THEPOWERGAME
Στο MasterCard Innovation Forum 2021 μίλησε ο Φωκίων Καραβιάς εκφράζοντας την αισιοδοξία του για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το επόμενο διάστημα.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank τόνισε ακόμα πως η Ελλάδα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα σε 15- 18 μήνες ενώ αναφερόμενος στις τράπεζες είπε οτι έφθασε η ώρα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να στηρίξουν την οικονομία.
Πιο συγκεκριμένα, όπως τόνισε ο Φωκίων Καραβίας, η αισιοδοξία του αυτή βασίζεται στα οικονομικά στοιχεία που υπάρχουν, στην πολύ καλή πορεία του τουρισμού αλλά και στο υψηλό επενδυτικό ενδιαφέρον σε πολλούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. Φυσικά σημαντικό μερίδιο για επίτευξη ταχύτερης ανάπτυξης έχει και το Ταμείο Ανάκαμψης.
Για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Αναφερόμενος στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας ο κ. Καραβίας τόνισε χαρακτηριστικά ότι «είμαι εξαιρετικά αισιόδοξος. Η αισιοδοξία μου βασίζεται στα οικονομικά στοιχεία. Το οικονομικό κλίμα είναι ιδιαίτερα θετικό. Ο τουρισμός είναι καθοριστικής σημασίας και είχαμε μια εξαιρετική σαιζόν. Αλλά δεν είναι μόνο ο τουρισμός. Βλέπουμε μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον για πολλούς τομείς, σειρά επενδυτικών σχεδίων στην ενέργεια, υποδομές όπως 5G και γρήγορο ίντερνετ, στον κατασκευαστικό τομέα, τα ακίνητα και οι ξένες επενδύσεις κινούνται πάνω από τις προσδοκίες. Ο τομέας των ακινήτων είναι ιδιαίτερα ισχυρός και εκτιμώ ότι αρχίζει ένας ανοδικός κύκλος για τα επόμενα 3-5 χρόνια.
Ο τραπεζικός τομέας έχει θεραπεύσει σημαντικά προβλήματα, τόσο στην αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων όσο και στην πρόσβαση στις αγορές. Οι τράπεζες αξιοποίησαν τις αγορές κεφαλαίου για να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους. Και αυτό αντικατοπτρίζεται στις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων, με αναβαθμίσεις τόσο για το δημόσιο όσο και για τον τραπεζικό τομέα. Εκτιμώ ότι η Ελλάδα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα τους επόμενους 15-18 μήνες, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την οικονομία συνολικά.
Τέλος, υπάρχει συνολικά διαθεσιμότητα κεφαλαίων και ρευστότητας. Αφενός, οι ευρωπαϊκοί πόροι φτάνουν τα περίπου 70 δισεκατομμύρια για τα επόμενα 5-6 χρόνια.
Επιπλέον, έχουμε επάρκεια καταθέσεων, οι οποίες αυξάνουν μήνα με μήνα, στηρίζοντας τόσο την κατανάλωση όσο και τις ιδιωτικές επενδύσεις.
«Ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να κυμανθεί στο 3,5-4% το χρόνο»
Σε μια συνέντευξη που έδωσα πρόσφατα στο περιοδικό ΤΙΜΕ, ανέφερα ότι το 2022 θα είναι άλλη μια χρονιά ισχυρής ανάπτυξης της οικονομίας. Πιστεύω ότι έχουμε μπροστά μας μια περίοδο 5 χρόνων, 2022-2026, κατά την οποία ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να κυμανθεί στο 3,5-4% το χρόνο. Αυτή μπορεί να είναι η καλύτερη περίοδος που έχει γνωρίσει η ελληνική οικονομία από τη δεκαετία του 60».
Αναπτύσσοντας τα μεγάλα οφέλη που θα φέρουν τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, υπογράμμισε ότι έχει έρθει η σειρά του ιδιωτικού τομέα και φυσικά και των τραπεζών προκειμένου να κινητοποιηθούν για την καλύτερη χρήση αυτών των χρημάτων.
«Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το κράτος έπαιξε το ρόλο του πολύ επικοδομητικά και ήταν μια μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης ότι εξασφάλισε ένα πολύ σημαντικό ύψος κονδυλίων, πόρους χωρίς προηγούμενο, και η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή του σχετικού καταλόγου ως ποσοστό του ΑΕΠ. Έκανε όμως και κάτι παραπάνω. Αποφάσισε να μοχλεύσει αυτά τα ποσά με ιδιωτική χρηματοδότηση, κάτι που θα ενισχύσει περαιτέρω τις προοπτικές της οικονομίας.
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικό, πήρε μια γενναία απόφαση να αναθέσει την διαδικασία και την έγκριση της χρηματοδότησης των επενδυτικών σχεδίων στον ιδιωτικό τομέα και αυτό θα μας επιτρέψει να αποφύγουμε την εσφαλμένη κατανομή και τη σπατάλη πόρων, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν.
