THEPOWERGAME
Αν μετακομίσετε από μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια άλλη, τα περισσότερα από τα πράγματα θα συνεχίσουν να λειτουργούν ομαλά. Ένα αυτοκίνητο που αγοράστηκε στην Πολωνία θα εξακολουθεί να είναι χρηστικό και στην Πορτογαλία, χάρη σε ένα ενιαίο σύνολο κανονισμών (αν και με τον καιρό θα χρειαστεί νέες πινακίδες και ασφάλιση). Στη Σουηδία, όπως και στην Ελλάδα, πωλούνται οι ίδιες συσκευές, δεδομένου ότι οι πρίζες και οι τάσεις είναι τυποποιημένες. Με λίγη μαστοριά, μπορεί να λειτουργήσει και η συνδρομή στο Spotify. Ωστόσο, η χρήση ενός τραπεζικού λογαριασμού που έχει ανοιχθεί σε μια χώρα της ΕΕ ενώ ο δικαιούχος ζει σε μια άλλη είναι ιδιαίτερα προβληματική, ακόμα και αν και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν το ευρώ. Θεωρητικά, οι Ευρωπαίοι, όπως και τα ξαδέλφια τους στην Αμερική, ζουν σε μια μεγάλη, ενιαία αγορά, ελεύθεροι να συνάπτουν συμβάσεις υπηρεσιών με επιχειρήσεις που εδρεύουν οπουδήποτε στο μπλοκ. Στην πράξη, τα συστήματα πληρωμών μερικές φορές δέχονται μόνο κάρτες που εκδίδονται από τοπικές τράπεζες -και σας ευχόμαστε καλή τύχη στην περίπτωση που προσπαθήσετε να πείσετε τη φινλανδική σας τράπεζα να χρηματοδοτήσει ένα ισπανικό στεγαστικό δάνειο. Η χρηματοδότηση είναι το σημείο όπου το ευρωπαϊκό ιδεώδες μιας απρόσκοπτης ένωσης συχνά υπολείπεται περισσότερο.
Ωστόσο, όρια της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς αποκαλύφθηκαν περίτρανα αυτόν τον μήνα, όταν η ιταλική τράπεζα UniCredit έκανε κινήσεις για την εξαγορά της Commerzbank, μιας γερμανικής ανταγωνίστριας. Μια προτεινόμενη συναλλαγή που θα έπρεπε να ενδιαφέρει μόνο τους οικονομικούς επιστήμονες -η UniCredit και η Commerzbank είναι αντίστοιχα η 10η και η 17η μεγαλύτερες δανείστριες της ΕΕ- εξελίχθηκε σε ένα άσχημο εθνικιστικό γαϊτανάκι. Ο Olaf Scholz, ο Γερμανός καγκελάριος, βρήκε χρόνο από τη γεωπολιτική του ατζέντα στις συνεδριάσεις των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη για να βροντοφωνάξει κατά των «εχθρικών» Ιταλών τραπεζιτών που έχουν βγει στη γύρα. Μόλις πριν από δύο εβδομάδες, η ΕΕ δημοσίευσε την πολυδιαφημισμένη έκθεση του Mario Draghi, πρώην Ιταλού πρωθυπουργού, στην οποία προτείνει να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη με την εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς της. Ένα ηχηρό «όχι» κατέστρεψε τα σχέδιά του πριν καν οι περισσότεροι διαβάσουν τις 400 σελίδες της.
Ο ευρωπαϊκός σοβινισμός έχει από καιρό τον τρόπο να εκτροχιάζει τα καλύτερα σχέδια εξαγοράς. Το 2005 η Γαλλία απέρριψε μια προσφορά για την Danone με την αιτιολογία ότι η εταιρεία παραγωγής γιαουρτιού ήταν στρατηγικής σημασίας. Ο υποψήφιος αγοραστής ήταν Αμερικανός. Όμως οι εξαγορές από επιχειρήσεις άλλων χωρών της ΕΕ δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη συμπάθεια, ώστε να δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα των Ευρωπαίων πρωταθλητών που θα ανταγωνιστούν σε παγκόσμιο επίπεδο; Προφανώς όχι. Επειδή η Commerzbank δανείζει επιχειρήσεις Mittelstand και εξαγωγείς, το γερμανικό κατεστημένο την έχει τοποθετήσει σε ένα πολύ υψηλό οικονομικό βάθρο. Ορισμένοι τη θεωρούν εθνικό θησαυρό, που προτιμούν να κλείσουν, παρά να τον παραδώσουν στους «βρόμικους» Ιταλούς (αυτό είναι μάλλον διασκεδαστικό για τους λάτρεις της οικονομίας -συμπεριλαμβανομένου του αρθρογράφου, πρώην τραπεζικού ανταποκριτή-, οι οποίοι θυμούνται ότι παλιότερα ή ίδια τράπεζα είχε ονομαστεί «Comedybank», εξαιτίας του «ταλέντου» της να χάνει χρήματα σε μια εκθαμβωτική σειρά ελαφρόμυαλων αποφάσεων δανεισμού). Το μερίδιο της UniCredit αγοράστηκε εν μέρει κατευθείαν από τις γερμανικές Αρχές, οι οποίες διέσωσαν την Commerzbank το 2008. Αντίθετα, η UniCredit διαθέτει μια αξιόλογη διοίκηση και είναι πιο κερδοφόρα από τον στόχο της, εν μέρει χάρη σε μια γερμανική μονάδα που ήδη κατέχει.
