THEPOWERGAME
Τους τέσσερις λόγους που πρέπει να προχωρήσει η bad bank εξήγησε ο Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στη Βουλή.
Με τον όρο bad bank αναφερόμαστε σε μια νέα “τράπεζα” στην οποία μεταφέρονται τα προβληματικά στοιχεία των τραπεζών, με σκοπό την διαχείριση τους.
«Παραμένει άλυτο το πρόβλημα της διάρθρωσης των εποπτικών κεφαλαίων» επανέλαβε ο κεντρικός τραπεζίτης
Όπως εξήγησε πολύ μεγάλο μέρος των κεφαλαίων είναι με τη μορφή της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης (DTCs), η οποία δεν είναι καταβεβλημένο κεφάλαιο, αλλά μία δέσμευση, βάσει νόμου, του δημοσίου ότι (α) σε περίπτωση κερδοφόρου χρήσης των τραπεζών αυτές δεν θα πληρώνουν φόρο εισοδήματος μέχρι να εξαντληθεί το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης και (β) σε περίπτωση ζημιάς θα πραγματοποιείται αύξηση κεφαλαίου υπέρ του δημοσίου.
Ο κεντρικός τραπεζίτης επεσήμανε ότι οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν έλλειμμα άνω των 10 δισ. σε σχέση με τις λεγόμενες Ελάχιστες Απαιτήσεις Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), το οποίο υποχρεούνται να καλύψουν εντός των επόμενων 4-5 ετών.
Στην τοποθέτησή του, παρουσίασε για μια ακόμα φορά την πρόταση της ΤτΕ για τη δημιουργία bad bank:
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει στην Κυβέρνηση τη σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (σ.σ. bad bank) στην οποία θα μεταβιβαστούν NPEs στην καθαρή λογιστική τους αξία, τα οποία στη συνέχεια θα τιτλοποιηθούν σε όρους αγοράς.
Το ελληνικό δημόσιο θα προσφέρει την εγγύησή του ώστε να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ της αξίας μεταβίβασης και της εκτιμώμενης αγοραίας αξίας.
Το κόστος της συναλλαγής θα το επωμιστούν σε βάθος χρόνου οι τράπεζες, όχι το δημόσιο και ο έλληνας φορολογούμενος.
Για την παροχή της εγγύησης, το κράτος θα εισπράξει προμήθεια από τις τράπεζες, οι οποίες επιπρόσθετα θα καταβάλουν ειδικό φόρο (πλέον της φορολογίας εισοδήματος), ουσιαστικά μία αμοιβή εισόδου στο σχήμα (entry fee) σε βάθος πενταετίας.
Η εν λόγω φορολογία, θα καταβάλλεται σε μετρητά και σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση.
Το ελληνικό δημόσιο θα διατηρήσει το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη από υψηλότερες του αναμενομένου ανακτήσεις δανείων, μέσω διακράτησης του μεγαλύτερου μέρους των τίτλων κατώτερης διαβάθμισης (super junior).
Η μεταβίβαση NPEs στην καθαρή λογιστική τους αξία στην εταιρεία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού παρέχει κίνητρα στις τράπεζες που έχουν υψηλότερους δείκτες κάλυψης ΜΕΔ με προβλέψεις.
Παράλληλα η διενέργεια τιτλοποιήσεων, σε πραγματικούς όρους αγοράς, αναμένεται ότι θα αυξήσει τη ρευστότητα των τραπεζών, θα ενισχύσει σημαντικά την οργανική τους κερδοφορία και, κυρίως, θα βελτιώσει την ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων.
Η προτεινόμενη εταιρεία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού δεν θα λειτουργεί ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicer), αλλά θα αξιοποιήσει τις ήδη υπάρχουσες εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (servicers) ώστε να προκύψει ένα σχήμα λιτό, απόλυτα λειτουργικό και χωρίς ιδιαίτερες πολυπλοκότητες ως προς τη σύσταση και λειτουργία του.
Ένα κεντρικό σύστημα διαχείρισης NPEs όπως αυτό προτείνεται από την ΤτΕ, επιτυγχάνει συντονισμό και διαφάνεια στο συνολικό πλαίσιο αξιοποίησης σημαντικού παραγωγικού δυναμικού. Στόχος δεν πρέπει να είναι μόνο η μείωση των δεικτών ΜΕΔ των τραπεζών, αλλά και η εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους συνολικά.
