Η συντηρητική αντεπανάσταση ξεκίνησε με ένα μυστικό υπόμνημα, τουλάχιστον όπως συχνά λέγεται στην πολιτική αριστερά της Αμερικής, με το μείγμα φόβου και φθόνου που χαρακτηρίζει τους συνωμοσιολόγους. Το καλοκαίρι του 1971, ο Lewis Powell, ένας διακεκριμένος εταιρικός δικηγόρος, που σύντομα θα διοριζόταν στο Ανώτατο Δικαστήριο, συνέταξε μια εμπιστευτική πρόταση για το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ. Ο Powell σχεδίαζε ένα δαπανηρό, συντονισμένο, πολυετές πρόγραμμα για την αντιμετώπιση της επιρροής της αριστεράς στα μέσα ενημέρωσης, τα δικαστήρια, τις αίθουσες συνεδριάσεων και, πάνω απ’ όλα, τα πανεπιστήμια. «Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι οι πανεπιστημιουπόλεις αποτελούν την πιο δυναμική πηγή» μιας εντεινόμενης επίθεσης στην ελεύθερη επιχειρηματικότητα, προειδοποίησε.
Το υπόμνημα μοιάζει πλέον ξεπερασμένο, όχι όμως επειδή οι συντηρητικοί θεσμοί που οραματιζόταν ο Powell έχουν γίνει μέρος της πολιτικού καθεστημένου ή επειδή τα θέματα που τον απασχολούσαν έχουν ξεθωριάσει. Ο κώδωνας του κινδύνου που έκρουε ο Powell για τη μαρξιστική σχολή και τον «ιδεολογικό πόλεμο» κατά των «αξιών της δυτικής κοινωνίας», ακόμη και για τη συγκεκριμένη επιρροή του Herbert Marcuse και του Eldridge Cleaver, ακούγονται, αν μη τι άλλο, πιο δυνατά μισό αιώνα μετά. Αυτό που φαίνεται ξεπερασμένο είναι η λογική του Πάουελ. Η φιλελεύθερη σκέψη, προειδοποιούσε, είναι «απαραίτητη για μια ισορροπημένη άποψη».
Οι συντηρητικοί θα πρέπει απλώς να επιμείνουν τα πανεπιστήμια να τους παρέχουν τις ίδιες ευκαιρίες να ακουστούν με αυτές που παραχωρούν στους κομμουνιστές. «Ελάχιστα πράγματα είναι πιο καθαγιασμένα στην αμερικανική ζωή από την ακαδημαϊκή ελευθερία», παρατηρούσε ο Powell. «Η τελική ευθύνη για την πνευματική ακεραιότητα των πανεπιστημίων πρέπει να παραμείνει στις κυβερνήσεις και τις σχολές».
Τελικά η πολιτική φαντασία ξεπέρασε τον Powell ή μήπως μπήκαν οι αρχές εμπόδιο; Όποιο κι αν είναι το εμπόδιο, δεν αποτρέπει τον Donald Trump. Όπως ένας τραμπούκος που παρενοχλεί τους πάντες στη σχολική καφετέρια, εισβάλει στην ομάδα της Ivy League, απειλώντας ή παρακρατώντας ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις για να επιβάλει ιδεολογικές αλλαγές, δεσμεύοντας χρήματα που προορίζονταν για τις επιστήμες για να επιμείνει σε αλλαγές στις ανθρωπιστικές επιστήμες ή ακόμα και στον αθλητισμό. Ο πιο πρόσφατος στόχος του είναι το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Την 1η Απριλίου ο πρόεδρός του, Christopher Eisgruber, αποκάλυψε ότι η κυβέρνηση είχε αναστείλει δεκάδες ερευνητικές επιχορηγήσεις προς το ίδρυμα, χωρίς να είναι σαφές το γιατί.
Το Πρίνστον δεν ήταν μεταξύ των δέκα πανεπιστημίων στη λίστα επανεξέτασης από την ειδική ομάδα του κ. Trump για αντισημιτισμό, τον κύριο λόγο που έχει δώσει μέχρι στιγμής η κυβέρνηση για την καταστολή της. Ωστόσο, ο κ. Eisgruber ήταν ο μόνος μεταξύ των προέδρων των κολεγίων που μίλησε για την υπεράσπιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στα μέσα Μαρτίου, σε ένα δοκίμιο στο Atlantic, χαρακτήρισε την ακύρωση από την κυβέρνηση επιχορηγήσεων ύψους 400 εκατ. δολαρίων προς το Πανεπιστήμιο Κολούμπια «τη μεγαλύτερη απειλή για τα αμερικανικά πανεπιστήμια από την εποχή του Κόκκινου Τρόμου της δεκαετίας του 1950». Είναι επίσης πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Αμερικανικών Πανεπιστημίων, η οποία στις 31 Μαρτίου εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία προειδοποιούσε ότι «η απόσυρση της χρηματοδότησης της έρευνας για λόγους που δεν σχετίζονται με την έρευνα δημιουργεί ένα επικίνδυνο και αντιπαραγωγικό προηγούμενο».
