Μετά τον τρόμο, η ευφορία. Όταν, στις 9 Απριλίου, ο πρόεδρος Donald Trump ανέβαλε για 90 ημέρες τους πιο παράλογους και καταστροφικούς δασμούς του, μετά την κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών αγορών, ο δείκτης S&P 500 των αμερικανικών μετοχών αυξήθηκε κατά 9,5%, σημειώνοντας την ταχύτερη ημερήσια άνοδό του εδώ και σχεδόν 17 χρόνια. Τα πιο σκοτεινά σενάρια για την παγκόσμια οικονομία που είχαν προβλέψει οι επενδυτές μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι πλέον απίθανα. Όπως φαίνεται, υπάρχει κάποιο όριο στην πτώση των αγορών που ο πρόεδρος μπορεί να ανεχθεί επί των ημερών του. Μετά το χάος που ακολούθησε την ανακοίνωση του κ. Trump για «αμοιβαίους» δασμούς μια εβδομάδα νωρίτερα, τέτοιου είδους εξελίξεις δεν είναι καθόλου μικρή πηγή παρηγοριάς για τον κόσμο.
Ωστόσο, μην μπερδεύετε την παρηγοριά της αποφυγής της καταστροφής με την καλή τύχη. Η κλίμακα του σοκ στο παγκόσμιο εμπόριο που προκάλεσε ο κ. Trump εξακολουθεί, ακόμη και τώρα, να μην έχει καμία σχέση με οτιδήποτε άλλο στην ιστορία. Έχει αντικαταστήσει τις σταθερές εμπορικές σχέσεις που η Αμερική ξόδεψε πάνω από μισό αιώνα να οικοδομήσει με μια ιδιόρρυθμη και αυθαίρετη χάραξη πολιτικής, κατά την οποία οι αποφάσεις αναρτώνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ούτε καν οι σύμβουλοί του δεν γνωρίζουν τι θα ακολουθήσει. Παράλληλα, εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια πρωτοφανή εμπορική αντιπαράθεση με τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, την Κίνα.
Οι επενδυτές και οι εταιρείες δοκιμάζονται σε όλο τον κόσμο. Οι παγκόσμιες αγορές κατέρρευσαν στην πρώτη ανακοίνωση του κ. Trump για τους δασμούς. Ο S&P 500 υποχώρησε κατά περίπου 15%. Τα κρατικά ομόλογα μακράς διάρκειας σημείωσαν πτώση, καθώς τα hedge funds αναγκάστηκαν να χαλαρώσουν τις μοχλευμένες θέσεις τους. Το δολάριο, το οποίο υποτίθεται ότι αποτελεί ασφαλές καταφύγιο, υποχώρησε. Μετά την αναβολή των δασμών, οι χρηματιστηριακές αγορές απόλαυσαν μια ιλιγγιώδη άνοδο. Μεταξύ του χαμηλού και του υψηλού της ημέρας, η αξία της Nvidia κυμάνθηκε κατά πάνω από 430 δισ. δολάρια.
Ωστόσο, ακόμα και μετά το πάγωμα των δασμών οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων παραμένουν αυξημένες. Οι παγκόσμιες μετοχές βρίσκονται 11% κάτω από τα υψηλά τους επίπεδα του Φεβρουαρίου -και δικαιολογημένα. Ο κ. Trump εξακολουθεί να έχει αυξήσει τον μέσο συντελεστή δασμών της Αμερικής σε πάνω από 25% από τον Ιανουάριο, με την υπόσχεση ότι θα υπάρξουν κι άλλες επιβαρύνσεις, μεταξύ άλλων στις εισαγωγές φαρμακευτικών προϊόντων. Οι σύμβουλοι του προέδρου επιδεικνύουν μια απίστευτη αδιαφορία για τη ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν οι δασμοί στην οικονομία. Κατά την άποψή τους, οι ξένοι πληρώνουν τον λογαριασμό για τους δασμούς και οι πτώσεις της αγοράς πλήττουν μόνο τους πλούσιους επενδυτές. Ωστόσο, η πτώση του δολαρίου σχεδόν εγγυάται ότι οι δασμοί θα προκαλέσουν εκτίναξη των αμερικανικών τιμών καταναλωτή, πλήττοντας τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών. Το χτύπημα στις καταναλωτικές δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των αγαθών που παράγονται στην Αμερική, είναι πιθανό να είναι σημαντικό, επιδεινούμενο από το πλήγμα στην εμπιστοσύνη από τις ευμετάβλητες μετοχές.
Παρόμοιο πλήγμα θα υποστούν και οι κεφαλαιουχικές δαπάνες. Περισσότερο από το ακριβές επίπεδο των δασμών, οι επιχειρήσεις επιζητούν τη βεβαιότητα ότι οι κανόνες του παγκόσμιου εμπορίου θα παραμείνουν σταθεροί, ώστε να μπορούν να προγραμματίσουν τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις τους. Για παράδειγμα, αν και η προσχώρηση της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2001 οδήγησε σε έκρηξη του εμπορίου, δεν περιελάμβανε ουσιαστική μείωση των εμπορικών φραγμών με την Αμερική. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις απέκτησαν την εμπιστοσύνη ότι δεν θα υπάρξει εμπορικός πόλεμος, μια επίδραση που οι οικονομολόγοι εκτίμησαν αργότερα ότι άξιζε μια εντυπωσιακή μείωση των δασμών κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες.
