THEPOWERGAME
Οι πρόσφατες δημοσιεύσεις δεικτών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας (ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών Απριλίου 2022, ποσοστό ανεργίας και απασχόληση Απριλίου 2022, κατά κεφαλήν ΑΕΠ 2021) και η ανακοίνωση του Eurogroup στις 16 Ιουνίου 2022 σύμφωνα με την οποία η ενισχυμένη εποπτεία δεν θα παραταθεί πέραν της προγραμματισμένης λήξης στις 20 Αυγούστου 2022, εκπέμπουν σημαντικά μηνύματα για τις βραχυχρόνιες προοπτικές και τις μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας, τονίζει στο οικονομικό δελτίο «7 Ημέρες Οικονομία» η Eurobank.
Εν συντομία, σημειώνουν οι αναλυτές, η ανάκαμψη του τουρισμού τονώνει τη ζήτηση στην οικονομία και η απασχόληση παρουσιάζει ανθεκτικότητα στην ενεργειακή κρίση. Το τελευταίο αποτέλεσμα συνδέεται και με τα μέτρα στήριξης (ποσοστό ανεργίας στο 12,5%).
Ωστόσο, όπως το 2021, η προβλεπόμενη ανάκαμψη το 2022 συνοδεύεται από υψηλό έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο (εγχώρια δαπάνη > εγχώρια παραγωγή). Ο τερματισμός της ενισχυμένης εποπτείας προσθέτει πόντους στην αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας και αποτελεί παράγοντα συγκράτησης του κόστους χρηματοδότησης του εξωτερικού ελλείμματος σε ένα περιβάλλον έντονων διακυμάνσεων στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Το επόμενο βήμα είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Η περαιτέρω ενίσχυση της αξιοπιστίας αποτελεί σημαντική συνθήκη για την είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε ένα πολυετές μονοπάτι μεγέθυνσης έτσι ώστε να καλύψει σε έναν βαθμό την απόσταση που τη χωρίζει από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ-27.
Σε συνέχεια των θετικών αποτελεσμάτων των εθνικών λογαριασμών του 1ου τριμήνου 2022, ο τουρισμός ανακάμπτει δυναμικά, στηρίζοντας τη ζήτηση και την εγχώρια παραγωγή. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις τον Απρίλιο 2022 ανήλθαν στα €647,0 εκατ. σε τρέχουσες τιμές, ξεπερνώντας τα αντίστοιχα έσοδα του Απριλίου 2019 κατά 19,0%. Για πρώτη φορά από τότε που ξέσπασε η πανδημία οι ταξιδιωτικές εισπράξεις σε έναν μήνα ήταν υψηλότερες από τις αντίστοιχες το 2019 (σε αυτό το αποτέλεσμα συνετέλεσε και το γεγονός ότι τον Απρίλιο 2022 ήταν το Πάσχα των Καθολικών).
Παρόμοια θετικά στοιχεία ανακοίνωσε και η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, με τις αφίξεις επιβατών από το εξωτερικό τον Μάιο 2022 (2,4 εκατ.) να ξεπερνούν τις αντίστοιχες του Μαΐου 2019. Τέλος, για το σύνολο του 4μηνου Ιανουαρίου-Απριλίου 2022, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν στα €1,1 δισεκ. από €0,2 δισεκ. το αντίστοιχο 4μηνο πέρυσι. Το εν λόγω ποσό αντιστοιχεί στο 86,6% των ταξιδιωτικών εισπράξεων του 4μηνου Ιανουαρίου-Απριλίου 2019 και αποτελεί μια θετική ένδειξη για την αναμενόμενη πορεία των τουριστικών εσόδων για το σύνολο του έτους.
Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις μαζί με τις αντίστοιχες του κλάδου των μεταφορών και τις δύο εναπομείνασες δόσεις στο πλαίσιο των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους (το Eurogroup την περασμένη εβδομάδα ενέκρινε την εκταμίευση της προτελευταίας δόσης των €748 εκατ., ενώ απομένει μια τελευταία ισόποση δόση που θα εκταμιευθεί προς το τέλος του έτους στην περίπτωση που ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις που βρίσκονται σε εκκρεμότητα) προσδοκάται να ανασχέσουν σε έναν βαθμό τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που πυροδοτεί η αύξηση του ελλείμματος των αγαθών.
Την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2022 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε κατά €3,3 δισεκ. Λόγω της ενεργειακής κρίσης και της βαρύτητας των εισαγωγών στο παραγωγικό υπόδειγμα της ελληνικής οικονομίας, το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών αυξήθηκε κατά €4,7 δισεκ., με το εν λόγω ποσό να αντισταθμίζεται μερικώς από την αύξηση του πλεονάσματος των υπηρεσιών και του ισοζυγίου δευτερογενών εισοδημάτων κατά €0,9 δισεκ. και €0,9 δισεκ. αντίστοιχα. Τους επόμενους μήνες, εξαιτίας των υψηλότερων εισπράξεων που αναμένονται από τον τουρισμό, η διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δύναται να επιβραδυνθεί σημαντικά ή ακόμα και να αντιστραφεί.
Παρά ταύτα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει μεγάλο για τρίτο έτος στη σειρά, κάτι που ισοδυναμεί με υψηλό καθαρό δανεισμό από το εξωτερικό. Σε ένα περιβάλλον έντονων διακυμάνσεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής από μεγάλες κεντρικές τράπεζες, η συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησης του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου, συνδέεται πέραν των άλλων παραγόντων (π.χ. παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα) και με την ενίσχυση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας.
Ο τερματισμός του καθεστώτος της ενισχυμένης εποπτείας και η είσοδος της Ελλάδας στην ομάδα των κρατών υπό του πλαισίου αξιολόγησης της μεταπρογραμματικής εποπτείας (Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος και Ιρλανδία), αποτελεί κεφάλαιο αξιοπιστίας. Στη δημιουργία του συνέβαλαν οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν και αξιολογήθηκαν θετικά από τους θεσμούς στα 4 έτη της ενισχυμένης εποπτείας (2018-2022). Το επόμενο βήμα για την περαιτέρω αύξηση του αποθέματος της αξιοπιστίας, με οφέλη στη βραχυχρόνια και τη μεσομακροπρόθεσμη περίοδο, είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η εφαρμογή ενός αποτελεσματικού σχεδίου δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η ενίσχυση της αξιοπιστίας αποτελεί επένδυση καθότι δημιουργεί κεφάλαιο. Αποτελεί σημαντική συνθήκη έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να εισέλθει σε ένα μονοπάτι πολυετούς μεγέθυνσης με στόχο να καλύψει σε έναν βαθμό την απόσταση που τη χωρίζει από την ΕΕ-27 σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση της Eurostat, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) ήταν στο 64,6% της ΕΕ-27 το 2021 (προτελευταία θέση, ήτοι 26η) από 95,3% το 2009 (14η θέση). Απαιτούνται ρυθμοί μεγέθυνσης υψηλότεροι κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες προσεγγιστικά από τους αντίστοιχους της ΕΕ-27 έτσι ώστε σε μια δεκαετία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας να βρίσκεται στο 80% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ-27 (2,7 ποσοστιαίες μονάδες αν η σύγκριση γίνει με την Ευρωζώνη).
Λαμβάνοντας υπόψιν τους περιορισμούς που αντιμετωπίζει ο παραγωγικός συντελεστής της εργασίας λόγω του δημογραφικού προβλήματος, τα προαναφερθέντα σενάρια προϋποθέτουν μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Τέλος, ο στόχος της σύγκλισης, έστω και μερικής, του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας (64,6) με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της ΕΕ-27 (100) ή της Ευρωζώνης (105,5) είναι σημαντικό να επιτευχθεί με ένα παραγωγικό υπόδειγμα που να την καθιστά διατηρήσιμη (αξιοπιστία, ανταγωνιστικότητα, ποιότητα θεσμών, δημοσιονομική πειθαρχεία). Η εμπειρία της δεκαετίας του 2000 είναι ακόμα νωπή.