Τα πανεπιστήμια είναι τόσο ευάλωτα στον κ. Trump για τον λόγο ότι αυτά, και η Αμερική, είναι τόσο ισχυρά. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η κυβέρνηση βρήκε την ιδέα ότι η Αμερική θα μπορούσε να ηγηθεί της παγκόσμιας καινοτομίας με τη χορηγία της πανεπιστημιακής έρευνας, μια επένδυση που απέφερε αμέτρητες ανακαλύψεις και τα καλύτερα ερευνητικά πανεπιστήμια στον κόσμο. Η σύμπραξη βασίστηκε στις αρχές της ακαδημαϊκής ελευθερίας που αναπτύχθηκαν στο πρώτο μισό του αιώνα και εγκρίθηκαν το 1957 από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο διαπίστωσε ότι «η επιβολή οποιουδήποτε ζουρλομανδύα στους πνευματικούς ηγέτες των κολεγίων και των πανεπιστημίων μας θα έθετε σε κίνδυνο το μέλλον του έθνους μας».
Ο κ. Trump δεν βλέπει κανένα λόγο να τιμήσει τους όρους αυτής της συνεργασίας. Έτσι, το Χάρβαρντ κινδυνεύει να χάσει έως και 9 δισ. δολάρια σε ομοσπονδιακές επιχορηγήσεις και συμβάσεις επειδή η κυβέρνηση το κατηγορεί ότι δεν προστατεύει τους Εβραίους φοιτητές και ότι «προωθεί διχαστικές ιδεολογίες». Ελπίζοντας να αποτρέψει τον κ. Trump, το Χάρβαρντ είχε λάβει μέτρα όπως η εκδίωξη δύο ηγετών του Κέντρου Μεσανατολικών Σπουδών του, αλλά η κίνησή του δεν φάνηκε να κατεύνασε τον πρόεδρο. Η κυβέρνηση ανέστειλε επίσης επιχορηγήσεις ύψους 175 εκατ. δολαρίων στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια επειδή, πριν από τρία χρόνια, επέτρεψε, σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του σε μια διεμφυλική γυναίκα να αγωνιστεί στη γυναικεία ομάδα του.
Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει το νόμο με το μέρος της. Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, η κυβέρνηση υποτίθεται ότι πρέπει να διεξάγει ακρόαση και στη συνέχεια να υποβάλει γραπτή έκθεση στο Κογκρέσο σχετικά με τη νομική παραβίαση προτού διακόψει τα κονδύλια – και ακόμα και τότε μπορεί να διακόψει τα χρήματα μόνο για το συγκεκριμένο πρόγραμμα που δεν συμμορφώνεται. Ωστόσο, ο κ. Trump έχει σίγουρα την πολιτική με το μέρος του. Γνωρίζει πώς να διαλέγει τις πολιτιστικές του μάχες. Τα ελίτ πανεπιστήμια, τα οποία έχουν γίνει μοχλοί ανισότητας στην αμερικανική ζωή, δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητά ακόμη και πριν τα κατακλύσουν οι ταυτοτικές πολιτικές και οι διαμαρτυρίες για τον πόλεμο στη Γάζα. Τώρα ο ίδιος ο πρόεδρος του Χάρβαρντ λέει ότι έχει πέσει θύμα αντισημιτισμού στη δουλειά του. Το γεγονός ότι οι Δημοκρατικούς μπήκαν στον πειρασμό να υπερασπιστούν τα φανταχτερά κολέγια τους οδήγησε να χαρακτηριστούν ακόμα περισσότερο ως το κόμμα των πλουσίων και των διαπιστευμένων. Η αποτυχία των προέδρων των πανεπιστημίων να υπερασπιστούν ο ένας τον άλλον -με έντιμες εξαιρέσεις όπως ο κ. Eisgruber- τους καθιστά όλους ευάλωτους.
Ωστόσο, ο κ. Trump φαίνεται απίθανο να σταματήσει στην Ivy League, και ποιος ξέρει πόσο ακραίες μπορεί να γίνουν οι απαιτήσεις του. Το εκτελεστικό διάταγμά του της 27ης Μαρτίου που απαιτεί την επανεξέταση του Smithsonian είναι μια πρώτη ένδειξη. Ο κ. Trump εστίασε σε μια έκθεση γλυπτικής η οποία αναπαριστά την Αμερική, μαζί με άλλες, ως κοινωνίες που «χρησιμοποίησαν τη φυλή για να εγκαθιδρύσουν και να διατηρήσουν συστήματα εξουσίας, προνομίων και στέρησης δικαιωμάτων». Κάτι που, φυσικά, έκανε. Το πιο σοκαριστικό όμως είναι ότι καταδίκασε την έκθεση για την προώθηση της ιδέας ότι η φυλή «δεν είναι μια βιολογική πραγματικότητα αλλά ένα κοινωνικό κατασκεύασμα». Η προώθηση της ιδέας ότι η φυλή είναι μια βιολογική πραγματικότητα αποτελεί βούτυρο στο ψωμί του ρατσισμού. Θα ήταν πράγματι μια μαύρη μέρα αν τα μεγάλα ερευνητικά πανεπιστήμια της Αμερικής αναλάμβαναν κάποτε ένα τέτοιο project.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com