Το κατά πόσον η συμφωνία έχει νόημα για τις δύο ομάδες των μετόχων είναι πέραν των αρμοδιοτήτων του υπογράφοντος το άρθρο. Βεβαίως, η ιταλική τράπεζα εκνεύρισε άσκοπα τις γερμανικές Αρχές, χρησιμοποιώντας έξυπνα οικονομικά τεχνάσματα για να αποκρύψει το μέγεθος της συμμετοχής της, η οποία φαίνεται ότι θα φτάσει το 21%, σχεδόν διπλάσιο από το ποσοστό της γερμανικής κυβέρνησης. Ωστόσο, το βιτριόλι που πέταξε το Βερολίνο για να αποκρούσει την εξαγορά γελοιοποιεί τις διακηρύξεις της Γερμανίας υπέρ της «τραπεζικής ένωσης» της ΕΕ (και μιας συναφούς ένωσης των κεφαλαιαγορών), όπως ζήτησε ο κ. Draghi. Η ενστικτώδης αντίδρασή της μυρίζει οικονομικό εθνικισμό. Για να το παραφράσω: οι Ιταλοί δεν μπορούν να βρουν λύσεις για την οικονομία τους, γιατί να τους εμπιστευτούμε μία από τις τράπεζές μας; Η Ιταλία, με τη σειρά της, στηρίζει τη συμφωνία -εφόσον η συνδυασμένη οντότητα παραμείνει με έδρα το έδαφός της.
«Το ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι: έχουμε 27 εθνικά τραπεζικά συστήματα ή ένα;», ρωτά ο Nicolas Véron του Bruegel, ενός κέντρου μελετών στις Βρυξέλλες. Όπως και τα σύγχρονα εθνικιστικά κινήματα, επισημαίνει, οι ευρωπαϊκές τράπεζες ενηλικιώθηκαν τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, παρέχοντας έναν ισολογισμό για τη χρηματοδότηση του πολέμου, της αυτοκρατορίας και ό,τι άλλο το κράτος χρειαζόταν να χρηματοδοτήσει. Μέχρι σήμερα οι πολιτικοί θέλουν να κρατούν τις μεγάλες τράπεζες κοντά τους. Ο πρόεδρος της UniCredit είναι πρώην υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας, ο πρόεδρος της Commerzbank πρώην επικεφαλής της γερμανικής κεντρικής τράπεζας. Οι γαλλικές τράπεζες συνήθως προεδρεύονται από πρώην αξιωματούχους, των οποίων το βασικό πλεονέκτημα είναι οι γνωριμίες τους στους διαδρόμους της εξουσίας, όχι η ικανότητά τους να εκτιμούν την πιστοληπτική ικανότητα των πελατών.
Οι στενοί δεσμοί μεταξύ των τραπεζών και του κράτους επιτάχυναν την κρίση της ευρωζώνης που ακολούθησε το χρηματοπιστωτικό «νέφος» του 2007. Οι τράπεζες κλονίστηκαν εν μέρει επειδή κατείχαν χρέη που είχαν εκδοθεί από τις κυβερνήσεις των χωρών τους, στη συνέχεια κατέστησαν προβληματικές και οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους έπρεπε να τις διασώσουν κ.ο.κ. Η αναδιάταξη του συστήματος έτσι ώστε οι τράπεζες να αποτελούν πλέον μέρος ενός ενιαίου συστήματος σε ολόκληρη την ΕΕ, πέρα από τα νύχια των κυβερνήσεών «τους», σχεδιάστηκε για να σπάσει αυτός ο βρόγχος της καταστροφής, καθώς και για να αντιστοιχίσει μια ευρύτερη δεξαμενή αποταμιεύσεων σε ένα ευρύτερο σύνολο δυνητικών δανειοληπτών. Μεγάλο μέρος -αν και όχι όλα- των απαιτούμενων υδραυλικών εγκαταστάσεων γι’ αυτήν την τραπεζική ένωση είναι ήδη έτοιμα, ιδίως η εποπτεία των μεγάλων δανειστών απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από το 2014. Όμως η απόδειξη της ύπαρξής της έγκειται εν μέρει στο κατά πόσον πραγματοποιούνται διασυνοριακές συμφωνίες. Μέχρι στιγμής η απουσία τους είναι αξιοσημείωτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι μικρές και χορηγούν λιγότερα δάνεια απ’ ό,τι θα έπρεπε. Ακόμα χειρότερα, όταν οι μεγάλες επιχειρήσεις της ΕΕ διενεργούν πολύπλοκες χρηματοοικονομικές πράξεις προσφεύγουν σε μεγαθήρια της Wall Street, όπως η JPMorgan -όπως έκανε η γερμανική κυβέρνηση για να πουλήσει το μερίδιό της στην Commerzbank.
Ένα από τα γερμανικά επιχειρήματα για την αποτροπή του ιταλικού εγχειρήματος είναι ότι σε μια κρίση οι τράπεζες τείνουν να υποχωρούν στην εγχώρια αγορά τους -δηλαδή ότι οι ιταλικές Αρχές θα ανάγκαζαν τη UniCredit να λιμοκτονήσει τους Γερμανούς δανειολήπτες. Αν αυτό είναι αλήθεια, η τραπεζική ένωση μπορεί ήδη να κηρυχθεί αποτυχημένη και θα πρέπει να αντικατασταθεί αμέσως. Αν δεν ισχύει, όπως φαίνεται πιο πιθανό, οι πολιτικοί θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι τα εθνικά τους συμφέροντα εξυπηρετούνται καλύτερα όταν οι ευρωπαϊκές λύσεις αφήνονται να λειτουργήσουν, όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στην πράξη.
© 2024 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com
Διαβάστε επίσης
Διαβατήρια: Στο 1 τρισ. το κόστος από την κατάργηση της Σένγκεν
Σουβλάκι: Πόσο κοστίζει, πού αναμένεται να φτάσει
Η πράσινη επέλαση της Masdar στην Ευρώπη