THEPOWERGAME
Η πιο πρόσφατη πτώση της τιμής της μετοχής της Credit Suisse ξεκίνησε με την κατάρρευση της αμερικανικής Silicon Valley Bank, αλλά επιδεινώθηκε όταν το 167ετών ελβετικό ίδρυμα ανακοίνωσε ότι είχε διαπιστώσει «ουσιώδεις αδυναμίες» στις διαδικασίες χρηματοοικονομικής αναφοράς του.
Η Saudi National Bank, κρατικά ελεγχόμενη τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας, ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος της Credit Suisse πριν από το deal πώλησής της στην UBS. Τώρα είναι ο μεγάλος ηττημένος. Αλλά αυτό που σχολιάζεται έντονα στις αγορές από traders και αναλυτές είναι πως η ίδια έπαιξε καθοριστικό ρόλο – χωρίς προφανώς να το θέλει- στο να ανάψει το φιτίλι της ανησυχίας στις αγορές και να πυροδοτήσει το σφυροκόπημα στις μετοχές της δεύτερης μεγαλύτερης ελβετικής τράπεζας.
Ήταν η επισήμανση του επικεφαλής της SNB πως δεν πρόκειται να ρίξει περισσότερο χρήμα στην Credit Suisse εκείνη που ουσιαστικά έδωσε το σήμα για την έναρξη των ρευστοποιήσεων. Και τούτο γιατί εκείνες τις ημέρες επικρατούσε ήδη ένας μίνι τραπεζικός πανικός για τις καταρρεύσεις των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ, Silicon Valley Bank και Signature Bank. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν είχαν έκθεση σε αυτές, αλλά ήταν εκτεθειμένες στις ανησυχίες. Και αυτές στην περίπτωση της Credit Suisse φούντωσαν από την κατηγορηματική άρνηση του μεγαλύτερου μετόχου της να ρίξει κι άλλο χρήμα.
Σύμφωνα με το CNBC, η δανειακή παρέμβαση δεν κατάφερε τελικά να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών και οι ελβετικές αρχές μεσολάβησαν για την επείγουσα πώληση της τράπεζας στην UBS έναντι 3 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων το Σαββατοκύριακο. «Οι τελευταίες εξελίξεις που προήλθαν από τις τράπεζες στις ΗΠΑ μας έπληξαν την πιο δυσμενή στιγμή», δήλωσε ο πρόεδρος της Credit Suisse Άξελ Λέμαν σε συνέντευξη Τύπου το βράδυ της Κυριακής.
«Η επιταχυνόμενη απώλεια εμπιστοσύνης και η κλιμάκωση των τελευταίων ημερών κατέστησαν σαφές ότι η Credit Suisse δεν μπορεί πλέον να υπάρχει με την παρούσα μορφή της. Είμαστε ευτυχείς που βρήκαμε μια λύση, η οποία είμαι πεπεισμένος ότι θα φέρει διαρκή σταθερότητα και ασφάλεια για τους πελάτες, το προσωπικό, τις χρηματοπιστωτικές αγορές και την Ελβετία», πρόσθεσε.
Ο πρόεδρος της SNB Τόμας Τζόρνταν κατήγγειλε επίσης την «αμερικανική τραπεζική κρίση» για την επιτάχυνση της «απώλειας εμπιστοσύνης στην Ελβετία», η οποία είχε επιπτώσεις στη ρευστότητα της Credit Suisse.
Ο Mark Yallop, πρόεδρος του Financial Markets Standards Board του Ηνωμένου Βασιλείου και πρώην διευθύνων σύμβουλος της UBS στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε στο CNBC την Τρίτη ότι συμφωνεί με την ευρεία εκτίμηση ότι η πτώση της Credit Suisse ήταν «ιδιοσυγκρασιακή». Είναι ατυχές το γεγονός ότι τα προβλήματα με ορισμένες από τις μικρότερες αμερικανικές τράπεζες τις τελευταίες δύο ή τρεις εβδομάδες συνέβησαν ταυτόχρονα με αυτό το ζήτημα με την Credit Suisse, αλλά τα δύο είναι εντελώς διαφορετικά και σε μεγάλο βαθμό άσχετα μεταξύ τους», δήλωσε.
Μάλιστα, ο Γιάλοπ εκτιμά ότι τα προβλήματα στην Credit Suisse έχουν να κάνουν με μια μακρά ιστορία στην κορυφή της διοίκησης με «ένα σχέδιο που αλλάζει και πάνω σε μια σειρά από προβλήματα λειτουργικού κινδύνου και ελέγχου και συμμόρφωσης».
Φταίνε όμως τελικά οι ΗΠΑ;
Η ταχεία δράση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και του υπουργείου Οικονομικών πιστώθηκε σε μεγάλο βαθμό την επιτυχή αναχαίτιση κάθε πιθανής μετάδοσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ, γεγονός που εγείρει το ερώτημα για το πόσο μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κατάρρευση της ελβετικής τράπεζας μπορεί πραγματικά να αποδοθεί στην κατάρρευση της SVB.
Αντίθετα, πυρά έχει δεχθεί το ελβετικό τραπεζικό και ρυθμιστικό σύστημα. Ο Στίβεν Γκλας, διευθύνων σύμβουλος και αναλυτής της Pella Funds Management, δήλωσε στο CNBC την περασμένη εβδομάδα ότι η πτώση της τιμής της μετοχής της Credit Suisse είχε συμβεί από καιρό και ότι η απώλεια της εμπιστοσύνης των πελατών αποκρυσταλλώθηκε στην πραγματικότητα από την έκθεση της τράπεζας στην κατάρρευση της Greensill Capital το 2021.
«Στην πραγματικότητα, αυτό που πιστεύουμε είναι ότι πολλές από αυτές τις τράπεζες είχαν στην πραγματικότητα πρόβλημα με το επιχειρηματικό τους μοντέλο, περισσότερο από το να υπάρχει μια εμφανής τραπεζική κρίση», κατέληξε ο Γκλας.