THEPOWERGAME
Ένα μεγάλο ερώτημα που φαίνεται να βαραίνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι έως ποιο βαθμό θα επιμείνει ο υψηλός πληθωρισμός στην Ευρώζωνη, ενώ η αλματώδης άνοδος του κόστους ενέργειας απαιτεί την άμεση λήψη μέτρων και φαίνεται να προσπερνά κάθε δυνατότητα πρόβλεψης των εξελίξεων σε αυτό το μέτωπο. Το ζήτημα είναι έως ποιο βαθμό θα είναι η ΕΚΤ επιθετική στις επόμενες συνεδριάσεις ως προς την αύξηση του κόστους δανεισμού στην Ευρωζώνη, με αφετηρία την αυριανή συνάντηση των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Τον Ιούλιο αποφάσισε μια αύξηση της τάξεως των 50 μονάδων βάσης για πρώτη φορά μετά από μια 11ετία όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) έχει προχωρήσει αθροιστικά σε μια προς τα πάνω αναπροσαρμογή 225 μ.β. από τον περασμένο Μάρτιο.
Από τη συνεδρίαση του Ιουλίου, οι προσδοκίες για μια αύξηση των επιτοκίων αυτή την Πέμπτη έχουν αναπροσαρμοστεί από τις 50 μονάδες βάσης στις 75 μ.β., καθώς στο μεσοδιάστημα οι χονδρικές τιμές στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έφθασαν μέχρι τα 1.000 ευρώ τη μεγαβατώρα, η Ρωσία έχει διακόψει τις ροές από τον αγωγό Nord Stream 1 και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου. Οι αγορές ενέργειας κινούνται σε αχαρτογράφητα νερά και μαζί τους συμπαρασύρουν τις ισχυρότερες οικονομίες και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
Κατά κοινή αποδοχή των αξιωματούχων της ΕΚΤ προτεραιότητα είναι να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός. Ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου θεωρούν, ωστόσο, πως κάποια στιγμή θα αποκλιμακωθούν οι ανοδικές τάσεις στις τιμές, επιτρέποντας μια ήπια προσαρμογή. Σε αυτό το μήκος κύματος φαίνεται να κινείται ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν. Στον αντίποδα βρίσκεται η Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ. Στο ετήσιο συνέδριο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), το οποίο λαμβάνει χώρα στο Τζάκσον Χολ του Ουαϊόμινγκ, η Σνάμπελ είπε την περασμένη εβδομάδα πως η ΕΚΤ προτίθεται να αυξήσει τα επιτόκια σε επίπεδα που ενδεχομένως να οδηγούσαν σε αύξηση της ανεργίας ή ακόμη και ύφεση προκειμένου να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός.
Σε σταδιακή αναπροσαρμογή της νομισματικής πολιτικής
Όμως υπάρχει προβληματισμός ως προς τα μοντέλα που χρησιμοποιεί η ΕΚΤ για την πρόβλεψη της πορείας του πληθωρισμού σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. «Καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως γνωρίζουμε πολύ λιγότερα για τις κινητήριες δυνάμεις πίσω από τον πληθωρισμό απ’ ότι νομίζαμε», δήλωσε ο κεντρικός τραπεζίτης του Βελγίου Πιέρ Ουνς.
Η διαχείριση του κόστους δανεισμού στην Ευρωζώνη γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη εάν αναλογιστεί κανείς πως η αύξηση των επιτοκίων συνεπάγεται ένα όφελος για τις τράπεζες της Ευρωζώνης που διατηρούν καταθέσεις ή πιο απλά «παρκάρουν τα κεφάλαιά τους» στην ΕΚΤ. Εν μέσω της πανδημίας έλαβαν δάνεια έως και 2,2 τρισ. ευρώ με επιτόκια έως και μείον ένα τα εκατό για να τονώσουν τον δανεισμό στην πραγματική οικονομία. Μια περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ πάνω από υφιστάμενο μηδέν τα εκατό, μπορεί να τις ωφελήσει με πάνω από 20 δισ ευρώ καθώς διατηρούν σε αυτήν καταθέσεις 4,5 τρισ. ευρώ, υπολογίζουν οι Financial Times.
Αυτή την εποχή, οι κινήσεις της ΕΚΤ φαίνεται πως θα σχεδιάζονται βαθμιαία καθώς οι εξελίξεις ανατρέπουν κάθε σχεδιασμό από τη μια ημέρα στην άλλη. Όπως δήλωσε ο Γιάννης Στουρνάρας, επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδας, στις επόμενες συνεδριάσεις αρμόζει μια περαιτέρω εξομάλυνση των επιτοκίων με σταδιακή προσέγγιση από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.
Στην Ευρωζώνη, ο πληθωρισμός κατέγραψε ένα ακόμη ιστορικό υψηλό τον Αύγουστο στο 9,1% από το 8,9% τον Ιούλιο και το 3,4% τον περσινό Σεπτέμβριο. Οι τιμές ενέργειας αναρριχήθηκαν 38,3% τον περασμένο μήνα από το υψηλότερο 39,6% τον Ιούλιο, ενώ το κόστος των τροφίμων ενισχύθηκε κατά 10,6% αντί του 9,8%. Αν και παρατηρείται κάποια αποκλιμάκωση των τιμών, παραμένουν αναμφισβήτητα σε υψηλά επίπεδα. Ο κίνδυνος ύφεσης στην Ευρωζώνη αλλά και στην παγκόσμια οικονομία είναι πια ορατός καθώς οι κεντρικές τράπεζες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να σπεύσουν να αυξήσουν τα επιτόκια.
Σε αυτήν την κούρσα, η ΕΚΤ θεωρείται πως έχει μείνει πίσω από τη Fed, γεγονός που αυξάνει την αναγκαιότητα να μειώσει τη διαφορά. Αυτό αντανακλάται από την ενίσχυση του δολαρίου έναντι όλων των υπολοίπων νομισμάτων. Το ευρώ διολίσθησε αυτή την εβδομάδα πιο χαμηλά από 99 σεντς ως προς το δολάριο, γεγονός που σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητο από την ΕΚΤ.