THEPOWERGAME
«Λελογισμένη και αναμενόμενη» χαρακτηρίζουν οι Έλληνες τραπεζίτες τη χθεσινή απόφαση της ΕΚΤ να προχωρήσει σε αύξηση κατά 0,25% των βασικών της επιτοκίων, ως μέτρο άμυνας στην άνοδο του πληθωρισμού. Σύμφωνα με όσα σχολιάζουν στο powergame.gr, η αύξηση αυτή, που αποτελεί συνακόλουθη πολιτική με τις κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας, έχει ήδη προεξοφληθεί από τις αγορές και έχει ως έναν βαθμό συμπεριληφθεί στα business plans των τραπεζών.
Με τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, εγκαινιάζεται ένας κύκλος αυξήσεων επιτοκίων, που απουσίαζε για χρόνια από την ευρωπαϊκή αγορά, ο οποίος θα γίνεται σταδιακά και ελεγχόμενα, με παράμετρο τη μεσοπρόθεσμη πορεία των τιμών και με κριτήριο τις πληθωριστικές πιέσεις.
Για το τρέχον έτος, είναι προδιαγεγραμμένες δύο κινήσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Η μία εντός του καλοκαιριού και συγκεκριμένα στη συνεδρίαση του Συμβουλίου της ΕΚΤ προς τα τέλη Ιουλίου και η δεύτερη, στην αντίστοιχη συνεδρίαση το Σεπτέμβριο. Σήμερα, τα βασικά επιτόκια παρέμβασης της ΕΚΤ είναι από αρνητικά ( – 0,50% το αποδοχής καταθέσεων) έως μηδέν (το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης), με μόνο θετικό, το επιτόκιο διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 0,25%.
«Δώρο» στην οργανική κερδοφορία των τραπεζών
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα «δώρο» για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς αυτομάτως θα πολλαπλασιάσει τα έσοδα από τόκους, από μια σειρά τραπεζικών συναλλαγών, με θετική επίπτωση στην οργανική τους κερδοφορία. Τα έσοδα από τόκους αποτελούν παραδοσιακά μια βασική πηγή αύξησης εσόδων για το τραπεζικό σύστημα, που ήδη, είχε κάποια ισχνά κέρδη από το μέτωπο αυτό, τα προηγούμενα τρίμηνα – όχι λόγω αύξησης επιτοκίων, αλλά λόγω αναθέρμανσης της ζήτησης για δάνεια.
Άλλωστε τα επιτελεία των συστημικών τραπεζών έχουν ενημερώσει πρόσφατα τους αναλυτές ξένων οίκων, δίνοντας εκτιμήσεις και προβλέψεις για τις επιπτώσεις που θα έχουν στους ισολογισμούς τους οι σταδιακές αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ.
Είναι ενδεικτικό, ανάλογα με την τράπεζα, το πόσο θετικά επηρεάζεται η αύξηση των εσόδων ανά ποσοστό αύξησης. Για παράδειγμα, από το – 0,50% ως το 0%, η θετική επίπτωση μπορεί να είναι 80 εκατ. ευρώ και να διπλασιασθεί στα 150 εκατ. ευρώ, στο τμήμα της αύξησης που θα διαμορφωθεί από το 0 στο + 0,50%.
Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι τους επόμενους μήνες και μέχρι να καλυφθεί το χάσμα από το – 0,50% σήμερα στο +0,50%, μετά από μία σειρά σταδιακών κινήσεων, θα αυξηθούν τα έσοδα από τόκους κατά περίπου 750 εκατ. ευρώ, για την εγχώρια αγορά. Πρόβλεψη που βασίζεται σε έναν μέσο όρο κατά 180 εκατ. ευρώ μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων ομίλων, όπου ο καθένας από αυτούς υπολογίζει διαφορετικά ποσά (άλλος κάνει λόγο για 100 εκατ. ευρώ και άλλος για 270 εκατ. ευρώ).
Ανεπαίσθητη η επίπτωση στα δάνεια – Σε δεύτερη φάση η αύξηση στις καταθέσεις
Μέσα στο περιβάλλον αυτό, υπάρχει το συναλλακτικό κοινό ως αποδέκτης των αποφάσεων της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Εδώ, οι δύο βασικές κατηγορίες – δανειολήπτες – καταθέτες, βιώνουν διαφορετικά τις επιπτώσεις της αύξησης.
Μέχρι στιγμής, με τις χθεσινές αποφάσεις της ΕΚΤ οι καταναλωτές δεν είναι ούτε κερδισμένοι, ούτε χαμένοι. Η πολύ μικρή αύξηση του 0,25%, που βεβαίως θα μεταφερθεί στα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου που βασίζονται στο euribor δεν θεωρείται ότι αποτελεί πρόβλημα για την εξυπηρέτηση των δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων, ακριβώς λόγω του ότι είναι σχεδόν ανεπαίσθητη (μιλάμε για την πρώτη αύξηση των 25 basis points).
Παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των δανείων είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο, τραπεζικοί παράγοντες δεν ανησυχούν ότι η επιβάρυνση στους τόκους κατά 0,25% είναι πολύ σοβαρό ζήτημα για ένα μέσο νοικοκυριό.
Ως προς τους καταθέτες, και εκείνοι δεν έχουν να επωφεληθούν κάτι από την αύξηση που προαναγγέλθηκε χθες, καθώς ερμηνεύεται ως ένα στίγμα των κινήσεων που θα ακολουθήσει η Κεντρική Τράπεζα το προσεχές διάστημα και όχι ως άμεση υποχρέωση . Δηλαδή, δεν αποτελεί ισχυρό κίνητρο για τις τράπεζες να την μεταφέρουν στο χώρο των καταθέσεων.
Λογικά, όπως επισημαίνουν, οι αυξήσεις στο χώρο των καταθέσεων θα αρχίσουν όταν η αύξηση στις χορηγήσεις, υπερβεί τις 50 μονάδες βάσης, άρα, η συζήτηση θα ξεκινήσει μετά από δύο ανοδικές κινήσεις της ΕΚΤ. Και φυσικά, με το σταγονόμετρο.