THEPOWERGAME
«Επιθετική κίνηση» προς τους δανειολήπτες θεωρείται η επίσης «επιθετική προς τον επίμονο πληθωρισμό της Ευρωζώνης» απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να προχωρήσει σε νέα αύξηση επιτοκίων κατά 0,50%, ανεβάζοντας τον πήχη του βασικού επιτοκίου του ευρώ στο 3,5%.
Αν και ήταν αναμενόμενο να προχωρήσει η ΕΚΤ στην απόφαση αυτήν, η αγορά σε έναν βαθμό εξεπλάγη, θεωρώντας ότι οι πολύ πρόσφατες ανησυχίες από τον κραδασμό που προκάλεσε η Credit Suisse θα έβαζαν σε δεύτερες σκέψεις τη Φρανκφούρτη, παρά το γεγονός ότι το 0,50% το είχε προγραμματίσει και προαναγγείλει από τον Φεβρουάριο.
Εστιάζοντας στις συνέπειες της κίνησης αυτής στους Έλληνες δανειολήπτες, μπορεί κανείς να αναλογιστεί το πόσο έχει «βαρύνει» το κόστος αποπληρωμής ενός μέσου στεγαστικού δανείου, μέσα σε οκτώ μόλις μήνες. Το συνολικό επιτόκιο ( αυτό που διαμορφώνεται με βάση το euribor τριμήνου συν το περιθώριο κέρδους) έχει σχεδόν τριπλασιασθεί, από το 2% πέρυσι το καλοκαίρι (όταν στην ουσία ο δανειολήπτης πλήρωνε μόνο… spread, αφού τα επιτόκια ήταν αρνητικά) έως σήμερα, που πληρώνει στην καλύτερη περίπτωση 5,50% (αν το spread είναι μόνο 2 μονάδες) ή 6% (αν το spread είναι 3 μονάδες).
Τα ευρωπαϊκά επιτόκια έχουν αυξηθεί κατά 350 μονάδες βάσεις, μέσα από έξι αποφάσεις της ΕΚΤ, αρχής γενομένης από τον Ιούλιο του 2022. Οι δόσεις των δανείων σε όλο αυτό το ανοδικό περιβάλλον δεν έχουν βεβαίως τριπλασιασθεί (αλίμονο !), αλλά έχουν αυξηθεί σημαντικά, ανάλογα με τη διάρκεια εξόφλησης. Μια μέση αύξηση είναι της τάξεως του 25%-35%, ποσοστό καθόλου ευκαταφρόνητο, με τις δόσεις να διαμορφώνονται σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το εξής:
Για στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ και διάρκεια εξόφλησης 20 έτη, η αρχική δόση από το επίπεδο των 536 ευρώ πέρυσι το καλοκαίρι, που σήμερα έχει διαμορφωθεί σε 667 ευρώ, ανεβαίνει στα 723 ευρώ μετά τις νέες αυξήσεις, που θα ισχύσουν από τις 22 Μαρτίου. Αυτό και μόνο το παράδειγμα αντανακλά μια αύξηση της τάξεως του 35%…
Ευνόητο είναι ότι αυτές οι αλλαγές αφορούν τα κυμαινόμενα επιτόκια στεγαστικών δανείων, τα οποία βάσει της διάρθρωσής τους δεν αφορούν όλα τα νοικοκυριά. Την τελευταία διετία-τριετία η πλειονότητα των επιτοκίων με τα οποία συνάπτονται τα στεγαστικά δάνεια είναι σταθερής διάρκειας και αυτοί οι δανειολήπτες (το 97% των νέων δανείων) δεν επηρεάζονται προφανώς από τις αυξήσεις της ΕΚΤ.
Επηρεάζονται όσοι θα θελήσουν το προσεχές διάστημα στεγαστικό δάνειο με σταθερό επιτόκιο, που θα είναι υψηλότερο από αυτά που πρόλαβαν και κλείδωσαν τα νοικοκυριά έως τώρα.
Επηρεάζονται προφανώς και όσοι έχουν κυμαινόμενο, αλλά σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, η πλειονότητα της επιλογής κυμαινόμενου επιτοκίου αφορά υπόλοιπα δανείων, κυρίως, δηλαδή, παλαιότερες χρηματοδοτήσεις, πολλές εκ των οποίων είναι στα τελευταία στάδια αποπληρωμής (άρα και δεν επιβαρύνονται σαν ένα τρέχον, νέο δάνειο κυμαινόμενο, γιατί έχουν σχεδόν εξοφληθεί οι τόκοι και αποπληρώνεται μόνο κεφάλαιο).
Το θέμα είναι ότι ένα μέσο νοικοκυριό (με βάση το παραπάνω παράδειγμα) θα πληρώσει επιπλέον 187 ευρώ στη δόση του, ποσό που αυξάνεται σημαντικά ανάλογα με τη διάρκεια εξόφλησης. Και ο προβληματισμός εντείνεται, καθώς η ΕΚΤ δεν σχεδιάζει να φρενάρει την πολιτική των αυξήσεων, αν δεν πατάξει τον πληθωρισμό από το σημερινό επίπεδο στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Ανησυχία προφανώς έχει προκαλέσει όλη αυτή η πορεία στις ρυθμίσεις δανείων που έχουν προβεί οι τράπεζες, στο πλαίσιο διαχείρισης των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων. Ρυθμίσεις που «τρέχουν» με συμβόλαια κυμαινόμενου επιτοκίου και είναι πολύ κρίσιμο -για δανειολήπτες και τράπεζες- να συνεχίσουν να εξυπηρετούνται για να μην ξαναγυρίσουν στο «κόκκινο», έπειτα από νέα αθέτηση πληρωμών. Ένας κίνδυνος για τον οποίο ήδη γράφουν προβλέψεις οι τράπεζες, αν και στην χρήση 2022 η πορεία θεραπευμένων δανείων πήγε εξαιρετικά καλά.