THEPOWERGAME
Όταν πέρυσι τον Ιούνιο ξεκινούσε επισήμως η άνοδος των ευρωπαϊκών επιτοκίων που ακόμη δεν έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της αν και φαίνεται πλέον να πλησιάζει στο peak της , όλοι ανησυχούσαν για τις επιπτώσεις στους δανειολήπτες από το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης. Με αιχμή του δόρατος την προληπτική άμυνα για τους ευάλωτους πλην όμως συνεπείς δανειολήπτες (για όσους είχαν ενεργό στεγαστικό δάνειο εν προκειμένω) οι τράπεζες προχώρησαν σε δύο κινήσεις που περιόρισαν τον αντίκτυπο της επίπτωσης, ανακουφίζοντας αφενός ιδιώτες και νοικοκυριά, φρενάροντας αφετέρου ένα κύμα νέων κόκκινων δανείων που κανείς δεν ήθελε να δει ξανά να φουντώνει. Ήταν το πλαφόν στην αύξηση του euribor και η επιδότηση τμήματος του επιτοκίου.
Για τις επιχειρήσεις, η εικόνα ήταν διαφορετική αφού η ζήτηση τροφοδοτούσε τις νέες εκταμιεύσεις, σε βαθμό που οι στόχοι πιστωτικής επέκτασης (για το 2022 ο λόγος) υπερκαλύπτονταν και οδηγούσαν σε αναβαθμίσεις νέων πλαφόν. Άλλωστε, και μόνο το Ταμείο Ανάκαμψης αυτό καθαυτό ικανοποιούσε μια ζήτηση κεφαλαίων με ανταγωνιστικό χαμηλό επιτόκιο, κάτι που προφανώς συνεχίζει να ισχύει με αμείωτο ρυθμό.
Σήμερα, κάτι λιγότερο από έναν μήνα από την επόμενη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το νέο στίγμα της νομισματικής πολιτικής και με τη συζήτηση να ανάβει ξανά για το αν η ΕΚΤ θα προβεί ή όχι σε μία νέα αύξηση κατά 0,25% , για να τιθασεύσει περισσότερο τον πληθωρισμό, οι επιπτώσεις της ανόδου των επιτοκίων στην πιστωτική επέκταση είναι παραπάνω από εμφανείς. Πιστωτική επέκταση με την έννοια της χορήγησης νέων δανείων σαφέστατα υπάρχει, οι νέες εκταμιεύσεις ικανοποιούν τους στόχους που έχουν τεθεί, πλην όμως, ένας παράγοντας που δεν είχε προϋπολογίσει η αγορά, έρχεται να ανατρέψει εν μέρει την εικόνα των υψηλών στόχων. Οι αποπληρωμές δανείων, κυρίως από επιχειρήσεις, αντισταθμίζει την εικόνα της ανοδικής πιστωτικής επέκτασης, δημιουργώντας έναν προβληματισμό επί του θέματος στο σύνολο της αγοράς. Στο τέλος της ημέρας βέβαια, η πιστωτική επέκταση συνεχίζει να τρέχει με θετικό πρόσημο.
Τι ακριβώς συνέβη; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη. Η αυξημένη παρουσία ρευστότητας, εμφανής στο σύστημα από τα επιμέρους και συνολικά υπόλοιπα καταθέσεων, επέτρεψε στις επιχειρήσεις που διέθεταν περίσσεια διαθεσίμων να προβούν σε αποπληρωμές δανείων (σε ένα βαθμό ακόμη και πρόωρες) , ώστε να μην επιβαρύνονται οι δανειακές τους υποχρεώσεις από το συνεχώς αυξανόμενο κόστος χρήματος που σταθερά συντηρεί εδώ και πάνω από ένα χρόνο η πολιτική Λαγκάρντ.
Διαθέσιμη ρευστότητα δεν έχουν όλες οι επιχειρήσεις – αυτό το επιβεβαιώνει και η διαρκής ζήτηση για αύξηση των γραμμών πίστωσης, όμως, όπου αυτή υπήρξε, διοχετεύθηκε «έξυπνα» προς την κατεύθυνση της εξόφλησης των υπολοίπων τραπεζικής χρηματοδότησης. Οι πρόωρες αποπληρωμές είναι μια τάση που είδε η εγχώρια αγορά από τα προηγούμενα τρίμηνα, με μεγάλο αποτύπωμα από τους πρώτους μήνες του έτους και με «ανεβοκατεβάσματα» κατά περίπτωση στους μήνες που ακολούθησαν. Μία τάση που προβλέπεται να χαρακτηρίσει και το τρίτο κατά σειρά οικονομικό τρίμηνο, αν και είναι άγνωστο σε ποιο βαθμό θα ανέλθει.
Τα στοιχεία αυτά προβληματίζουν τον τραπεζικό χώρο που ίσως αναγκασθεί να «εφεύρει» μια διαφορετική προσέγγιση για να ισορροπήσει η πιστωτική επέκταση σε έναν ρυθμό ανόδου που δεν θα υπερκαλύπτουν οι μαζικές αποπληρωμές και που παράλληλα θα συντηρεί την συγκέντρωση εσόδων από τόκους, βασική πηγή κερδοφορίας των τραπεζών . Άλλωστε ένα σημαντικό κομμάτι της κερδοφορίας ύψους 1,8 δισ. ευρώ του πρώτου εξαμήνου ( σε καθαρά, μετά φόρων και προσαρμοσμένα επίπεδα των τεσσάρων συστημικών τραπεζών) είναι απόλυτα συνδεδεμένο από την εξίσου σημαντική ενίσχυση των εσόδων από τόκους, που ανήλθε συνολικά στην αγορά, σε 3,9 δισ. ευρώ.