THEPOWERGAME
«Ναι μεν αλλά…» είναι το μήνυμα του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννη Στουρνάρα, αναφορικά με την θέση σήμερα, αλλά και τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών. Μέσα στην πανδημία, οι ελληνικές τράπεζες ενίσχυσαν περαιτέρω την κεφαλαιακή τους επάρκεια, βελτίωσαν την παρουσία ρευστότητας και μείωσαν τα κόκκινα δάνεια. Σε συνδυασμό με τα μέτρα που ελήφθησαν που ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση κατάφεραν να αποτρέψουν τα χειρότερα τόσο όσον αφορά την οικονομική δραστηριότητα, όσο και τις κοινωνικές επιπτώσεις από την πανδημία.
Την ίδια στιγμή, ο κ. Στουρνάρας, κρούει καμπανάκι κινδύνου για τις επιπτώσεις σε νέα κόκκινα δάνεια, αναγνωρίζοντας ότι τελικά οι επιπτώσεις από την πανδημία θα φανούν στην πορεία… Όπως διευκρίνισε ο ίδιος, « τα σημάδια από την κρίση που προκάλεσε η πανδημία δεν είναι ακόμα πλήρως εμφανή στην πραγματική οικονομία τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ευρωζώνη και θα είναι ενδεχομένως πιο ορατά μετά την έξοδο από τα μέτρα στήριξης. Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα η επίπτωση αφορά κυρίως σε νέα ΜΕΔ καθώς και στην αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων».
Μιλώντας σήμερα στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, με θέμα «πορεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών από το 2010 μέχρι σήμερα- Προκλήσεις και προοπτικές», ο κ. Στουρνάρας, αφού περιέγραψε το σκηνικό των προκλήσεων, επικεντρώθηκε στα «αδύνατα» σημεία της αγοράς.
Ενδιαφέρον αποτελεί και ο συγκεκριμένος σχολιασμός στον οποίο προέβη ο κεντρικός τραπεζίτης, με αφορμή την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς, σε μία περίοδο όπου η τράπεζα προετοιμάζει διαδικαστικά το εγχείρημα, «βαλλόμενη» από τα πυρά της αντιπολίτευσης, κυρίως για το ρόλο του ΤΧΣ, που είναι βασικός μέτοχος κατά 61% στην Πειραιώς.
Για τον κ. Στουρνάρα η αύξηση επιβάλλεται, καθώς όπως ο ίδιος επί λέξει αναφέρει «Οι εποπτικές αρχές έχουν συναινέσει απολύτως στην απόφαση αυτή». Μάλιστα, ο ίδιος παίρνει θέση και για τη συμμετοχή του Ταμείου στην αύξηση, εκτιμώντας ότι είναι «εξίσου ιδιαιτέρως θετική εκτιμάται ότι είναι και η απόφαση περιορισμού του ποσοστού του ΤΧΣ σε μειοψηφικό ποσοστό (non-blocking minority) καθώς μόνο με αυτή τη συνθήκη εκτιμάται ότι μπορεί να επιτευχθεί η στήριξη της τράπεζας με ιδιωτικά κεφάλαια σε διατηρήσιμη βάση».
Η πανδημία και οι ελληνικές τράπεζες
Αναφερόμενος στις επιπτώσεις της covid στην εγχώρια αγορά, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, εκφράζει την ικανοποίησή του. Όπως τονίζει προς την Επιτροπή της Βουλής, «σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης, το ξέσπασμα της πανδημίας το Μάρτιο του 2020 βρήκε τις ελληνικές τράπεζες σε φάση ανάκαμψης από την προηγούμενη κρίση, έχοντας επιδείξει σημαντική βελτίωση σε αρκετούς τομείς».
Στο πλαίσιο αυτό, αναφέρθηκαν ενδεικτικά τα εξής σημεία:
- Οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε επίπεδα άνω του ελάχιστου ορίου, προχωρώντας και σε εκδόσεις τίτλων που προσμετρώνται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια.
- Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, όπου καταγράφηκαν τα υψηλότερα μεγέθη, έχει επιτευχθεί μείωση κατά 56% στο συνολικό ύψος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ). Σημαντική ήταν η μείωση στο καταναλωτικό (61%) αλλά και στο επιχειρηματικό (56%) χαρτοφυλάκιο, ενώ μετά τις πρόσφατες τιτλοποιήσεις βελτιώθηκε και η επίδοση στο στεγαστικό (μείωση 52%).
- Τα επίπεδα ρευστότητας βελτιώθηκαν σημαντικά, κυρίως λόγω της αύξησης των καταθέσεων. Συγκεκριμένα, οι καταθέσεις έχουν ανακάμψει κατά €43 δις (+33%) από το ιστορικά χαμηλό (€129,0 δις) του Ιουλίου του 2015 με τις τράπεζες να μηδενίζουν την εξάρτηση από τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA) και να πληρούν τον ελάχιστο εποπτικό δείκτη ρευστότητας
Ταυτόχρονα όμως – πρόσθεσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ελληνικές τράπεζες παρουσίαζαν ασθενέστερα οικονομικά μεγέθη συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, με την εικόνα αυτή να μην μεταβάλλεται κατά το υπόλοιπο του προηγούμενου έτους. Συγκεκριμένα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2020:
- Τα ΜΕΔ ανέρχονται σε σχεδόν 47 δις ευρώ σε ατομική και 58 δις σε ενοποιημένη βάση, με τους δείκτες ΜΕΔ ως ποσοστό των συνολικών δανείων να διαμορφώνονται σε 30,22% και 32,9% αντίστοιχα. Ο μέσος όρος για τα πιστωτικά ιδρύματα της Ε.Ε. για την ίδια περίοδο είναι μόλις 2,6%.
- Το ποσοστό κάλυψης των ΜΕΔ από προβλέψεις είναι 44%, και βρίσκεται σχεδόν στα ίδια επίπεδα με το μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά αρκετά χαμηλότερα από χώρες όπου εμφανίζουν υψηλούς δείκτες ΜΕΔ, όπως η Ιταλία, Πορτογαλία, κ.α.
- Ο μέσος Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ανέρχεται σε 16,6%, περίπου 3 μονάδες κάτω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, με την απόσταση να διευρύνεται άλλες δύο μονάδες περίπου, εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίπτωση από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ9).
- Παράλληλα, παραμένει άλυτο και μάλιστα επιδεινώνεται το σημαντικό πρόβλημα της διάρθρωσης των εποπτικών κεφαλαίων, μεγάλο μέρος των οποίων είναι με τη μορφή της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης (DTCs),
- Επίσης, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν έλλειμμα άνω των 10 δις σε σχέση με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL: προσοχή: αυτό το μέγεθος δεν αφορά σε εποπτικές κεφαλαιακές ανάγκες), το οποίο υποχρεούνται όμως να καλύψουν σε αρκετά μεγάλο διάστημα, δηλαδή εντός των επόμενων 4-5 ετών.
- Τέλος, πρέπει να σημειωθεί η διαρκώς αυξανόμενη έμμεση εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από το Ελληνικό Δημόσιο (bank sovereign nexus), σε συνέχεια της επέκτασης των εγγυήσεων του προγράμματος Ηρακλής καθώς και του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογίας στο ενεργητικό των τραπεζών.
Προκλήσεις
Ταυτόχρονα, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν σειρά από προκλήσεις οι οποίες είναι κοινές και για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης. Ενδεικτικά, θα ήθελα να αναφέρω:
- Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων (low interest rate environment) που σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποδοτικότητα κόστους επηρεάζει την κερδοφορία και τη δυνατότητα δημιουργίας κεφαλαίων. Για τις ελληνικές τράπεζες, αρνητικά επιδρά επίσης και το υψηλό κόστος πιστωτικού κινδύνου, δηλαδή οι αναγκαίες δαπάνες για το σχηματισμό προβλέψεων.
