Το γεγονός ότι οι γυναίκες κερδίζουν λιγότερα από τους άνδρες στις πλούσιες χώρες είναι τόσο γνωστό που συχνά αντιμετωπίζεται με ένα ανασήκωμα των ώμων. Το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων είναι ένας από τους δέκα δείκτες του ετήσιου «δείκτη γυάλινης οροφής» που κατατάσσει την κατάσταση των γυναικών στον εργασιακό χώρο.
Στις περισσότερες μετρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της εκπροσώπησης στα διοικητικά συμβούλια και στα κοινοβούλια, χρόνο με το χρόνο οι χώρες βελτιώνονται. Όμως σε ολόκληρο τον ΟΟΣΑ, παρά τις πολιτικές που έχουν σχεδιαστεί για τη μείωσή του, το μέσο χάσμα έχει κολλήσει στο 11,4%, από το χαμηλό 11,1% το 2020 (βλ. διάγραμμα).
Οι νόμοι κατά των διακρίσεων και της ίσης αμοιβής υπάρχουν στις περισσότερες χώρες εδώ και δεκαετίες. Το 2017 η Βρετανία άρχισε να υποχρεώνει τις μεγάλες εταιρείες να δημοσιεύουν στοιχεία για το μισθολογικό χάσμα. Η ΕΕ και η Ιαπωνία ακολούθησαν. Δέκα αμερικανικές πολιτείες έχουν νόμους που απαιτούν από τους εργοδότες να γνωστοποιούν τις αμοιβές στις αγγελίες θέσεων εργασίας. Ωστόσο, το χάσμα παραμένει, και σε ορισμένες χώρες, όπως η Αυστραλία και η Ιαπωνία, αυξάνεται.
Ένας λόγος είναι ότι η πανδημία έπληξε δυσανάλογα τις γυναίκες, οι οποίες ήταν πιθανότερο να απολυθούν ή να παραιτηθούν για να φροντίσουν τα παιδιά τους. Τα παραπάνω ήρθαν να προστεθούν στην ήδη υπάρχουσα «ποινή μητρότητας» που πλήττει την καριέρα των γυναικών που δημιουργούν οικογένειες και ισχύει ιδιαίτερα σε χώρες όπου η φροντίδα των παιδιών είναι δαπανηρή, όπως η Βρετανία και η Αμερική. Υπάρχουν και έρευνες που εξετάζουν τις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στην καριέρα, ασχέτως παιδιών, τα αποτελέσματα των οποίων δεν διαφοροποιούνται σημαντικά.
Ένα πρόσφατο βιβλίο υποστηρίζει ότι οι γυναίκες συνεχίζουν να εκτοπίζονται από τους υψηλότερα αμειβόμενους τομείς, όπως ο τραπεζικός και ο τεχνολογικός. Στο βιβλίο «Fair Shake», οι Naomi Cahn, June Carbone και Nancy Levit, τρεις αμερικανίδες καθηγήτριες του δικαίου, υποστηρίζουν ότι το μοντέλο του ανταγωνισμού «ο νικητής τα παίρνει όλα» και οι υπερβολικές ώρες εργασίας αποθαρρύνουν τις γυναίκες να εισέλθουν σε ορισμένους τομείς και κρατούν χαμηλά τις γυναίκες που εισέρχονται. Σε πολλές επιχειρήσεις, μια κουλτούρα που μοιάζει με «τουρνουά», όπου οι εργαζόμενοι μάχονται για τα μπόνους, ευνοεί τους άνδρες, οι οποίοι τείνουν να σχηματίζουν συμμαχίες και στο βωμό της ανέλιξής τους, μπορεί να συμπεριφέρονται άσχημα.
Ενα εντυπωσιακό παράδειγμα είναι το ποσοστό των γυναικών με πτυχίο πληροφορικής, το οποίο κορυφώθηκε το 1986. Σήμερα οι γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να εγκαταλείψουν τον κλάδο της τεχνολογίας από ό,τι οι άνδρες. Βέβαια, η ανδροκρατία της Silicon Valley δεν ήταν αναπόφευκτη. Μελέτες έχουν επίσης διαπιστώσει ότι ακόμα και όταν οι γυναίκες εισέρχονται σε ανδροκρατούμενους τομείς, οι μισθοί τους τείνουν να είναι κατώτεροι, γεγονός που υποδηλώνει ότι η εργασία τους υποτιμάται συστηματικά. Η σεξουαλική παρενόχληση εξακολουθεί επίσης να είναι διαδεδομένη σε αυτούς τους τομείς, με τις γυναίκες που την καταγγέλλουν πιθανότατα να οδηγούνται σε χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Η φροντίδα, οι κανόνες και η εργασιακή κουλτούρα συμβάλλουν στην εξήγηση του γιατί οι εταιρικοί αγωγοί σταδιοδρομίας φαίνονται να έχουν επιλεκτικές διαρροές. Οι γυναίκες κατέχουν το 43% των διευθυντικών θέσεων σε μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, αλλά το ποσοστό τους ως CEO μετά βίας ξεπερνά το 10%, το οποίο είναι δύσκολο να αγνοηθεί.
© 2025 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com