THEPOWERGAME
Σε ένα τεχνικό αδιέξοδο έχουν βρεθεί τράπεζες και κυβέρνηση, ιδίως μετά τη συνάντηση που έγινε την Πέμπτη μεταξύ του Χρήστου Σταϊκούρα και των επικεφαλής των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Ενδεικτική του κακού κλίματος ήταν η μάλλον «συννεφιασμένη» αποχώρηση από τη συνάντηση του Γενικού Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής, Θάνου Πετραλιά, ο οποίος προσπέρασε τους δημοσιογράφους που περίμεναν να μάθουν κάτι για τη συνάντηση χωρίς καν να τους κοιτάξει, ενώ πάντα είναι προσηνής και καλοδιάθετος. Κύρια αιτία η συζήτηση που είχε ολοκληρωθεί λίγο πριν και φαινόταν να έχει ως βάση το λεγόμενο «Ισπανικό μοντέλο» στήριξης των δανειοληπτών, στο οποίο όμως ο κρατικός προϋπολογισμός έχει κεντρικό ρόλο και στηρίζει όποιους μπουν στο πρόγραμμα αλλά με εισοδηματικά κριτήρια (όπως θέλει άλλωστε και η Κομισιόν).
«Εδώ εμάς δεν μας παίρνει» ήταν η ξεκάθαρη τοποθέτηση υψηλότατης πηγής από την Τράπεζα της Ελλάδος. «Οι τράπεζες γνωρίζουν ότι πρέπει να κάνουν ρυθμίσεις και είναι έτοιμες να τις κάνουν, αλλά όσο τις παίρνει» συνέχισε. Αυτό σημαίνει ότι για να προχωρήσουν σε στήριξη των δανειοληπτών πέρα των συμφερόντων τους θα πρέπει σηκώσουν νέες προβλέψεις, και άρα να βάλουν κεφάλαια. Έτσι, οι τράπεζες πιέζουν για τη δημιουργία ενός νέου προγράμματος τύπου «Γέφυρας» που έγινε στην πανδημία, με την κυβέρνηση να ξεκαθαρίζει ότι «Γέφυρες δεν υπάρχουν». Μάλιστα υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπουργείο Οικονομικών ξεκαθάριζε, ότι εδώ και μέρες εμφανίζονται στον Τύπο σενάρια για γέφυρες, αλλά «θα αποδειχθούν λανθασμένα».
Το σίγουρο είναι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός δανείων με χαρακτηρισμό Stage 2, (σε κίνδυνο απώλειας της εξυπηρέτησής τους) ύψους 5,8 δισ. ευρώ. Από τη δεξαμενή αυτών των δανείων αναμένεται να γίνει η εμφάνιση νέων κόκκινων δανείων, με τις τράπεζες να εμφανίζονται καθησυχαστικές ότι ακόμη και με μία επιπρόσθετη αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ δύσκολα θα επηρεαστούν, καθώς είναι παλιά δάνεια και έχουν ξεπεράσει και την τοκοφόρα περίοδό τους. Η κυβέρνηση από την άλλη δεν θέλει σε καμία περίπτωση να πάει στις εκλογές, δείχνοντας ότι δεν έχει κάνει κάτι για να βοηθήσει τους συνεπείς δανειολήπτες αυτών των δανείων, εξού και η απαίτηση του πρωθυπουργού για αναζήτηση λύσεων. Έτσι, στη συνάντηση της Πέμπτης ο Χρήστος Σταϊκούρας πίεσε τις τράπεζες να προχωρήσουν σε επιμηκύνσεις χωρίς όμως ο κρατικός προϋπολογισμός να καλύψει την «τρύπα». Το αποτέλεσμα ήταν η αποχώρηση των τραπεζιτών, οι οποίοι αναμένεται να εμφανιστούν κατά τις αρχές της επόμενης εβδομάδας με τις δικές τους προτάσεις.
Το Υπουργείο από την πλευρά του πάντως ήταν ξεκάθαρο, λέγοντας ότι θα απαιτήσει πραγματικές παρεμβάσεις, καθώς η κατάσταση -λόγω της ανόδου του πληθωρισμού ο οποίος θα μας «συντροφεύει» και την επόμενη χρονιά- δεν είναι πλέον μία «βόλτα στην παραλία και αυτό πρέπει να το καταλάβουν οι τράπεζες» (έκφραση που χρησιμοποίησε δις υψηλόβαθμό στέλεχος της οδού Νίκης μιλώντας με δημοσιογράφους).
Πίεση επίσης ασκεί η κυβέρνηση και για την αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων τα οποία αυτή τη στιγμή εμφανίζουν μία χαοτική διαφορά συγκρινόμενα με τα επιτόκια χορηγήσεων. Τα πρώτα βρίσκονται στο συμβολικό 0,04% και τα δεύτερα στο 4%. Φαίνεται πάντως ότι σε αυτό το «μπρα ντε φερ» δεν έχει τόσο σημασία η πίεση που ασκεί το Υπουργείο Οικονομικών, καθώς με τις καταθέσεις τα πράγματα θα επηρεαστούν από την ίδια τη ζωή, ήτοι τον ανταγωνισμό και την ανάγκη των τραπεζών να κρατήσουν τις καταθέσεις στη χώρα. Αν δηλαδή δεν υπάρξουν -έστω και μικρές- αυξήσεις στα επιτόκια πολλοί θα είναι εκείνοι που θα τραβήξουν τα χρήματά τους και θα τα επιστρέψουν στο εξωτερικό, αλλάζοντας βάναυσα την σχέση καταθέσεων και εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν τώρα οι τράπεζες.
Σε αυτό το σημείο, το Υπουργείο Οικονομικών φέρνει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ένα σημαντικό (και δίκαιο λένε πολλοί) επιχείρημα, ότι δηλαδή μέχρι τώρα η πολιτεία έβαλε ισχυρή πλάτη προς τις τράπεζες, κυρίως με το πρόγραμμα «Ηρακλής», με τις εγγυήσεις, αλλά και με την στήριξη των νοικοκυριών στην πανδημία, και μάλιστα με ύψος επιδοτήσεων που αποδείχθηκε πολύ υψηλότερο από ό,τι χρειαζόταν, γεγονός που ανέβασε τις καταθέσεις. Μάλιστα, οι καταθέσεις των νοικοκυριών δεν έχουν αρχίσει ακόμη να μειώνονται (παρά το γεγονός ότι στηρίζουν την υψηλή κατανάλωση και αποπληρώνουν και τους φόρους προς το κράτος), ενώ αντιθέτως των επιχειρήσεων έχουν αρχίσει να εμφανίζουν πτώση. Από την άλλη, οι τράπεζες δεν προτίθενται να ξεπεράσουν τα όρια των δυνατοτήτων τους ούτε και σε αυτό το σημείο κι αυτό διότι αν πάρουν αποφάσεις που θα ικανοποιήσουν την κυβέρνηση, δεν θα μπορούν να τις δικαιολογηθούν στον επόπτη τους.