THEPOWERGAME
Τάση ενίσχυσης του μεριδίου των ελληνικών τραπεζών στην παγκόσμια αγορά ναυτιλιακής χρηματοδότησης, καταγράφει η τελευταία ετήσια έκθεση της Petrofin Research, εξειδικευμένου συμβούλου στην συγκεκριμένη αγορά. Το συνολικό χαρτοφυλάκιο που ελέγχουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας ανήλθε σε 13 δισ. δολάρια στο τέλος του 2022, σημειώνοντας ετήσια αύξηση της τάξεως του 4,6%, από τα 12,5 δισ. ευρώ του 2021. Από το ποσό αυτό, τα 11,6 δισ. ευρώ αφορούν δάνεια που έχουν χορηγηθεί προς ναυτιλιακές εταιρείες ελληνικών συμφερόντων.
Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, το χαρτοφυλάκιο δανείων της Alpha Bank σημείωσε αύξηση κατά 10% και διαμορφώνεται πέριξ των 4 δισ. δολαρίων, ενώ έπονται με περίπου 3 δισ. ευρώ οι υπόλοιπες τρεις τράπεζες. Την δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση με 5% κατέγραψε η Εθνική Τράπεζα, ενώ άνοδο κατά 2% σημείωσε και το χαρτοφυλάκιο της Eurobank.
Με βάση τα στοιχεία της Petrofin Research, η Alpha Bank κατατάσσεται στην 32η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, ενώ ακολουθούν Eurobank και Τράπεζα Πειραιώς, στην 33η και 34η θέση αντίστοιχα. Η Εθνική κατατάσσεται στην 40η θέση. Σημειωτέον ότι στο τέλος του 2022, οι 40 μεγαλύτερες τράπεζες είχαν υπό την διαχείρισή τους δανειακά χαρτοφυλάκια ύψους 289,4 δισ. δολαρίων, σχεδόν αμετάβλητα από τα 290,1 δισ. δολαρίων του 2021.
Σε ό,τι αφορά βέβαια την χρηματοδότηση προς ελληνικά ναυτιλιακά συμφέροντα, η εικόνα είναι διαφορετική. Η Alpha Bank αναδεικνύεται στην δεύτερη θέση με χαρτοφυλάκιο 3,25 δισ. δολαρίων, η Eurobank ακολουθεί στην αμέσως επόμενη τρίτη θέση με δάνεια 3,1 δισ. δολαρίων, ενώ η Τρ. Πειραιώς ελέγχει δάνεια 2,61 δισ. δολαρίων και κατατάσσεται στην πέμπτη θέση. Η Εθνική Τράπεζα βρίσκεται στην όγδοη θέση με δάνεια 2,6 δισ. δολαρίων προς τις ελληνικές εταιρείες.
Ασφαλώς, η παρούσα συγκυρία δεν συνεπάγεται ούτε χαμηλό κόστος δανεισμού, αλλά ούτε και εύκολη πρόσβαση σε χρηματοδότηση για τις ναυτιλιακές εταιρείες, είτε τις ελληνικές, είτε άλλων χωρών. Όπως αναφέρει στην ανάλυσή της, η Petrofin Research, αυτό που παρατηρείται είναι η περαιτέρω έμφαση από την πλευρά των πιστωτών στην παροχή χρηματοδοτήσεων που να πληρούν τα κριτήρια ESG. Στην περίπτωση της ναυτιλίας, αυτό μεταφράζεται σε δανεισμό μόνο για πλοία, τα οποία είναι χαμηλότερων εκπομπών ρύπων κι ενσωματώνουν και τις αντίστοιχες τεχνολογίες. Μάλιστα, η Petrofin προχωρά σε έναν ενδιαφέροντα συσχετισμό, σημειώνοντας ότι το γεγονός ότι το 47% των πλοίων που ναυπηγούνται σήμερα είναι τεχνολογίας διπλών καυσίμων (μπορούν δηλαδή να χρησιμοποιήσουν τόσο συμβατικά, όσο κι εναλλακτικά «καθαρότερα» καύσιμα), αντανακλά το γεγονός αυτό. Δηλαδή, ότι το γεγονός είναι ότι πολύ πιο εύκολη η εξασφάλιση χρηματοδότησης για τέτοια πλοία, μοιάζει να έχει λειτουργήσει ως οικονομικό κίνητρο για τους πλοιοκτήτες, ώστε να υιοθετήσουν ταχύτερα τις νέες τεχνολογίες καυσίμων, παρότι ακόμα δεν έχουν ωριμάσει, ενώ δεν υπάρχουν και οι απαιτούμενες υποδομές, ούτε για την παραγωγή, αλλά ούτε και για την διάθεσή τους στην παγκόσμια αγορά.
Αντίστοιχα, τα επενδυτικά funds ακολουθούν ανάλογη πρακτική, υιοθετώντας με αυξανόμενο ρυθμό τα κριτήρια ESG στην επιλογή χρηματοδοτήσεων, επιδεικνύοντας αυξημένη προτίμηση σε βιώσιμα δάνεια και πιστώσεις προς πλοία, τα οποία δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής ΑΠΕ (π.χ. πλοία που κατασκευάζουν θαλάσσια αιολικά πάρκα). Άλλωστε και οι ίδιοι οι επενδυτές που συμμετέχουν στα funds ζητούν από τους διαχειριστές να εστιάζουν σε «πράσινα» δάνεια.
Τα παραπάνω δεδομένα επηρεάζουν και το κόστος δανεισμού, το οποίο είναι φθηνότερο για τα «πράσινα» πλοία, σε αντίθεση με τα συμβατικά, για τα οποία τα χρηματοδοτικά κόστη είναι μεγαλύτερα. Μάλιστα, η εύρεση χρηματοδότησης για πλοία που χρησιμοποιούν πετρέλαιο, ή ακόμα και φυσικό αέριο για την πρόωσή τους, έχει αρχίσει να καθίσταται όλο και πιο δύσκολη, τουλάχιστον χωρίς το κόστος δανεισμού να είναι υψηλό κι αυτό παρότι, όπως φαίνεται, θα χρειαστούν ακόμα κάποια χρόνια, έως ότου καταστεί ρεαλιστική επιλογή, η χρήση εναλλακτικών καυσίμων στην ναυτιλία. Ασφαλώς, όπως τονίζει η Petrofin, «αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να βρει κανείς κεφάλαια για την χρηματοδότηση της αγοράς πλοίων με συμβατικές τεχνολογίες, αλλά σίγουρα η όρεξη των δανειστών για τέτοια πλοία βαίνει φθίνουσα κι αυτό ασφαλώς επηρεάζει και το κόστος της χρηματοδότησης».
Από την πλευρά τους, όσοι πλοιοκτήτες έχουν συγκεντρώσει σημαντική ρευστότητα, ιδίως όσοι δραστηριοποιούνται σε τομείς, όπως τα δεξαμενόπλοια και τα πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), προτιμούν να προχωρήσουν σε πρόωρη αποπληρωμή προγενέστερου δανεισμού, ώστε να αποφύγουν την επιβάρυνση από την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού. Εφόσον εξακολουθεί να υπάρχει πρόσθετη ρευστότητα, αυτή φαίνεται πως δεν διοχετεύεται για νέες αγορές κι επενδύσεις σε πλοία, πέραν ίσως μερικών συμβολαίων ναυπήγησης, με δεδομένο ότι έχουν περιοριστεί οι διαθέσιμες θέσεις στα ναυπηγεία, ακόμα και για παραδόσεις κατά την περίοδο 2026-2027.