Τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν χειρότερα, αλλά, και πάλι, καλά δεν τα λες. Στις 9 Απριλίου πολλά αφεντικά εταιρειών θα ένιωσαν ανακούφιση ακούγοντας τον Donald Trump να αναβάλει για 90 ημέρες την επιβολή «αμοιβαίων» δασμών στις εισαγωγές της Αμερικής από τις περισσότερες χώρες. Ωστόσο, μια βασική εισφορά 10% εξακολουθεί να ισχύει. Η αναβολή, βέβαια, δεν ισχύει για τις χώρες που τόλμησαν να προβούν σε αντίποινα, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, η οποία αύξησε τους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα στο 84% και τώρα αντιμετωπίζει αντίστοιχους της τάξεως του 125%.
Παρ’ όλο που ο Νasdaq-100 σημείωσε άνοδο 12%, το μεγαλύτερο άλμα των τελευταίων σχεδόν δύο δεκαετιών, οι μετρήσεις της μεταβλητότητας παραμένουν ανησυχητικά υψηλές. Παρά την αναστολή, από τότε που ο κ. Trump επέστρεψε στο αξίωμα, ο πραγματικός δασμολογικός συντελεστής της Αμερικής έχει εκτοξευθεί, με εισφορές στα πάντα, από τον χάλυβα και το αλουμίνιο μέχρι τα αυτοκίνητα και τα κινεζικά προϊόντα. Οι δασμοί πρόκειται να αποτελέσουν παράγοντα περιπλοκής για πολλές επιχειρήσεις.
Αυτό σημαίνει ότι οι ιθύνοντες των επιχειρήσεων θα πρέπει να βρουν λύση στο ακανθώδες ερώτημα του αν θα αυξήσουν τις τιμές για να αντιμετωπίσουν τους δασμούς τώρα και στο μέλλον. Η απάντηση θα εξαρτηθεί εν μέρει από τις εφοδιαστικές αλυσίδες των επιχειρήσεων. Με το τρέχον αμερικανικό δασμολογικό καθεστώς, οι επιχειρήσεις που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα, όπως η Apple, θα δουν το κόστος τους να εκτοξεύεται, νιώθοντας τη μεγαλύτερη πίεση για αύξηση των τιμών.
Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η «τιμολογιακή ισχύς». Η Morgan Stanley σημειώνει ότι οι επιχειρήσεις που πωλούν προϊόντα υψηλής ποιότητας με ισχυρά εμπορικά σήματα, όπως η Estée Lauder και η Coca-Cola, τα πάνε καλά, ενώ οι πωλητές προϊόντων χαμηλής ποιότητας, όπως η Dollar Tree, έχουν μικρότερη επιρροή. Η τιμολογιακή ισχύς αντικατοπτρίζεται επίσης στα περιθώρια κέρδους. Οι αμερικανικές φαρμακευτικές εταιρείες έχουν λειτουργικά περιθώρια κέρδους (προ αποσβέσεων) περίπου 35%, ενώ οι πωλητές καταναλωτικών αγαθών συγκεντρώνουν περίπου 5%.
Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις υψηλού επιπέδου πιθανότατα θα μετακυλήσουν το κόστος. Τα περιθώρια κέρδους τους θα πρέπει να παραμείνουν ασφαλή, καθώς οι ευκατάστατοι πελάτες τους είναι λιγότερο ευαίσθητοι στις τιμές απ’ ό,τι οι περισσότεροι. Οι επιχειρήσεις που πωλούν τυποποιημένα, ομοιογενή αγαθά, όπως το γάλα ή ο χάλυβας, πιθανότατα κι αυτές θα μετακυλήσουν το κόστος. Αυτό συμβαίνει επειδή τα περιθώρια κέρδους τους είναι τόσο μικρά που αν κάνουν οτιδήποτε άλλο κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν.
Ένα θετικό στοιχείο για τις επιχειρήσεις είναι ότι έχουν μάθει από την πιο πρόσφατη έξαρση του πληθωρισμού. «Πριν, η τιμολόγηση δεν ήταν ποτέ θέμα των ανώτατων εκτελεστικών στελεχών μιας επιχείρησης», σημειώνει ο Martin Crepy της εταιρείας συμβούλων Simon-Kucher. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου οι εταιρείες διατηρούσαν το ενδιαφέρον των καταναλωτών για τα ακριβότερα προϊόντα με μια σειρά από τακτικές, όπως προωθητικές ενέργειες, αύξηση των προσφορών για τους συνδρομητές, με τις χαμηλότερες τιμές να κατανέμονται σε ολόκληρο το έτος. Μια άλλη στρατηγική είναι να εξηγούν στους καταναλωτές τι προκάλεσε την αύξηση της τιμής. Πέρυσι η Yaokin, μια εταιρεία παραγωγής σνακ με έδρα το Τόκιο, αύξησε την τιμή των στικς σφολιάτας καλαμποκιού. Ζητώντας δημόσια συγγνώμη μέσω του X, η εταιρεία επέρριψε την ευθύνη στο υψηλότερο κόστος των πρώτων υλών. Η Volkswagen αποφάσισε να αναφέρει αναλυτικά την επίπτωση των δασμών στις τιμές λιανικής των οχημάτων που πωλούνται στην Αμερική.
Ωστόσο, για τους καταναλωτές τα καλά νέα είναι ελάχιστα. Ο Jean-Pierre Dubé του Booth School of Business του Πανεπιστημίου του Σικάγο λέει ότι ακόμη και όταν το κόστος, όπως οι δασμοί, πέφτει, πολλές επιχειρήσεις διατηρούν τις τιμές υψηλές. Η αύξηση των τιμών δεν είναι δημοφιλής και οι ευκαιρίες για κάτι τέτοιο είναι σπάνιες. Η αναστολή των δασμών του κ. Trump και οι όποιες αλλαγές στη συνέχεια μπορεί να ανακουφίσουν τους φόβους των επενδυτών, αλλά ίσως όχι και των αγοραστών.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com