- Τον ολοένα αυξανόμενο ανταγωνισμό από μη-τράπεζες και από τα λεγόμενα BigTechs, καθώς και τις επιπτώσεις στη λειτουργία και το επιχειρηματικό μοντέλο των τραπεζών από την ψηφιακή καινοτομία (digital innovation).
- Προκλήσεις που πηγάζουν από την ατελή τραπεζική ένωση (Banking Union) στην ευρωζώνη, σημαντικά κομμάτια της οποίας -όπως το Ενιαίο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων- απουσιάζουν.
- Λοιπές προκλήσεις, όπως η επίπτωση από την κλιματική αλλαγή, από γεω-πολιτικές εξελίξεις, από αυξανόμενο αριθμό κυβερνοεπιθέσεων (cyber-attacks), κλπ.
Σε αυτό το περιβάλλον λειτουργίας, η πανδημία της Covid-19 διατάραξε την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα παγκοσμίως, με σοβαρές επιπτώσεις σε όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά: επιχειρήσεις, νοικοκυριά, κράτος και τράπεζες.
Σε αντίθεση με προηγούμενες κρίσεις, αυτή τη φορά η αντίδραση από τις δημοσιονομικές, νομισματικές και εποπτικές αρχές ήταν άμεση και συντονισμένη.
Συγκεκριμένα:
- Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε σειρά μέτρων νομισματικής χαλάρωσης, τα οποία απέτρεψαν τη δημιουργία συνθηκών έλλειψης ρευστότητας στην αγορά. Ειδικά για την Ελλάδα, η συμπερίληψη των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme – PEPP) της ΕΚΤ και η αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις παροχής ρευστότητας του Ευρωσυστήματος, καθώς και οι θετικές εξελίξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέβαλαν στην αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές κεφαλαίων και στην περαιτέρω μείωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.
- Όλες οι κυβερνήσεις στην ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής, έλαβαν μια σειρά μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής και πολιτικής για την αγορά εργασίας, με στόχο τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης. Τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης και η ύφεση οδήγησαν μεν σε απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα για το 2020 (και, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, σε σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ), απέτρεψαν όμως τη μαζική κατάρρευση επιχειρήσεων και νοικοκυριών που πλήττονται από την πανδημία.
- Οι εποπτικές αρχές στην ευρωζώνη και πρωτίστως ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός της ΕΚΤ (SSM), έλαβαν μια σειρά από μέτρα με σημαντικότερο αυτό της παροχή ευελιξίας αναφορικά με τη χρήση από τις τράπεζες των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας (capital buffers) ώστε να διατηρηθεί απρόσκοπτη η παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία αλλά και να απορροφήσουν οι τράπεζες τις πρόσθετες ζημιές λόγω της πανδημίας.
- Τέλος, από το αρχικό στάδιο της κρίσης, οι ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν γενικευμένο καθεστώς αναβολής πληρωμής τόκων ή και χρεολυσίων (moratorium) δανείων που είναι συμβατό με τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ) για τους πιστούχους που επλήγησαν από την πανδημία. Η περίοδος εφαρμογής του, που αρχικά προβλεπόταν να είναι έως το Δεκέμβριο του 2020, έχει παραταθεί σύμφωνα με τις νέες κατευθυντήριες γραμμές της EBA, εντός όμως ενός ανώτατου ορίου των εννέα μηνών. Ειδικά για τα δάνεια σε καθεστώς moratorium θα ήθελα να παραθέσω ορισμένα μεγέθη:
- Το μέγιστο ποσό των δανείων των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών που βρέθηκαν σε καθεστώς moratoria από την έναρξη της πανδημίας μέχρι το τέλος του 2020 ανήλθε σε ενοποιημένη βάση στα €27.6δις. Το Δεκέμβριο του 2020, το υπόλοιπο των δανείων αυτών ήταν περίπου €4 δις, καθώς η περίοδος αναστολής έληξε για τα περισσότερα δάνεια πριν το τέλος του έτους και με πιο πρόσφατα στοιχεία Ιανουαρίου 2021 το ποσό μειώθηκε περαιτέρω κατά το ήμισυ.