Για την επεξεργασία της πρότασης, η ΤτΕ συνεργάστηκε με 3 συμβουλευτικές εταιρείες διεθνούς εμβέλειας και έχει διασφαλίσει ότι η πρόταση είναι άρτια σε σχέση με ζητήματα λογιστικής και εποπτικής από-αναγνώρισης αλλά και θεμάτων κρατικής βοήθειας (State Aid).
Η πρόταση της ΤτΕ έχει παρουσιαστεί στους θεσμούς αλλά και σε σημαντικό αριθμό παραγόντων της αγοράς με ιδιαίτερα θετική ανταπόκριση.
Γιατί πρέπει να γίνει
Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα η λύση πρέπει να προχωρήσει γιατί:
Πρώτον, το πρόβλημα των NPEs πρέπει να λυθεί αμέσως.
Δεύτερον, είναι απαραίτητη μια συστημική λύση η οποία θα λειτουργήσει συμπληρωματικά της υφιστάμενης, με δεδομένο ότι μετά την ολοκλήρωση των συναλλαγών που είναι προγραμματισμένες με τον Ηρακλή, το πρώτο ήμισυ του 2021, θα συνεχίσουν να υφίστανται NPEs ύψους περίπου 40 με 45 δισ. αναλόγως των εκτιμήσεων για τα νέα ΜΕΔ λόγω της πανδημίας.
Τρίτον, στην πρόταση της ΤτΕ το κόστος εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών επωμίζονται σε βάθος χρόνου οι ίδιες οι τράπεζες και όχι ο φορολογούμενος. Οι τράπεζες θα επωμιστούν τελικά το κόστος της εφαρμογής μιας λύσης που βασίζεται στην αγορά. Ωστόσο,
οι τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν από την εισαγωγή ενός μηχανισμού σταδιακής αναγνώρισης των ζημιών που καθιστά δυνατή την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας σε βάθος χρόνου.
αποφεύγεται η απίσχναση των υφιστάμενων μετόχων λόγω της μετατροπής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) για την απορρόφηση ζημιών.
Ενισχύεται η ρευστότητα και κυρίως η αποδοτικότητα των τραπεζών σε διατηρήσιμη βάση.
Τέταρτον και σημαντικότερο, η πρόταση της ΤτΕ επιλύει πέραν των NPEs και το πρόβλημα του υψηλού ποσοστού της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης στα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι:
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC) αποτελεί βάσει νόμου αμετάκλητη απαίτηση των τραπεζών έναντι του ελληνικού δημοσίου η οποία συμψηφίζεται είτε με κέρδη είτε με ζημίες.
Όταν οι τράπεζες εμφανίσουν κέρδη συμψηφίζουν DTC με φορολογία εισοδήματος.
Όταν εμφανίζουν ζημίες, συμψηφίζουν DTC με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του ελληνικού δημοσίου.
Τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία δεν αποτελούν ελληνικό νεωτερισμό. Έχουν νομοθετικά διαμορφωθεί στην Ελλάδα και άλλες χώρες της ΕΕ, λόγω των όρων & προϋποθέσεων του ευρωπαϊκού κανονισμού για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών (CRR).
Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση αναγνωρίζεται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων εφόσον ο συμψηφισμός είναι αυτόματος και υποχρεωτικός βάσει νόμου.
Εάν αυτό δεν συμβαίνει τότε τα εν λόγω ποσά πρέπει να αφαιρεθούν από τα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών με ιδιαίτερα αρνητικές και οδυνηρές συνέπειες.
Η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα καταβληθεί από τον Έλληνα φορολογούμενο είτε μέσω της ενεργοποίησης του νόμου και καταβολής μετρητών σε περίπτωση ζημιών είτε μέσω της απώλειας φορολογικών εσόδων σε βάθος χρόνου.
Εδώ και έξι χρόνια οι τράπεζες έχουν άνω του 50% των εποπτικών τους κεφαλαίων σε αποθεματικά που δεν έχουν καταβληθεί. Αυτός είναι επί της ουσίας και ο λόγος για τον οποίο η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών θεωρείται από τις αγορές κεφαλαίου ως χαμηλότερης ποιότητας σε σχέση με το κανονικό.
Παράλληλα, το ενδεχόμενο συμψηφισμού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης μέσω ζημιών (δηλαδή αύξησης μετοχικού κεφαλαίου υπέρ του ελληνικού δημοσίου και συνεπακόλουθης δραστικής μείωσης- απίσχνασης- dilution- του ποσοστού υφισταμένων μετόχων) αποτελεί αντικίνητρο για πολλούς επενδυτές προκειμένου να αξιολογήσουν θετικά τη συμμετοχή τους στο μετοχικό κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών.