THEPOWERGAME
Μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ο ρυθμός συγκέντρωσης στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες να κατέχουν το 95% περίπου της εγχώριας αγοράς σε σχέση με το συνολικό ενεργητικό. Αυτό ανέφερε μεταξύ άλλων η υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κυρία Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, μιλώντας στο Fin Forum 2022, διευκρινίζοντας ότι ναι μεν δεν συντρέχει λόγος για μεγαλύτερη συγκέντρωση στις τράπεζες αλλά αυτό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο συγχωνεύσεων σε επίπεδο μη συστημικών τραπεζών.
Αναφερόμενη στις προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες σε επίπεδο ψηφιακού μετασχηματισμού και πράσινης ανάπτυξης, η κυρία Παπακωνσταντίνου υπογράμμισε ότι οι ίδιες αυτές προκλήσεις μπορεί να αποτελέσουν και σημαντικές ευκαιρίες για το τραπεζικό σύστημα.
Οι τράπεζες θα κληθούν να σχεδιάσουν στρατηγικές που να λαμβάνουν υπόψη τόσο τις ζημίες από φυσικούς κινδύνους που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, όσο και τις επιπτώσεις της μετάβασης σε μία οικονομία με χαμηλότερες εκπομπές ρύπων.
Αλλωστε, όπως πρόσθεσε, οι ελληνικές τράπεζες έχουν συγκεντρωμένη δραστηριότητα εντός συνόρων – τόσο μέσω των δανείων και των επενδύσεών τους, όσο και μέσω των εξασφαλίσεων που έχουν για δάνεια που έχουν χορηγήσει. Αυτό τις καθιστά ευάλωτες στους φυσικούς κινδύνους της Ελλάδας, οι οποίοι, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, είναι αρκετά υψηλοί.
Πάντως, είναι σημαντικό ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν ισχυροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν και έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στη βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού κατά τα τελευταία τρία έτη. Αναμένεται ότι, εντός του 2022, ο δείκτης των ανοιγμάτων σε καθυστέρηση θα υποχωρήσει για πρώτη φορά σε μονοψήφιο επίπεδο σε σχέση με άνω του 45% για το σύνολο των τραπεζών το 2016. Δύο από τις συστημικές τράπεζες έχουν ήδη κατορθώσει μονοψήφιο δείκτη και οι άλλες δύο πιθανά θα το επιτύχουν το α΄ εξάμηνο του 2022.
Ωστόσο, ο δείκτης ανοιγμάτων σε καθυστέρηση, ο οποίος ήταν 13% στα τέλη του 2021, παραμένει στην Ελλάδα σημαντικά υψηλότερος του μέσου όρου των ευρωπαϊκών τραπεζών, ακόμη και χωρίς τα νέα κόκκινα δάνεια λόγω της πανδημίας.
Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για πλήρη εξυγίανση του χαρτοφυλακίου δανείων. Επίσης, είναι εξίσου σημαντικό να υπάρξει πρόοδος στην υλοποίηση των ήδη νομοθετημένων θεσμικών αλλαγών στο πλαίσιο της εξυγίανσης του ιδιωτικού χρέους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μεταβίβαση των κόκκινων δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών δεν αρκεί για την επίλυση του προβλήματος και απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για την αναδιάταξη των πόρων προς όφελος παραγωγικών δραστηριοτήτων.