Ο κ. Trump ανέτρεψε με τη στάση του αυτήν την εμπιστοσύνη, τόσο για την Αμερική, όσο και για τους εμπορικούς της εταίρους -ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι δασμοί του αγνόησαν τις προηγούμενες εμπορικές συμφωνίες της χώρας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που υπέγραψε κατά την πρώτη του θητεία. Δεν είναι ακόμη σαφές τι πραγματικά θέλει να επιτύχει ο κ. Trump κατά την περίοδο αναμονής των 90 ημερών: οι προφανείς στόχοι του να αποσπάσει παραχωρήσεις από άλλα έθνη και να επαναπατρίσει θέσεις εργασίας στη μεταποίηση είναι αντιφατικές μεταξύ τους. Εάν οι δασμοί μειωθούν, ο επαναπατρισμός δεν θα συμβεί. Ωστόσο, αν οι εμπορικοί εταίροι υποψιαστούν ότι είναι προσηλωμένος στον προστατευτισμό, γιατί να προσφέρουν παραχωρήσεις; Και ακόμα κι αν όλοι οι δασμοί μειωθούν, η ανάμνηση της «Ημέρας της Απελευθέρωσης» θα παραμείνει στο μυαλό όλων των εταιρειών που δημιουργούν εφοδιαστικές αλυσίδες.
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Trump παραμένει σε μια ανοιχτή αντιπαράθεση με την Κίνα, από την οποία θα ήταν δύσκολο να υποχωρήσει. Όταν δημοσιεύσαμε το σχετικό άρθρο, ο νέος δασμός της Αμερικής στις κινεζικές εισαγωγές είχε φθάσει το 125% -οι εισφορές της Κίνας, συμπεριλαμβανομένων των αντιποίνων, έφθαναν στο 84%. Αυτοί οι δασμοί είναι αρκετά υψηλοί ώστε να καταστρέψουν το εμπόριο αγαθών μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, οι οποίες μέχρι τώρα ήταν βαθιά συνυφασμένες, ακόμη και σε περιόδους έντασης μεταξύ των υπερδυνάμεων.
Ο κ. Trump λέει ότι «η Κίνα θέλει να προβεί σε συμφωνία». Ωστόσο, όπως και με τους συμμάχους της Αμερικής, μόνο ο ίδιος γνωρίζει ποια μπορεί να είναι μια τέτοια συμφωνία. Τα δυτικά παράπονα για την προσέγγιση της Κίνας στο εμπόριο δεν σταμάτησαν καθόλου για πάνω από μια δεκαετία. Η χώρα παραβιάζει εδώ και καιρό το πνεύμα του ΠΟΕ. Το μοντέλο του κρατικού καπιταλισμού της, στο οποίο οι εξαγωγείς της υποστηρίζονται από ένα αδιαφανές σύστημα επιδοτήσεων και κρατικής χρηματοδότησης, είναι δύσκολο να συνδυαστεί με μια διαφανή, βασισμένη σε κανόνες τάξη πραγμάτων. Επιπλέον, τα μεταποιητικά πλεονάσματα της Κίνας είναι τόσο μεγάλα εν μέρει επειδή η δική της κατανάλωση είναι πολύ χαμηλή. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν κάνει την Αμερική φτωχότερη συνολικά, αλλά σημαίνουν ότι το εμπόριο με την Κίνα δεν θεωρείται δίκαιο -ιδιαίτερα από τους εργαζόμενους που έχουν εκτοπιστεί.
Ωστόσο, ένας καταστροφικός και απρόβλεπτος δασμολογικός πόλεμος δεν ήταν ποτέ ο σωστός τρόπος προσέγγισης αυτών των προβλημάτων (τα οποία ούτως ή άλλως ήταν έτοιμα να βελτιωθούν, καθώς η Κίνα τονώνει την οικονομία της). Οι δασμοί και των δύο πλευρών προκαλούν βαθιά οικονομική ζημία. Μπορούν επίσης να αυξήσουν τον κίνδυνο στρατιωτικής αναμέτρησης. Μια πιο πολλά υποσχόμενη οδός για την Αμερική ήταν να συσπειρώσει τους συμμάχους της σε ένα αρκετά μεγάλο μπλοκ ελεύθερου εμπορίου ώστε, ως τίμημα εισόδου, να αναγκάσει την Κίνα να αλλάξει τις εμπορικές της πρακτικές. Αυτή ήταν η στρατηγική πίσω από το Σύμφωνο Συνεργασίας των Δύο Πλευρών του Ειρηνικού (TPP), μια εμπορική συμφωνία που ο κ. Trump πέταξε στα σκουπίδια κατά τη διάρκεια της πρώτη του θητείας. Ο Scott Bessent, ο υπουργός Οικονομικών, μιλάει για την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας με τους συμμάχους και την προσέγγιση της Κίνας «ως ομάδα», αλλά τώρα, που έχει εκφοβίσει τους συμμάχους της και έχει αθετήσει τις προηγούμενες συμφωνίες της, η Αμερική θα διαπιστώσει ότι είναι λιγότερο πρόθυμοι να συνεργαστούν.
Τέτοια είναι η κοντόφθαλμη και απερίσκεπτη ατζέντα του κ. Trump. Μέσα σε μόλις δέκα ημέρες ο πρόεδρος έβαλε τέλος στις παλιές βεβαιότητες που στήριζαν την παγκόσμια οικονομία, αντικαθιστώντας τις με εξαιρετικά επίπεδα αστάθειας και σύγχυσης. Ένα μέρος του χάους μπορεί προς το παρόν να έχει υποχωρήσει, αλλά για ό,τι έχει χαθεί θα χρειαστεί πολύς χρόνος να αποκατασταθεί.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com