THEPOWERGAME
Συγκρατημένα αισιόδοξος για την πορεία τόσο της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής οικονομίας, εμφανίστηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στο Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο με θέμα «Προκλήσεις για την ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομία».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας επισήμανε ότι «η ελληνική οικονομία βρίσκεται πλέον σε θετική, αν και δύσκολη, πορεία. Παρόλο που αντιμετωπίζει αρκετές και σημαντικές προκλήσεις, φαίνεται ότι έχει την δυναμική να υπερβεί τα εμπόδια». «Ανάλογη είναι και η εκτίμηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Και εδώ, ο δρόμος θα είναι μακρύς, αλλά όχι αδιάβατος», πρόσθεσε ο κ. Στουρνάρας.
Σχετικά με τον πληθωρισμό, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι «για το 2023 και το 2024 αναμένεται σταδιακή αποκλιμάκωση, σε 5,8% και 3,6% αντιστοίχως, κυρίως λόγω της αναμενόμενης κάμψης των τιμών της ενέργειας και της αρνητικής επίδρασης της βάσης σύγκρισης. Ο υποκείμενος πληθωρισμός, δηλαδή ο πληθωρισμός που δεν περιλαμβάνει τις μεταβολές στις τιμές των ειδών διατροφής και της ενέργειας, διαμορφώθηκε στο 4,6% το 2022 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών».
Παράλληλα, «οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο 2023-2025, 10% κατά μέσο όρο, υποστηριζόμενες από τη διατήρηση επαρκούς ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα και από την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους 40 δισεκ. ευρώ περίπου από το μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισεκ. ευρώ από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Αυτοί οι πόροι εκτιμάται ότι θα προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, αναμένεται η προσέλκυση αυξημένων ξένων άμεσων και έμμεσων επενδύσεων», τόνισε ο κ. Σταϊκούρας.
Το δημόσιο χρέος
Επιπλέον, «το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να αποκλιμακωθεί από 169% του ΑΕΠ το 2022 σε 160% του ΑΕΠ το 2023, κυρίως λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, η παρατηρούμενη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων λόγω της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής δεν ανακόπτει την πτωτική τροχιά του. Η ευνοϊκή σύνθεση του δημόσιου χρέους, που αποτελείται κατά περίπου 76% από μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, η εξαιρετικά ευνοϊκή διάρθρωση των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των συμφωνιών με τους εταίρους της Ελλάδας και οι πράξεις αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου, καθιστούν το χρέος ουσιαστικά ανεπηρέαστο από τις αυξήσεις του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα».
Ως εκ τούτου, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι «σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, παρά την παρατηρούμενη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα, υπό τις εξής βέβαια προϋποθέσεις: Πρώτον, τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης παραμένουν στοχευμένα και έχουν προσωρινό χαρακτήρα. Δεύτερον, η δημοσιονομική πολιτική επιστρέφει σε μόνιμα και διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά, πλησιάζοντας το 2% του ΑΕΠ, ώστε να καλύπτονται πλήρως οι τόκοι του δημόσιου χρέους. Τρίτον, αξιοποιούνται αποτελεσματικά όλοι ο διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι, συμβάλλοντας καθοριστικά στην κάλυψη του επενδυτικού κενού και ενισχύοντας το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η αβεβαιότητα αυξάνεται καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης όσον αφορά το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Επομένως, η επόμενη δεκαετία αποτελεί μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την ταχεία αποκλιμάκωση του ελληνικού δημόσιου χρέους αφού, παρά τις αυξημένες αποδόσεις των νέων εκδόσεων, μόνο ένα μικρό μερίδιο του χρέους αναμένεται να αναχρηματοδοτείται ετησίως με όρους αγοράς, ενώ σημαντικό μερίδιο των δανείων του επίσημου τομέα έχει αντισταθμιστεί έναντι του επιτοκιακού κινδύνου».
Η επενδυτική βαθμίδα
Στο περιβάλλον και πλαίσιο αυτό, «ο απόλυτος προσανατολισμός της οικονομικής και ιδιαίτερα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου θα πρέπει να αποτελέσει αδιαπραγμάτευτο εθνικό στόχο, καθώς η επίτευξή του θα έχει ευεργετικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας», τόνισε ο κ. Στουρνάρας και πρόσθεσε: «Η ελληνική οικονομία βρίσκεται πια πολύ κοντά στο στόχο αυτό. Πρόσφατα, και ο οίκος αξιολόγησης “Fitch Ratings” αναβάθμισε τη χώρα, τοποθετώντας την ένα μόλις “σκαλοπάτι” πριν την επενδυτική βαθμίδα. Επρόκειτο για την τρίτη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας κατά το τελευταίο έτος. Πλέον, τρεις από τους τέσσερις οίκους που είναι επιλέξιμοι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν τοποθετήσει τη χώρα στο κατώφλι της επενδυτικής βαθμίδας. Δεδομένου μάλιστα ότι το 2023 είναι έτος εθνικών εκλογών, απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να υλοποιηθούν οι βασικές δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία».