THEPOWERGAME
Μπορεί να δρομολογήθηκαν μέτρα ανάλογα με εκείνα κατά τη διάρκεια της πανδημίας από τις Fed, ΕΚΤ, BoΕ και τις κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Ιαπωνίας και της Ελβετίας, σύμφωνα με κοινή ανακοίνωση που εκδόθηκε λίγες ώρες μετά την αναγγελία της εξαγοράς της Credit Suisse από τη UBS, αλλά η απόφαση δεν ικανοποίησε τους ομολογιούχους της Credit Suisse, ούτε και τους επενδυτές.
Στα μέτρα περιλαμβάνονται συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων που θα λαμβάνουν χώρα συντονισμένα σε όλες τις ζώνες ώρας, κάθε μέρα, μέχρι τα τέλη Απριλίου, προκειμένου να υπάρχει άφθονη ρευστότητα σε δολάρια, σε μια περίοδο που κυριαρχούν νευρικότητα και αβεβαιότητα στις αγορές.
Ναι μεν η UBS συναίνεσε στην απορρόφηση της Credit Suisse έναντι 3 δισ. ελβετικών φράγκων, διαμεσολαβώντας ώστε να αποφευχθεί η κατάρρευση μιας μεγάλης τράπεζας στην Ευρώπη, αφού οι αμερικανικές Silicon Valley Bank, Signature Bank και Silvergate Capital πέρασαν στον έλεγχο των αρχών λόγω της μαζικής φυγής καταθέσεων, όμως οι επενδυτές επεξεργάζονται τους όρους της συμφωνίας και ήδη δεν είναι λίγοι αυτοί που δυσανασχετούν από την απόφαση των αρχών της Ελβετίας να δώσουν το «πράσινο φως» στον εξ ολοκλήρου μηδενισμό της αξίας των ομολόγων ΑΤ1 της CS.
Ανησυχίες εξέφρασε, επίσης, η ΕΚΤ, καθώς η αγορά των ομολόγων ΑΤ1, τα οποία θεσμοθετήθηκαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση ως πρόσθετο «μαξιλάρι» ρευστότητας για τις τράπεζες, ανέρχονται πια στα 260 δισ. δολάρια, με μεγάλη συμμετοχή θεσμικών επενδυτών, όπως είναι τα συνταξιοδοτικά ταμεία. Οι ελβετικές αρχές «άλλαξαν τον νόμο και βασικά έκλεψαν ομόλογα 17 δισ. δολαρίων», δήλωσε ο Νταβίν Σέρα, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Algebris Investments, στους Financial Times. Αναλυτές της αγοράς τόνισαν πως έτσι δόθηκε προτεραιότητα στους μετόχους αντί των ομολογιούχων, προκαλώντας αβεβαιότητα στις αγορές.
«Οι μέτοχοι πήραν 3 δισ. ελβετικά φράγκα και οι ομολογιούχοι ΑΤ1 δεν πήραν τίποτα, που σημαίνει πως αντιστράφηκαν οι όροι της ιεραρχίας», σχολίασε ο Τζερόμ Λέγκρας, επικεφαλής ερευνών στην Axiom Alternative Investments, στη βρετανική εφημερίδα. Οι μετοχές των HSBC, ΒNP Paribas και Banco Santander εμφάνιζαν απώλειες από 2,8% έως 4,32% κατά τη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασης στην Ευρώπη.
Οι Ελβετοί σκότωσαν την πηγή χρηματοδότησης των τραπεζών, τους ομολογιούχους
Η μετοχή της UBS κατέγραφε πτώση έως και 16%, αντικατοπτρίζοντας τη βαθύτατη ανησυχία των αγορών για το status των ομολόγων ΑΤ1. Τα ομόλογα ΑΤ1 μπορούν να μετατραπούν σε μετοχές, εάν η κεφαλαιακή βάση μιας τράπεζας υποχωρήσει κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Γενικά, όμως, οι πρώτοι που επωμίζονται απώλειες σε μια τραπεζική χρεοκοπία είναι οι μέτοχοι και μετά οι ομολογιούχοι. Ο διευθύνων σύμβουλος μιας βρετανικής τράπεζας, ο οποίος μίλησε ανεπίσημα στο πρακτορείο Bloomberg, είπε πως οι «Ελβετοί σκότωσαν αυτήν την κομβική πηγή χρηματοδότησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων».
Σε σημείωμά της η Goldman Sachs ανέφερε πως η απόφαση «μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτελεσματική υποταγή των κατόχων ομολόγων AT1 στους μετόχους». «Αντιπροσωπεύει επίσης τη μεγαλύτερη απώλεια που έχει προκληθεί ποτέ σε επενδυτές AT1 από τη γέννηση αυτής της κατηγορίας ομολόγων μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση», πρόσθεσαν. Σημειώνεται πως τα ομόλογα AT1, γνωστά και ως «CoCos», δημιουργήθηκαν στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης ως ένας τρόπος μετατόπισης των κινδύνων από τους φορολογούμενους σε καταστάσεις κρίσης. Λόγω του αυξημένου παράγοντα κινδύνου τους, έχουν συχνά υψηλότερες αποδόσεις από άλλα ομόλογα.
Ωστόσο, η κίνηση της ελβετικής ρυθμιστικής αρχής FINMA δεν πρέπει να προκαλέσει σοκ, δήλωσε στο CNBC η Elisabeth Rudman, επικεφαλής της DBRS Morningstar. «Τα AT1 είναι εκεί για να απορροφούν απώλειες, επομένως δεν αποτελεί έκπληξη», είπε. «(Οι αρχές) έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν».
Για να αποφευχθούν, ως εκ τούτου, ελλείψεις στη ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο οι εμπορικές τράπεζες μειώνουν την έκθεσή τους σε ρίσκο, οι έξι κεντρικές τράπεζες θέτουν σε λειτουργία τις γραμμές swap, ώστε «να αναχαιτισθούν επιπτώσεις στην προσφορά πίστωσης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις», όπως αναφέρεται στην κοινή τους ανακοίνωση.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank, Χόλγκερ Σμίτινγκ, τονίζει σε ανάλυσή του πως «η συνεχιζόμενη αναστάτωση στις αγορές θα αναγκάζει τις τράπεζες να αποφύγουν κινδύνους για να διαφυλάξουν τους ισολογισμούς τους». Έτσι, είναι αναμενόμενο να είναι συντηρητικές στη διαχείριση της ρευστότητάς τους και έτσι να υπάρξει «έστω και προσωρινή» σύσφιγξη της πίστωσης στην πραγματική οικονομία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι κεντρικές τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ενδεχομένως να μη χρειαστεί να αυξήσουν τα επιτόκια στον βαθμό που σχεδίαζαν αρχικά.