THEPOWERGAME
Όταν δεν μετράνε τα λόγια αλλά οι πράξεις ή εν προκειμένω οι αριθμοί, μπορεί εύκολα ο κάθε πολίτης να κατανοήσει γιατί η Ελλάδα επιμένει στο αφήγημα ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα είναι ισχυρό. Μια μικρή οικονομία σαν τη δική μας, φάνηκε τελικά ότι έμαθε καλύτερα το μάθημα του 2008, υπακούοντας βεβαίως στο πολύ αυστηρό ρυθμιστικό και κανονιστικό πλαίσιο της ευρωζώνης και στις επιταγές της ΕΕ που απαιτούν υψηλά κεφάλαια και μεγάλα αποθέματα ασφαλείας.
Πολύ πριν σκάσει η χρεοκοπία της Silicon Valley Bank και των άλλων αμερικανικών τραπεζών που παρέσυρε η δική της κατάρρευση, οι τέσσερις μεγάλες συστημικές τράπεζες της χώρας ήξεραν ήδη ότι στα stress tests του 2023 στα οποία θα υποβληθούν ως το καλοκαίρι, θα δεχθούν την πρόκληση της μέτρησης στα κεφάλαιά τους, των επιπτώσεων από την αύξηση των επιτοκίων και μάλιστα σε ένα adverse (επιθετικό σενάριο). Διότι η αύξηση των επιτοκίων στο βαθμό που γίνεται αδιαλείπτως και σε μεγάλη έκταση (350 μονάδες βάσης από πέρυσι τον Ιούλιο, σε έξι μεμονωμένες κινήσεις) επηρεάζει τόσο το κόστος δανεισμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με πιθανότητες νέες επισφάλειες, όσο και το κόστος αποτίμησης των ομολόγων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Καθόλου τυχαίο λοιπόν που οι Εθνική, Εurobank, Alpha και Πειραιώς συμπεριελήφθησαν στο εξειδικευμένο stress test της DBRS που με αφορμή το σοκ της Credit Suisse μέτρησε την κεφαλαιακή ισχύ ευρωπαϊκών και μεταξύ άλλων, ελληνικών τραπεζών. Με βάση τα αποτελέσματα του οίκου, οι ελληνικές τράπεζες έχουν κεφαλαιακή επάρκεια (Tier I) 11%, υψηλότερη του απαιτούμενου 8% και μάλιστα δυναμικά αναπτυσσόμενη, με βάση τα επιχειρησιακά σχέδια της επόμενης τριετίας.
Κεφαλαιακή επάρκεια, ρευστότητα, κερδοφορία, αλλά και ποσοστά δεικτών Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων ( NPE) είναι τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την εικόνα ενός υγιούς, τραπεζικού συστήματος και αποτελούν την άμυνά του απέναντι σε πιέσεις των αγορών και άλλα έκτακτα «σοκ». Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα ολοκληρώθηκε η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των τεσσάρων μεγάλων ομίλων, για τη χρήση 2022, σύμφωνα με τα οποία:
– Η κεφαλαιακή επάρκεια Common Equity Tier I Fully Loaded (που συμπεριλαμβάνει όλους τους τελευταίους κανόνες της Βασιλείας και το νέο λογιστικό πρότυπο IFRs 9) κατατάσσει τις τράπεζες της χώρας σε πολύ υψηλά επίπεδα, δίνοντας τους διαστάσεις μεγάλης ισχύος. Στο 15,7% ο CET I F.L της Εθνικής Τράπεζας – ο δείκτης που αντανακλά την ευκολία ή δυσκολία με την οποία μια τράπεζα μπορεί να απορροφήσει έκτακτες ζημιές, όπως π.χ με τα ομόλογα – στο 15,2% της Eurobank, στο 12,5% της Alpha Bank και στο 11,5% της Πειραιώς.
– Ο δείκτης NPE (ποσοστό ) που ισοδυναμεί με τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα (κόκκινα δάνεια και ρυθμισμένα). Υπερέβησαν εαυτόν οι τράπεζες το 2022 και μείωσαν το δείκτη NPE χαμηλότερα και από τους αρχικούς τους στόχους, στο 5,1% η Εθνική, στο 5,2% η Eurobank, στο 6,8% η Πειραιώς και στο 7,8% η Alpha Bank.
– Το ενεργητικό της κάθε τράπεζας που αντανακλά το μέγεθος της και τα περιουσιακά της στοιχεία. Στα 81,5 δισ. ευρώ το ενεργητικό της Eurobank, στα 78,1 δισ. ευρώ της Εθνικής, στα 78 δισ. ευρώ της Alpha Bank και στα 74,1 δισ. ευρώ της Τράπεζας Πειραιώς.
– Η κερδοφορία απαραίτητο συστατικό της άμυνας σε εξωγενείς πιέσεις και κυρίως τα μετά φόρων αποτελέσματα, αυτά που αναλογούν στους μετόχους. Εντυπωσιακή η κερδοφορία του κλάδου πέρυσι, με σημαντικά υψηλές αυξήσεις και ανατροπή από ζημιές (σε όσους είχαν), σε κερδοφορία και μάλιστα δυναμική.
Με αύξηση μεγαλύτερη από 100% έκλεισε το 2022 για τη Eurobank που παρουσίασε μετά φόρων κέρδη 1,3 δισ. ευρώ (1.330 εκατ. ευρώ για την ακρίβεια) έναντι μόλις 328 εκατ. ευρώ το 2021.
Σε απόσταση αναπνοής η Εθνική Τράπεζα είχε μετά φόρων αποτελέσματα 1,1 δισ. ευρώ (1.120 εκατ. ευρώ) έναντι 867 εκατ. ευρώ το 2021, καταγράφοντας αύξηση κατά 29%.
Αντίστοιχη αύξηση κατά 29,3% παρουσίασε η Alpha Bank που τα αποτελέσματα μετά από φόρους αυξήθηκαν σε 429 εκατ. ευρώ έναντι 332 εκατ. ευρώ το 2021.
Σημαντική η πρόοδος της Τράπεζας Πειραιώς που από ζημία 3 δισ. ευρώ το 2021, όχι μόνο πέρασε σε κερδοφορία, αλλά εμφάνισε μετά φόρων αποτελέσματα ύψους 899 εκατ. ευρώ, στοχεύοντας σε πάνω από 1 δισ. ευρώ.