THEPOWERGAME
H Credit Suisse διατηρούσε λογαριασμούς «τουλάχιστον 99 ατόμων που ήταν είτε ανώτεροι αξιωματούχοι Ναζί στη Γερμανία είτε μέλη οργανώσεων συσχετιζόμενων με Ναζί στην Αργεντινή». Τουλάχιστον 14 λογαριασμοί «παρέμειναν ενεργοί με το γύρισμα του 21ου αιώνα». Μεταξύ των δικαιούχων περιλαμβάνονταν ένας ανώτερος διοικητής των SS, ένας Ναζί επιστήμονας και ένας αξιωματικός καταδικασμένος για εγκλήματα πολέμου από το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Ο λογαριασμός του τελευταίου παρέμενε ενεργός έως το 2002.
Αυτά είναι κάποια από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα που φέρνει στο φως η Επιτροπή Προϋπολογισμού της αμερικανικής Γερουσίας, η οποία αναδημοσιεύει την έκθεση του Νιλ Μπαρόφσκι, του ανεξάρτητου συνηγόρου που είχε αρχικά προσλάβει η τράπεζα, όταν αποφάσισε να μπει σε διαδικασία εσωτερικού ελέγχου, αλλά στη συνέχεια τερμάτισε πρόωρα τη συνεργασία μαζί του.
O Μπαρόσφκι είναι συνεταίρος στη νομική εταιρεία Jenner & Block LLP, ενώ είχε διατελέσει ειδικός γενικός επιθεωρητής του Προγράμματος Αρωγής Προβληματικών Περιουσιακών Στοιχείων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ έως το 2011. Ο ίδιος κατέθεσε στην αμερικανική επιτροπή, ενώ στις 15 Φεβρουαρίου εξέδωσε ανεξάρτητα τα συμπεράσματα της έρευνας, έως το σημείο που συμμετείχε, τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμεναν εμπιστευτικά και μέσα στο πλαίσιο των αρχείων της εσωτερικής έρευνας που είχε ξεκινήσει προ διετίας η τράπεζα και ολοκλήρωσε, χωρίς αιχμές για τον ρόλο της στην παροχή οικονομικής στέγης στους διαφυγόντες Ναζί της Γερμανίας.
Όλα ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2020, όταν το εβραϊκό ίδρυμα Simon Wiesenthal Center, οι «κυνηγοί Ναζί» που αναζητούν επί δεκαετίες τα ίχνη των Γερμανών αξιωματούχων που διέφυγαν, κυρίως προς την Αργεντινή, ζήτησε από την Credit Suisse να διερευνήσει τη λίστα των μελών της Unión Alemana de Gremios (UAG), μιας οργάνωσης με διασυνδέσεις με τους Ναζί, πολλά μέλη της οποίας, σύμφωνα με το κέντρο, διατηρούσαν λογαριασμούς στην SKA, όπως ονομαζόταν παλιότερα η ελβετική τράπεζα. Η Credit Suisse αποφάσισε να προσλάβει την AlixPartners, μία από τις μεγαλύτερες ερευνητικές εταιρείες παγκοσμίως, για να διερευνήσει τις αιτιάσεις. Η τράπεζα ανέθεσε στον Μπαρόφσκι τον ρόλο του ανεξάρτητου συνηγόρου (ombudsman).
Όπως, όμως, διαπιστώνει ο ίδιος στην έκθεσή του, ενώ έως τον Ιούνιο του 2022 η Credit ακολουθούσε πλήρως τις δεσμεύσεις της για διαφάνεια και είχε κάνει πραγματική πρόοδο στην αποκάλυψη των ιστορικών δεσμών της με τους Ναζί, «αυτό το επίπεδο συνεργασίας άλλαξε ξαφνικά τον Ιούνιο του 2022, όταν αντικαταστάθηκε ο ανώτατος αξιωματούχος που διήυθυνε την έρευνα» για το εσωτερικό της τράπεζας. Σύμφωνα με τον Μπαρόφσκι, «η Credit Suisse ξεκίνησε μια σειρά ενεργειών για να περιορίσει και τελικά να τερματίσει την έρευνα». Μέχρις εκείνο το σημείο η AlixPartners είχε καταφέρει να πιστοποιήσει 80 λογαριασμούς φυσικών προσώπων στην Αργεντινή που ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος.
Τι υποστηρίζει η Credit Suisse
Η τράπεζα υποστήριξε πως η έρευνα της AlixPartners την απάλλαξε από ευθύνες για συγκάλυψη -μέσω της ανοχής και της ανωνυμίας που παρείχε η τράπεζα- των λογαριασμών που σχετίζονταν με Ναζί.
«Οι ερευνητές δεν βρήκαν αποδείξεις που να υποστηρίζουν τις αιτιάσεις του Simon Wiesenthal Center πως πολλά φυσικά πρόσωπα που περιλαμβάνονταν στη λίστα 12.000 ονομάτων από την Αργεντινή διατηρούσαν λογαριασμούς την περίοδο των Ναζί», αναφέρει σε ανακοίνωσή της, τονίζοντας πως στην εταιρεία δόθηκε πρόσβαση σε αρχεία εκατομμυρίων «ιστορικών λογαριασμών» της.
Σημειώνει, επίσης, πως δεν βρέθηκε «καμία απόδειξη» για περιουσιακά στοιχεία θυμάτων του Ολοκαυτώματος, τα οποία να έχουν περιέλθει στη διαχείριση της τράπεζας (σύμφωνα με το ίδρυμα Simon Wiesenthal Center, πολλά από τα περιουσιακά στοιχεία των Ναζί προέρχονταν απευθείας από κατασχέσεις περιουσιών θυμάτων του Ολοκαυτώματος). Η Credit Suisse τονίζει ότι η έρευνα επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει η περίφημη Επιτροπή Μπερζιέ, που διερεύνησε τους δεσμούς των ελβετικών τραπεζών με τη ναζιστική Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του ’90.
Να σημειωθεί, πάντως, πως, σύμφωνα με τα συμπεράσματα που είχε δώσει στη δημοσιότητα η επιτροπή εκείνη εν έτει 2002 (η επιτροπή ιστορικών, με πρόεδρο τον Ζαν-Φρανσουά Μπερζιέ, συστάθηκε με απόφαση του ελβετικού κοινοβουλίου τον Δεκέμβριο του 1996), και η οποία εξέτασε τη δυνατότητα που δόθηκε σε θύματα του Ολοκαυτώματος να ανακτήσουν τις περιουσίες τους, οι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες της ουδέτερης Ελβετίας «απείχαν των ευθυνών τους». Συγκεκριμένα, άσκησαν μια «υπερβολικά περιοριστική» πολιτική απέναντι στους πρόσφυγες, ενώ το ομοσπονδιακό κράτος και ένα μέρος της ιδιωτικής οικονομίας προχώρησαν σε «διευθετήσεις» με τις δυνάμεις του Άξονα και απέδωσαν πολύ καθυστερημένα τις λεηλατημένες περιουσίες στα θύματα των Ναζί.