτόκια, όσο κι αν διαφοροποιούνται μεταξύ τους, εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο μίνιμουμ πλαίσιο. Αποτέλεσμα αυτής της εικόνας είναι το συναλλασσόμενο κοινό να παραμένει απρόθυμο σε νέες μεταφορές κεφαλαίου, μεταπηδώντας από τη μία τράπεζα στην άλλη, προκειμένου να κερδίσει κάποια επιπλέον bps (μονάδα βάσης) έναντι της σημερινής του απόδοσης.
Είναι τόσο μικρό το εύρος διακύμανσης και τόσο καθηλωμένα τα επιτόκια καταθέσεων, που δεν υπάρχει κυνήγι θησαυρού και στην ουσία δεν λειτουργεί υπέρ του κοινού ο ανταγωνισμός. Ως πρώτη συνέπεια, με το Euribor να σκαρφαλώνει στο 4%, τα επιτόκια των δανείων να ακολουθούν στο 10% και 15% ανάλογα με την κατηγορία και των καταθέσεων να παίζει από 0,40%-1,70% (μάξιμουμ 2% και σε επιλεγμένες περιπτώσεις), οι τράπεζες έχουν χάσει το στοίχημα της αυτόματης ενίσχυσης του μεριδίου στις προθεσμιακές. Έναν χρόνο πριν η συζήτηση ήθελε το 17% μερίδιο κατά μέσο όρο της αγοράς να εκτινάσσεται στο 30%, με κάποιους πιο αισιόδοξους και φιλόδοξους στόχους να το ανεβάζουν στο 35%. Ανά τράπεζα τα μερίδια που κερδήθηκαν -διότι υπήρξε μια σχετική αύξηση μεριδίου- υπολείπονται του στόχου αυτού. Βέβαια, βελτίωση επί του ποσοστού που είχαν προ διετίας σαφώς υπήρξε.
Σήμερα τα κεφάλαια που παραμένουν κλειδωμένα σε προθεσμιακές είναι 36,2 δισ. ευρώ, επί συνόλου 144 δισ. ευρώ των καταθέσεων των νοικοκυριών και επί 189 δισ. ευρώ του συνόλου του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας (συμπεριλαμβανομένων επιχειρήσεων). Και τελικά… οι πιο κερδισμένοι είναι τα μεγάλα πορτοφόλια, αυτά που λαμβάνοντας και το ανάλογο ρίσκο μπορούν να… απολαύσουν τις αποδόσεις των επιλογών του asset management, όπου ακόμη και με τα έξοδα διαχείρισης, επιστρέφουν στον πελάτη σημαντικά υψηλές αποδόσεις. Εδώ, όμως, δεν τίθεται θέμα καταθέτη. Είναι εκτός συνόρων μιας απλής κατάθεσης. Εδώ η κουβέντα αφορά την επένδυση.
Στο πλαίσιο του εποπτικού της ρόλου, η Τράπεζα της Ελλάδος συχνά θίγει το θέμα της όξυνσης του ανταγωνισμού στο τραπεζικό σκηνικό. Επισημαίνει τις διαφορές (που μπορεί πράγματι να είναι και χαοτικές) με τις αποδόσεις άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών. Όχι βέβαια στο απλό ταμιευτήριο -που σε άλλα κράτη-μέλη οι καταθέτες μπορεί να καλούνται να πληρώνουν και έξοδα τήρησης ενός τέτοιου λογαριασμού, πρώτης ζήτησης όπως αποκαλείται. Όμως στην πλειονότητα, όταν κλειδώνεται διαθέσιμη ρευστότητα οι αποδόσεις είναι σημαντικά υψηλότερες των ελληνικών τραπεζών.
Ένα από τα συχνά παραδείγματα αφορούν τη διαφορά της πρότασης επί ενός συγκεκριμένου ποσού: ελληνικός συστημικός όμιλος προτείνει 0,60% έναντι 2,5% γνωστού ελβετικού οίκου, βέβαια για ποσά που δεν αφορούν τον μέσο πολίτη.
Για τα μικρά πορτοφόλια ενός μέσου νοικοκυριού οι καταθέσεις στην Ελλάδα είναι περισσότερο αντικίνητρο αποταμίευσης, παρά έναυσμα, και κυρίως χρησιμοποιούνται ως ασφαλές πορτοφόλι. Το 0,46% μέσο επιτόκιο σήμερα στις ελληνικές τράπεζες (1,77% για προθεσμίας έως 12 μηνών) δεν μπορεί με τίποτα να συγκριθεί με το 3,28% του μέσου όρου στις τράπεζες της Ευρωζώνης (τελευταία στοιχεία ΕΚΤ), που αφορά κλειδωμένες καταθέσεις με προσυμφωνημένη διάρκεια έως ενός έτους. Ειδικά όταν στα άλλα κράτη-μέλη δανείζονται για αγορά στέγης με μόλις 3,78% (με επιτόκιο σταθερό για 5 έως 10 έτη), όταν αντίστοιχα στην ελληνική αγορά το ανάλογο επιτόκιο είναι 4,42%.
Για τον απλό καταθέτη η καλύτερη λύση θα προέλθει από την όξυνση του ανταγωνισμού. Όσο διευρύνεται η αγορά, τόσο προς όφελος του μέσου πολίτη αποβαίνει. Προς αυτήν την κατεύθυνση οδηγούν οι εξελίξεις και από το 2024, τόσο με τη δημιουργία του πέμπτου τραπεζικού πόλου, όσο και με την είσοδο νέων παικτών στην αγορά, ψηφιακών ή μη.