Τώρα είναι η σειρά του ιδιωτικού τομέα και κυρίως του τραπεζικού συστήματος να αποδείξει πως αυτές οι αποφάσεις ήταν σωστές.
Στις τράπεζες και στη Eurobank είμαστε έτοιμοι για αυτό. Για εμάς η υποστήριξη των πελατών μας και κυρίως των επιχειρήσεων, κάθε μεγέθους, μεγάλων, μεσαίων και μικρών, είναι η επιχειρηματική μας προτεραιότητα. Συζητούμε ήδη με πελάτες για την προετοιμασία των επενδυτικών τους σχεδίων για να ζητήσουν να ενταχθούν στο RRF, έχουμε υποψήφια σχέδια 1,5-2 δισεκατομμυρίων ευρώ, αλλά δεν είναι μόνο τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης όπου πρέπει να εστιάσουμε. Τα σχετικά με το RRF σχέδια για την ενέργεια ή την ψηφιοποίηση έχουν κεντρικό ρόλο στο σχεδιασμό μας αλλά ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν κι άλλες πηγές χρηματοδότησης όπως το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας που είναι καταλληλότερα για τις μικρότερες επιχειρήσεις», επεσήμανε ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank.
Για την πολιτική της Eurobank
Σχετικά με την πολιτική της Eurobank προκειμένου να προχωρήσει σε μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, ανάφερε ότι «η κληρονομιά των NPEs βαρύνει τις ελληνικές τράπεζες πολλά χρόνια.
Κάποια στιγμή κατέστη σαφές πως δεν θα ανακτούσαμε ποτέ την εμπιστοσύνη εάν δεν αντιμετωπίζαμε το απόθεμα των NPEs με δραστικό τρόπο. Με αυτή τη λογική, στη Eurobank πήραμε την απόφαση, να κινηθούμε εμπροσθοβαρώς για να καθαρίσουμε τον ισολογισμό μας. Εφαρμόσαμε το σχεδιασμό μας στα χρονοδιαγράμματα που θέσαμε. Καθώς ξεκινήσαμε πρώτοι, θα είμαστε και οι πρώτοι που θα έχουμε μονοψήφιο δείκτη ΝΡΕ όχι το 2022, όπως ισχύει για το τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του, αλλά σε μερικές μέρες. Στο τέλος του τριμήνου, στα αποτελέσματά μας για το τρίτο τρίμηνο σε λίγες εβδομάδες, θα δείξουμε ένα δείκτη ΝΡΕ κάτω από 8%. Ως προς τα moratoria που λήγουν, ακόμη και στην κορύφωση της κρίσης, είχα τη βεβαιότητα πως δεν θα δημιουργηθεί νέο κύμα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Κι αυτό γιατί τα νοικοικυριά και οι επιχειρήσεις που είχαν καταφέρει να ξεπεράσουν τη δεκαετή οικονομική κρίση ήταν πιθανό να υπερβούν και αυτή την οικονομική καταιγίδα, με δεδομένη και σημαντική κρατική στήριξη.
Όμως, με το ρυθμό ανάπτυξης που βιώνουμε, μπορώ τώρα να πω ότι ο τελικός απολογισμός των νέων NPEs που προήλθαν από την πανδημία, θα είναι μικρότερος και από τη δική μου αρχική εκτίμηση για περίπου 5 δισεκατομμύρια. Το πιο πιθανό είναι ότι τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια λόγω πανδημίας θα κινηθούν κάτω από τα 3 δις ευρώ. Είμαι πολύ αισιόδοξος στο θέμα αυτό».
Για το ζήτημα των υπηρεσιών αποδοχής καρτών υποστήριξε «επί του παρόντος οι τράπεζες, ως χρηματοοικονομικές οντότητες αποτιμώνται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ειδικά στην Ευρώπη και πολύ περισσότερο στην Ελλάδα κυρίως επειδή η χώρα δεν έχει επενδυτική βαθμίδα. Επομένως με την πώληση αυτού του τμήματος των εργασιών οι τράπεζες μπορούν να φέρουν κεφάλαια με πολύ καλύτερους όρους.
Επιπλέον όμως καθώς σταδιακά εντείνεται ο ρυθμός ψηφιοποίησης της βιομηχανίας καρτών απαιτούνται επενδύσεις που μπορεί να είναι συμφέρουσες μόνο εάν είναι μεγάλης κλίμακας. Για αυτό βλέπουμε μια τάση ενοποίησης στον τομέα πανευρωπαϊκά. Για τους πελάτες θα είναι θετικός ο αντίκτυπος γιατί θα μπορέσουν να απολαύσουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες από εξειδικευμένες εταιρείες, δύο ή τρεις μεγάλους διεθνείς παίκτες, και επομένως να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις, παγκοσμίως».