- Οι αναστολές πληρωμών αφορούσαν κατά βάση ενήμερα δάνεια [σε ποσοστό άνω του 80% κατά μέσο όρο] και στο μεγαλύτερο μέρος τους προς επιχειρήσεις [σε ποσοστό περίπου 55% κατά μέσο όρο], κυρίως προς μικρομεσαίες και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Αποτελούσαν δε, ένα σημαντικό ποσοστό των συνολικών ενήμερων δανείων των συστημικών τραπεζών [σχεδόν έφθασαν το 20% επί των ενήμερων δανείων κατά μέσο όρο].
- Οι κλάδοι στους οποίους αφορούσαν τα δάνεια σε αναστολή πληρωμών ήταν κυρίως πέντε, με πρώτο αυτόν της εστίασης και παροχής καταλυμάτων, του εμπορίου, της μεταποίησης, των κατασκευών και υπηρεσιών ακίνητης περιουσίας και των μεταφορών.
Σχόλιο για την ΑΜΚ της Τράπεζας Πειραιώς
Είναι αναγκαίο στο σημείο αυτό να γίνει ειδική αναφορά στις πρόσφατες εξελίξεις που συνδέονται με την κεφαλαιακή ενίσχυση της Τράπεζας Πειραιώς. Συγκεκριμένα η τράπεζα έχει δημοσιοποιήσει την πρόθεση της ολοκλήρωσης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου εντός του τρέχοντος τριμήνου. Η κίνηση αυτή έρχεται σε συνέχεια προηγούμενης απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας (Νοέμβριος 2020) να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να ακυρώσει την πληρωμή του τοκομεριδίου του μετατρέψιμου ομολογιακού δανείου (CoCo), ουσιαστικά μετατρέποντας το σύνολο των ομολογιών ονομαστικής αξίας €2,040 εκατ. σε κοινές μετοχές και αυξάνοντας το ποσοστό του ΤΧΣ στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας Πειραιώς σε 61% από 26%. Οι εποπτικές αρχές έχουν συναινέσει απολύτως στην απόφαση αυτή.
Η εν λόγω εξέλιξη κρίνεται ως ιδιαιτέρως θετική από εποπτική σκοπιά, επειδή ενισχύει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας κατά 0,4 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως (λόγω της μη καταβολής τοκομεριδίου) και αποκαθιστά τις συνθήκες πρόσβασης της τράπεζας στις αγορές κεφαλαίου. Εξίσου ιδιαιτέρως θετική εκτιμάται ότι είναι και η απόφαση περιορισμού του ποσοστού του ΤΧΣ σε μειοψηφικό ποσοστό (non-blocking minority) καθώς μόνο με αυτή τη συνθήκη εκτιμάται ότι μπορεί να επιτευχθεί η στήριξη της τράπεζας με ιδιωτικά κεφάλαια σε διατηρήσιμη βάση.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσω ότι η ολοκλήρωση της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Πειραιώς αποτελεί ουσιαστικά την αφετηρία μιας διαδικασίας αποκατάστασης ορισμένων αδυναμιών στα μεγέθη του ιδρύματος. Σημεία που έχουν επισημανθεί σε επιτόπιους εποπτικούς ελέγχους και τα οποία αντανακλούν σε ζητήματα ποιότητας ενεργητικού, πρέπει να αντιμετωπισθούν άμεσα ώστε να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις ανάκαμψης των αποτελεσμάτων της τράπεζας σε διατηρήσιμη βάση. Στο πλαίσιο αυτό η αύξηση κεφαλαίου που προγραμματίζει η Τράπεζα Πειραιώς είναι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου.