THEPOWERGAME
Μακάρι ο Boris Johnson να αντιδρούσε στην απειλή της Covid-19 τόσο άμεσα, όσο αντέδρασε στην απειλή της νέας ποδοσφαιρικής σούπερ λίγκας.
Μόλις έξι βρετανικοί σύλλογοι ανακοίνωσαν το σχέδιό τους να δημιουργήσουν ένα ξεχωριστό πρωτάθλημα με κορυφαίους ευρωπαϊκούς συλλόγους, η κυβέρνηση αντέδρασε πάραυτα.
Ο κ. Johnson συγκάλεσε συνάντηση κορυφής στη Downing Street για να συζητήσει τους τρόπους αποτροπής του εγχειρήματος.
Οι οργισμένοι βουλευτές των Τόρις πρότειναν σειρά εναλλακτικών ποινών για τους αιρετικούς: έκτακτο φόρο επί των κερδών για τους συλλόγους που αποστάτησαν, λιγότερες άδειες εργασίας για την αποτροπή της μεταγραφής παικτών από το εξωτερικό, απελευθέρωση του νόμου περί ανταγωνισμού, απόσυρση της αστυνομικής στήριξης από τους αγώνες και καθιέρωση μιας δομής ιδιοκτησίας γερμανικού τύπου όπου οι οπαδοί κατέχουν το 51% των συλλόγων, ελέγχοντας τους.
Η Σούπερ Λίγκα, ένας συνδυασμός αλαζονείας και απληστίας, κατέρρευσε γρήγορα κάτω από τη συνεχή επίθεση που δέχθηκε τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τους οπαδούς.
Ο Ed Woodward, ο εκτελεστικός σύμβουλος της Manchester United, ο οποίος θεωρήθηκε ευρέως ως ο εγκέφαλος του σχεδίου, παραιτήθηκε.
Όμως, παρά την ταχεία κατάρρευσή του σχεδίου, το όλο συγκρουσιακό σκηνικό που διαμορφώθηκε αποκαλύπτει κάτι σημαντικό για τις μεταβαλλόμενες στάσεις του Συντηρητικού Κόμματος έναντι των επιχειρήσεων, των αγορών και της παγκοσμιοποίησης.
Στην εποχή της Thatcher, οι Συντηρητικοί ενεργούσαν ως υποστηρικτές του μετασχηματισμού ενός αθλήματος που διέθετε τα χρήματα αλλά συνειρμικά ταυτίζονταν με εξέδρες που κατέρρεαν και τον χουλιγκανισμό.
Οι πιο διάσημες ομάδες όπως η Liverpool και η Manchester United έγιναν παγκόσμια εμπορικά σήματα με αυξανόμενο αριθμό ξένων παικτών και οπαδών.
Οι ξένοι δισεκατομμυριούχοι αγόραζαν ιστορικούς συλλόγους, παρότι δεν είχαν ρίζες στις πόλεις που τους γέννησαν.
Οι εκατομμυριούχοι παίκτες, οι γυναίκες και οι φίλες τους έδιναν το ρυθμό στα άξεστα πρότυπα της εποχής.
Τα παρωχημένα παλιά στάδια αντικαταστάθηκαν από γήπεδα αμερικάνικου στιλ, αλλά το υψηλό κόστος των εισιτηρίων απομάκρυνε τους φτωχότερους οπαδούς από το άθλημα.
Ο κ. Johnson ενέκρινε αυτόν τον μετασχηματισμό μόλις το 2005 όταν δήλωνε ότι η πώληση της Manchester United στους Αμερικανούς επενδυτές, αδελφούς Glazer, ήταν κίνηση «βασικής συντηρητικής φιλοσοφίας».
Εντούτοις, αυτή την εβδομάδα άλλαξε φύλλο, επιπλήττοντας τους «δισεκατομμυριούχους ιδιοκτήτες συλλόγων» για την απομάκρυνση του ποδοσφαίρου από τις κοινότητες που το στήριξαν.
Σε ένα άρθρο στη Sun – εφημερίδα ιδιοκτησίας του Rupert Murdoch, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε για να οδηγήσει στην εμπορευματοποίηση του αθλήματος, και που κάποτε προσπάθησε να αγοράσει την Manchester United – έγραψε, απευθυνόμενος στους οπαδούς:
«Είναι το παιχνίδι σας και να είστε σίγουροι ότι θα κάνω τα πάντα για να δώσω σε αυτό το γελοιώδες σχέδιο κόκκινη κάρτα».
Η αρνητική αυτή στάση του κ. Johnson αποκαλύπτει μια βαθιά αλλαγή στο Συντηρητικό Κόμμα: την επιστροφή του επιχειρηματικού σκεπτικισμού που εξέφραζε ο Edward Heath όταν αποδοκίμαζε «το απαράδεκτο πρόσωπο του καπιταλισμού».
Ο κ. Johnson έχει από καιρό αποκηρύξει το Θατσερισμό του και πλέον είναι οπαδός μιας πιο στρατηγικής προσέγγισης έναντι των επιχειρήσεων, άλλοτε υποστηρίζοντας τους επιχειρηματίες – ιδιαίτερα τους υποστηρικτές του Brexit, όπως ο Sir James Dyson – αλλά και κάποιες φορές αδιαφορώντας γι‘ αυτούς.
Υποστηρίζει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κρατικής παρέμβασης για να «ανεβάσει» τη χώρα και αναγνωρίζει τον Michael Heseltine, τον χειρότερο επικριτή της Thatcher, ως έναν από τους ήρωες του, αναφέροντας, συγκεκριμένα, την συμβολή του στην αναγέννηση του Λίβερπουλ.
Η Carrie Symonds, η φίλη του, είναι οπαδός του «όλα πράσινα», ακόμα κι αν αυτό σημαίνει θυσία της ανάπτυξης.
Μια νέα γενιά βόρειων βουλευτών των Τόρις αναφέρεται συνεχώς στο Κοινοβούλιο στο δράμα της Βρετανίας των μικρών πόλεων.
Ο Danny Kruger, πρώην σύμβουλος του κ. Johnson, έκανε μια αξέχαστη παρθενική ομιλία στην οποία υποστήριξε ότι η «κοινωνικές υποδομές» πρέπει να αντιμετωπίζονται τόσο σοβαρά όσο οι «οικονομικές υποδομές».
Γι’ αυτή την αλλαγή βέβαια, θα μπορούσε κανείς εύκολα να κατηγορήσει το Brexit.
Το επιχειρηματικό κατεστημένο έκανε εκστρατεία για να παραμείνει η χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Tόρις υποστηρικτές του Brexit ανακάλυψαν την απόλαυση της κριτικής των επιχειρήσεων, που αποτυπώθηκε με αξιομνημόνευτο τρόπο στο λακωνικό «fuck business» του κ. Johnson.
Το μανιφέστο των Τόρις του 2017 απέρριψε τις «ανεξέλεγκτες αγορές» και το «δόγμα του εγωιστικού ατομικισμού», επαινώντας τα «θεσμικά όργανα που μας ενώνουν» και «το καλό που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση».
Η αλήθεια είναι ότι η αλλαγή είχε αρχίσει πολύ πριν από το δημοψήφισμα.
Ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός Τόρις ανησυχούσε για το γεγονός ότι η Margaret Thatcher είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει μια χώρα κατ’ εικόνα του πατέρα της, ενός σκληρά εργαζόμενου καταστηματάρχη, αντ’ αυτού όμως, δημιούργησε μία κατ’ εικόνα του γιου της, ενός χαμηλής απόδοσης μικροαπατεώνα.
Κάποιοι ντρέπονταν για τον αντίκτυπο στην παραδοσιακή εργατική τάξη της Βρετανίας η οποία, σύμφωνα με τον Ferdinand Mount, το υπεύθυνο πολιτικού σχεδιασμού της Θάτσερ, «υποβλήθηκε σε ένα διαρκές πρόγραμμα κοινωνικής περιφρόνησης και θεσμικής διάβρωσης».
Το Συντηρητικό Κόμμα είχε ανέκαθεν μια ισχυρή παράδοση διασύνδεσης με την κοινότητα.
Αφήνοντας πίσω του την βαριά σκιά της Thatcher (η οποία ήταν από πολλές απόψεις οπαδός της Φιλελεύθερη Σχολής του Μάντσεστερ, παρά Τόρι), ακμάζει και πάλι.
Ο Edmund Burke έκανε, απογοητευμένος, λόγο για το τέλος της «εποχής της ιπποσύνης» και για την άνοδο των «σοφιστών, των οικονομολόγων και των υπολογιστών».
Ο Benjamin Disraeli επιτέθηκε στην απόφαση του Robert Peel να καταργήσει τους νόμους για το καλαμπόκι με το επιχείρημα ότι θα διέλυε τους φεουδαρχικούς δεσμούς που κράτησαν τη Βρετανία ενωμένη.
Η επακόλουθη διάσπαση καταδίκασε το κόμμα σε αφάνεια δύο δεκαετιών.
Ο Stanley Baldwin, ντυμένος σαν επαρχιώτης προύχοντας, κατήγγειλε «τους άντρες με το παγερό πρόσωπο που συμπεριφέρονται σαν να βγήκαν κερδισμένοι απ’ αυτόν τον πόλεμο».
Ο Harold Macmillan, ο γιος ενός εκδότη που παντρεύτηκε τη κόρη του Δούκα του Ντέβονσαϊρ, εξέφρασε την προτίμησή του στους φεουδαρχικούς δεσμούς παρά στους χρηματικούς.
Ο John Major, στην απέλπιδα προσπάθειά του να απομακρυνθεί από την προκάτοχό του, επιστράτευσε εικόνες του παρελθόντος σε επαρχιακά γήπεδα κρίκετ και γεροντοκόρες να πηγαίνουν στη Θεία Λειτουργία με ποδήλατο εν μέσω της πρωινής ομίχλης.
Οι σημερινοί Τόρις που απευθύνονται στη κοινότητα είναι διαφορετικοί από τους προκατόχους τους.
Επικεντρώνονται στις μεταβιομηχανικές πόλεις και όχι σε χωριά που καλύπτονται από την ομίχλη.
Επικεντρώνονται στην εργατική τάξη και όχι στους αριστοκράτες ιδιοκτήτες γης ως την ομάδα που ενσαρκώνει το πνεύμα της κοινότητας.
Είναι οι Tόρις του ποδοσφαίρου και όχι του κρίκετ. Εντούτοις χρησιμοποιούν τα ίδια όπλα: έκκληση για «ένα έθνος», καχυποψία για την παγκόσμια αγορά, νοσταλγία για τον κόσμο πριν η απληστία για χρήμα διασπάσει την κοινωνία και, μια στάση κρύου – ζεστού έναντι των επιχειρήσεων, άλλοτε επαινώντας τις και άλλοτε ασκώντας έντονη κριτική.
Οι μεγιστάνες του ποδοσφαίρου στα σχέδια των οποίων ο κ. Johnson έβαλε τέλος είναι οι τελευταίοι καπιταλιστές που θα αισθανθούν τη δύναμη αυτής της νέας μορφής λαϊκιστικού κοινοτισμού.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά βρίσκεται στο www.economist.com