THEPOWERGAME
Αν τα πράγματα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, μέχρι το 2050 θα υπάρχει μια νέα σοδειά οικονομικών δυνάμεων. Ο Narenda Modi, ο πρωθυπουργός της Ινδίας, επιθυμεί, τρία χρόνια πριν από τότε, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας του να ξεπεράσει το όριο υψηλού εισοδήματος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οι ηγέτες της Ινδονησίας υπολογίζουν ότι έχουν περιθώριο μέχρι τα μέσα του αιώνα (όταν η γήρανση του πληθυσμού θα αρχίσει να επιβαρύνει την ανάπτυξη) για να φτάσουν τις πλούσιες χώρες. Το 2050 είναι επίσης το προγραμματισμένο φινάλε των μεταρρυθμίσεων του Muhammad Bin Salman. Ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας θέλει να μετατρέψει τη χώρα του από παραγωγό πετρελαίου σε μια διαφοροποιημένη οικονομία. Άλλες μικρότερες χώρες, όπως η Χιλή, η Αιθιοπία και η Μαλαισία, έχουν τα δικά τους σχέδια, τα οποία ποικίλλουν, αλλά όλα έχουν κάτι κοινό: φιλοδοξία που κόβει την ανάσα. Οι αξιωματούχοι της Ινδίας πιστεύουν ότι για να επιτευχθεί ο στόχος του κ. Modi θα απαιτηθεί αύξηση του ΑΕΠ κατά 8% ετησίως – 1,5 ποσοστιαία μονάδα περισσότερο από ό,τι η έχει επιτύχει χώρα κατά μέσο όρο τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Η Ινδονησία θα χρειαστεί ανάπτυξη 7% ετησίως, από 4,6% κατά μέσο όρο την ίδια περίοδο. Η μη πετρελαϊκή οικονομία της Σαουδικής Αραβίας, από 2,8% κατά μέσο όρο, θα πρέπει να αναπτύσσεται κατά 9% ετησίως. Αν και το 2023 ήταν μια καλή χρονιά και για τις τρεις, καμία δεν γνώρισε τέτοια ανάπτυξη. Πολύ λίγες χώρες διατήρησαν τέτοια ποσοστά για πέντε χρόνια, πόσο μάλλον για τριάντα.
Όλοι κατανοούν ότι δεν υπάρχει προφανής συνταγή για ανεξέλεγκτη ανάπτυξη. Για την τόνωση της ευημερίας, οι οικονομολόγοι συνήθως συνταγογραφούν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις ανάλογες με αυτές που προωθούνται από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα από τη δεκαετία του 1980 με την ονομασία «Συναίνεση της Ουάσινγκτον». Μεταξύ των πιο ευρέως υιοθετημένων είναι οι νηφάλιες δημοσιονομικές πολιτικές και οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Σήμερα οι τεχνοκράτες προτρέπουν σε χαλαρότερους κανόνες ανταγωνισμού και ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές αφορούν περισσότερο την άρση των εμποδίων για την ανάπτυξη και όχι την επιτάχυνσή της. Ο William Easterly του Πανεπιστηµίου της Νέας Υόρκης υπολόγισε ότι, ακόµα και µεταξύ των 52 χωρών που είχαν πολιτικές πιο συναφείς με τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον, από το 1980 έως το 1998, η αύξηση του ΑΕΠ, κατά µέσο όρο, ήταν µόλις 2% ετησίως. Ο κ. Modi και ο πρίγκιπας Muhammad δεν είναι πρόθυμοι να περιμένουν – θέλουν να αναπτυχθούν, γρήγορα.
Ο στόχος είναι να επιτευχθεί το είδος της ραγδαίας ανάπτυξης που πέτυχαν οι χώρες της Ανατολικής Ασίας στις δεκαετίες του 1970 και 1980. Καθώς η παγκοσμιοποίηση εξαπλωνόταν, αξιοποίησαν στο έπακρο το μεγάλο, φθηνό και χαμηλής ειδίκευσης εργατικό δυναμικό, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους στις αγορές των αυτοκινήτων (Ιαπωνία), των ηλεκτρονικών (Νότια Κορέα) και των φαρμάκων (Σιγκαπούρη). Οι βιομηχανίες χτίστηκαν πίσω από προστατευτικά τείχη, τα οποία περιόριζαν τις εισαγωγές, και στη συνέχεια άνθισαν όταν ενθαρρύνθηκε το εμπόριο με τον υπόλοιπο κόσμο. Αργότερα, οι ξένες επιχειρήσεις έφεραν την τεχνογνωσία και το κεφάλαιο που απαιτούνται για την παραγωγή πιο σύνθετων και κερδοφόρων προϊόντων, αυξάνοντας την παραγωγικότητα.
Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι οι ηγέτες σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο παραμένουν οπαδοί της μεταποίησης. Το 2015 ο κ. Modi ανακοίνωσε σχέδια για την αύξηση του μεριδίου της βιομηχανίας στο ινδικό ΑΕΠ από 16%, στο 25%. «Πουλήστε παντού, αλλά κατασκευάστε στην Ινδία», προέτρεψε τους επιχειρηματίες. Μέχρι το 2025, η Καμπότζη ελπίζει να διπλασιάσει τις εξαγωγές των εργοστασίων της, εξαιρουμένων των ειδών ένδυσης. Η Κένυα θέλει να δει τον μεταποιητικό της τομέα να αναπτύσσεται κατά 15% ετησίως.
Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα. Στις μέρες μας, η εκβιομηχάνιση είναι δυσκολότερο να πυροδοτηθεί από ό,τι πριν από 40 ή 50 χρόνια. Η τεχνολογική πρόοδος σημαίνει ότι χρειάζονται λιγότεροι εργάτες από ποτέ για να παραχθεί, ας πούμε, ένα ζευγάρι κάλτσες. Στην Ινδία το 2007 απαιτούνταν πέντε φορές λιγότεροι εργάτες για τη λειτουργία ενός εργοστασίου από ό,τι το 1980. Σε όλο τον κόσμο, η βιομηχανία λειτουργεί πλέον με βάση τις δεξιότητες και το κεφάλαιο, τα οποία οι πλούσιες χώρες διαθέτουν σε αφθονία, και λιγότερο με βάση την εργασία, πράγμα που σημαίνει ότι ένα μεγάλο, φθηνό εργατικό δυναμικό δεν προσφέρει πλέον πολλές δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης. Επομένως, ο κ. Modi και άλλοι έχουν ένα νέο σχέδιο κατά νου: θέλουν να κάνουν άλμα προς τη μεταποίηση αιχμής. Γιατί να μπει κανείς στον κόπο να παράγει κάλτσες όταν μπορεί να παράγει ημιαγωγούς;
Αυτή η «εξαιρετική εμμονή με την κατασκευή προϊόντων που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογικής εξέλιξης», όπως το θέτει ένας πρώην σύμβουλος της ινδικής κυβέρνησης, οδηγεί μερικές φορές σε παλιομοδίτικο προστατευτισμό. Οι ινδικές επιχειρήσεις μπορεί να είναι ευπρόσδεκτες να πουλήσουν παντού, αλλά ο κ. Modi θέλει οι Ινδοί να αγοράζουν Ινδικά, γι’ αυτό και οι απαγορεύσεις εισαγωγών που έχουν ανακοινωθεί αφορούν σχεδόν τα πάντα, από φορητούς υπολογιστές μέχρι όπλα.
Ωστόσο, δεν είναι όλος ο προστατευτισμός παλιομοδίτικος. Από το τελευταία τους έκρηξη στην Ινδία, τη δεκαετία του 1970, οι απαγορεύσεις εισαγωγών και η αδειοδότηση έχουν ως επί το πλείστον αντικατασταθεί από τις επιδοτήσεις και τις φορολογικές ελαφρύνσεις. Τότε κάθε επένδυση πάνω από ένα ορισμένο όριο έπρεπε να εγκριθεί από έναν δημόσιο υπάλληλο. Τώρα οι ανώτεροι υπάλληλοι έχουν εντολές από τον κ. Modi να προσελκύουν επενδύσεις αξίας 100 δισ. δολαρίων ετησίως, ενώ ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι η προσέλκυση των κατασκευαστών τσιπ είναι ένας από τους κύριους οικονομικούς του στόχους. Τα «κίνητρα που συνδέονται με την παραγωγή» παρέχουν φορολογικές ελαφρύνσεις για κάθε υπολογιστή ή πύραυλο που κατασκευάζεται στην Ινδία, καθώς και για άλλα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. Το 2023 οι επιδοτήσεις αυτές κόστισαν 45 δισ. δολάρια, ή 1,2% του ΑΕΠ, από 8 δισ. δολάρια περίπου το 2020, όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα. Παρομοίως, η Μαλαισία προσφέρει επιδοτήσεις σε επιχειρήσεις υπολογιστικού νέφους και βοηθά με το κόστος των εργοστασίων που εγκαθίστανται στη χώρα. Η Κένυα κατασκευάζει πέντε αφορολόγητα βιομηχανικά πάρκα, τα οποία θα είναι έτοιμα το 2030, ενώ έχει σχέδια για άλλα 20.
Ορισμένα μέρη βίωσαν πρόωρη επιτυχία. Ο μεταποιητικός τομέας της Καμπότζης παρήγαγε πέρυσι τρεις ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ της χώρας περισσότερο από ό,τι πριν από πέντε χρόνια. Οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να διαφοροποιηθούν από την Κίνα δελεάζονται από το χαμηλό κόστος, τις επιδοτήσεις για την παραγωγή υψηλής τεχνολογίας και τις κρατικές επενδύσεις. Αλλού, όμως, τα πράγματα αποδεικνύονται δυσκολότερα. Στην Ινδία η μεταποίηση παρέμεινε σταθερή ως μερίδιο του ΑΕΠ – ο κ. Modi δεν πρόκειται να πετύχει τον στόχο του 25% μέχρι το επόμενο έτος. Μεγάλα ονόματα όπως η Apple και η Tesla έχουν ένα ή δύο εργοστάσια, αλλά δεν δείχνουν ιδιαίτερη επιθυμία να πραγματοποιήσουν τις επενδύσεις που κάποτε έκαναν στην Κίνα, η οποία προσφέρει ανώτερες υποδομές και καλύτερα καταρτισμένο εργατικό δυναμικό.
Ο κίνδυνος είναι ότι, στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν μεταποιητικές επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας, οι χώρες καταλήγουν να επαναλαμβάνουν τις καταστροφές του παρελθόντος. Από το 1960 έως το 1991 το μερίδιο της μεταποίησης στο ινδικό ΑΕΠ διπλασιάστηκε. Ωστόσο, όταν τη δεκαετία του 1990 καταργήθηκαν τα προστατευτικά εμπόδια, τίποτα δεν ήταν αρκετά φθηνό για να εξαχθεί στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή τη φορά, ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα μεγάλος δεδομένου ότι ο κ. Modi βλέπει τη μεταποίηση ως συνώνυμο της «αυτοδυναμίας» – ή της ικανότητας της Ινδίας να παράγει όλα όσα χρειάζεται, ιδίως την οπλική τεχνολογία. Μαζί με την Ινδονησία και την Τουρκία, η Ινδία ανήκει σε μια ομάδα χωρών που βλέπουν τον πλουτισμό ως λύση προς μια ισχυρότερη γεωπολιτική θέση, αυξάνοντας την πιθανότητα λανθασμένων επενδύσεων.
Αυτά τα μειονεκτήματα τόσο της βασικής μεταποίησης όσο και της απόπειρας άλματος της ανάπτυξης βοηθούν ορισμένες χώρες να δοκιμάσουν μια άλλη προσέγγιση: να προσελκύσουν βιομηχανίες που χρησιμοποιούν τους φυσικούς τους πόρους, ιδίως τα μέταλλα και τα ορυκτά που τροφοδοτούν την πράσινη μετάβαση. Οι κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική είναι πρόθυμες, όπως και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και η Ζιμπάμπουε. Ωστόσο, η Ινδονησία είναι αυτή που πρωτοπορεί, και μάλιστα με εντυπωσιακή σκληρότητα. Από το 2020 έχει απαγορεύσει τις εξαγωγές βωξίτη και νικελίου, από τα οποία παράγει αντίστοιχα το 7% και το 22% της παγκόσμιας προσφοράς. Οι αξιωματούχοι ελπίζουν ότι διατηρώντας τον αυστηρό έλεγχο θα μπορέσουν να πείσουν τα διυλιστήρια να εγκατασταθούν στη χώρα. Στη συνέχεια, θέλουν να επαναλάβουν το κόλπο, πείθοντας κάθε στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας να ακολουθήσει, μέχρι οι Ινδονήσιοι εργάτες να κατασκευάζουν τα πάντα, από εξαρτήματα μπαταριών μέχρι ανεμογεννήτριες.
Οι αξιωματούχοι προσφέρουν επίσης κι άλλα δολώματα, με τη μορφή μετρητών και εγκαταστάσεων. Η Ινδονησία βρίσκεται εν μέσω μιας έκρηξης υποδομών: οι δαπάνες μεταξύ 2020 και 2024 αναμένεται να φθάσουν τα 400 δισ. δολάρια, πάνω από 50% περισσότερο ετησίως από ό,τι το 2014. Αυτές περιλαμβάνουν χρηματοδότηση για τουλάχιστον 27 βιομηχανικά πάρκα πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένου του πάρκου Καλιμαντάν, το οποίο κατασκευάστηκε σε 13.000 εκτάρια πρώην τροπικού δάσους του Βόρνεο με κόστος 129 δισ. δολάρια. Άλλες χώρες προσφέρουν επίσης διευκολύνσεις. Οι επιχειρήσεις που θέλουν να εγκαταστήσουν ηλιακούς συλλέκτες στη Βραζιλία θα λάβουν επιδοτήσεις για να τους κατασκευάσουν εκεί. Η Βολιβία εθνικοποίησε τη βιομηχανία λιθίου της, αλλά οι νέοι κρατικοί όμιλοι θα μπορούν να συνάπτουν κοινοπραξίες με κινεζικές εταιρείες.
Αυτή η προσέγγιση – η προσπάθεια κλιμάκωσης της ενεργειακής εφοδιαστικής αλυσίδας – έχει ελάχιστο προηγούμενο. Οι πιο πετρελαϊκές χώρες του κόσμου μεταφέρουν ως επί το πλείστον αργό πετρέλαιο στο εξωτερικό. Πράγματι, περισσότερο από το 40% της παγκόσμιας δυναμικότητας διύλισης βρίσκεται στην Αμερική, την Κίνα, την Ινδία και την Ιαπωνία. Η Σαουδική Αραβία διυλίζει λιγότερο από το ένα τέταρτο της παραγωγής της – η Saudi Aramco, ο κρατικός πετρελαϊκός γίγαντας, διυλίζει στη βόρεια Κίνα. Τα πειράματα με απαγορεύσεις εξαγωγών αφορούσαν κυρίως απλούστερα εμπορεύματα, όπως η ξυλεία στην Γκάνα και το τσάι στην Τανζανία. Αντίθετα, η απόκτηση νικελίου αρκετά καθαρού για να χρησιμοποιηθεί σε ηλεκτρικά οχήματα από την Ινδονησία είναι εξαιρετικά περίπλοκη, σημειώνει ο Matt Geiger της MJG Capital, ενός hedge fund. Κάτι τέτοιο απαιτεί τρεις διαφορετικούς τύπους εργοστασίων, και το νικέλιο πρέπει στη συνέχεια να περάσει από πολλά άλλα πριν μπει σε ένα αυτοκίνητο.
Στο μαύρο
Τα ορυκτά καύσιμα έκαναν ορισμένα μέρη του Κόλπου πλούσια, αλλά, όλες σχεδόν οι βιομηχανίες στον κόσμο καταναλώνουν συνεχώς πετρέλαιο. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο μποναμάς από τα πράσινα μέταλλα θα είναι εξίσου μεγάλος. Οι μπαταρίες χρειάζονται αντικατάσταση μόνο κάθε λίγα χρόνια. Οι αξιωματούχοι του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας εκτιμούν ότι οι απολαβές από τα πράσινα προϊόντα θα κορυφωθούν τα επόμενα χρόνια και μετά θα μειωθούν. Επιπλέον, η τεχνολογική ανάπτυξη θα μπορούσε ξαφνικά να μειώσει την όρεξη για ορισμένα μέταλλα (π.χ. αν ένας άλλος τύπος χημείας μπαταριών απογειωθεί).
Εν τω μεταξύ, οι κλειδοκράτορες των ορυκτών καυσίμων δοκιμάζουν μια άλλη στρατηγική: να επαναπροσδιορίσουν την έννοια του entrepot (επίκεντρο επαγγελματικής δραστηριότητας). Ο Κόλπος θέλει να είναι το μέρος όπου ο κόσμος κάνει δουλειές, υποδεχόμενος το εμπόριο από όλες τις γωνιές του πλανήτη και παρέχοντας καταφύγιο από τις γεωπολιτικές εντάσεις, ιδίως μεταξύ της Αμερικής και της Κίνας. Μέχρι το 2050 ο κόσμος θα πρέπει να έχει επιτύχει καθαρές μηδενικές εκπομπές. Αν και ο Κόλπος είναι πλούσιος, οι οικονομίες του εξακολουθούν να αναπτύσσονται. Το τοπικό εργατικό δυναμικό είναι λιγότερο εξειδικευμένο από εκείνο της Μαλαισίας, αλλά λαμβάνει μισθούς συγκρίσιμους με εκείνους της Ισπανίας. Έτσι οι ξένοι εργαζόμενοι είναι απαραίτητοι. Στη Σαουδική Αραβία αντιπροσωπεύουν τα τρία τέταρτα του συνολικού εργατικού δυναμικού.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ήταν μία από τις πρώτες χώρες της περιοχής που διαφοροποιήθηκαν. Επικεντρώθηκε σε κλάδους, όπως η ναυτιλία και ο τουρισμός, που μπορούν να βοηθήσουν στη διευκόλυνση άλλων επιχειρήσεων, αλλά και σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και τα χημικά. Το Άμπου Ντάμπι φιλοξενεί ήδη παραρτήματα του Λούβρου και του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ενώ σχεδιάζει να βγάλει χρήματα από τα διαστημικά ταξίδια για τουρίστες. Το Κατάρ κατασκευάζει την Education City, μια πανεπιστημιούπολη που θα κοστίσει 6,5 δισ. δολάρια και θα εκτείνεται σε 1.500 εκτάρια, λειτουργώντας λίγο σαν βιομηχανικό πάρκο για πανεπιστήμια, με τα παραρτήματα δέκα εξ’ αυτών, μεταξύ των οποίων το Northwestern και το University College του Λονδίνου.
Τώρα, κι άλλοι στον Κόλπο θέλουν να μιμηθούν αυτή την προσέγγιση. Η Σαουδική Αραβία ελπίζει, το 2030, να δει τις ροές ξένων επενδύσεων να αυξάνονται στο 5,7% του ΑΕΠ, από 0,7% το 2022, και δαπανά υπέρογκα ποσά για την επίτευξη της φιλοδοξίας της. Το Ταμείο Δημοσίων Επενδύσεων έχει εκταμιεύσει 1,3 τρισ. δολάρια στη χώρα κατά την τελευταία δεκαετία – περισσότερα από όσα προβλέπεται να απελευθερωθούν από τον νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού, τη βιομηχανική πολιτική του προέδρου Joe Biden στην Αμερική. Το ταμείο δαπανά για τα πάντα, από ποδοσφαιρικές ομάδες και πετροχημικά εργοστάσια μέχρι εντελώς νέες πόλεις. Βιομηχανική πολιτική δεν έχει διεξαχθεί ποτέ σε τέτοια κλίμακα. Ο Dani Rodrik του Χάρβαρντ και ο Nathaniel Lane του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης υπολογίζουν ότι η Κίνα δαπάνησε 1,5% του ΑΕΠ στις δικές της προσπάθειες το 2019. Πέρυσι η Σαουδική Αραβία εκταμίευσε ποσά που αντιστοιχούν στο 20% του ΑΕΠ.
Το πρόβλημα με το να πετάς τόσα πολλά χρήματα είναι ότι γίνεται δύσκολο να δεις τι λειτουργεί και τι όχι. Οι κατασκευαστές στο Ομάν, που παράγουν προϊόντα από αλουμίνιο μέχρι αμμωνία, μπορούν να αποκτήσουν ένα εργοστάσιο χωρίς ενοίκιο σε ένα από τα νέα βιομηχανικά πάρκα της χώρας, να αγοράζουν υλικά με γενναιόδωρες επιχορηγήσεις και να πληρώνουν τους μισθούς των εργαζομένων τους δανειζόμενοι φθηνά από τους μετόχους, στους οποίους συνήθως περιλαμβάνεται η κυβέρνηση. Μπορούν ακόμα και να αξιοποιήσουν τις εξαγωγικές επιδοτήσεις για να πωλούν φθηνότερα στο εξωτερικό. Πώς είναι δυνατόν να πει κανείς ποιες επιχειρήσεις θα διαχειριστούν σωστά όλα αυτά τα μετρητά και ποιες θα καταρρεύσουν χωρίς αυτά;
Ένα πράγμα είναι ήδη οδυνηρά σαφές. Ο ιδιωτικός τομέας δεν έχει απογειωθεί ακόμη στον Κόλπο. Σχεδόν το 80% του συνόλου της μη πετρελαϊκής οικονομικής ανάπτυξης τα τελευταία πέντε χρόνια στη Σαουδική Αραβία προέρχεται από τις κρατικές δαπάνες. Παρόλο που ένα εντυπωσιακό 35% των γυναικών στη Σαουδική Αραβία συμμετέχουν πλέον στο εργατικό δυναμικό, από 20% το 2018, τα συνολικά ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό σε ολόκληρο τον υπόλοιπο Κόλπο παραμένουν χαμηλά. Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ διαπίστωσαν ότι η νομοθεσία που εισήχθη το 2011, η οποία όριζε ότι οι Σαουδάραβες θα πρέπει να αποτελούν ένα καθορισμένο μέρος του προσωπικού μιας επιχείρησης – για παράδειγμα, 6% όλων των εργαζομένων στην πράσινη τεχνολογία και 20% στις ασφάλειες – μείωσε την παραγωγικότητα και δεν έκανε τίποτα για να κινηθεί η βελόνα της ιδιωτικής απασχόλησης.
Ποιό απ’ όλα είναι το σωστό άλογο;
Ελάχιστες χώρες θα καταφέρουν να φτάσουν σε καθεστώς υψηλού εισοδήματος. Ίσως οι δαπάνες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων για την τεχνητή νοημοσύνη αποδώσουν. Ίσως η νέα τεχνολογία να κάνει τον κόσμο πιο εξαρτημένο από το νικέλιο, προς όφελος της Ινδονησίας. Ο πληθυσμός της Ινδίας είναι πολύ νέος για να βαλτώσει η ανάπτυξη. Ωστόσο, οι τρεις στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι χώρες που θέλουν να πλουτίσουν – το άλμα προς τη μεταποίηση υψηλής τεχνολογίας, η εκμετάλλευση της πράσινης μετάβασης και η επανεφεύρεση της επιχειρηματικής δραστηριότητας- αποτελούν όλα στοιχήματα, και μάλιστα ακριβά. Ακόμα και σε αυτό το πρώιμο στάδιο, υπάρχουν μερικά διδάγματα που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε.
Το πρώτο είναι ότι το κράτος είναι τώρα πολύ πιο ενεργό στην οικονομική ανάπτυξη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή των τελευταίων δεκαετιών. Μια οικονομία πρέπει με κάποιο τρόπο να εξελιχθεί από την αγροτική φτώχεια σε διαφοροποιημένες βιομηχανίες που μπορούν να ανταγωνιστούν τους αντιπάλους σε χώρες που είναι πλούσιες εδώ και αιώνες. Για να γίνει αυτό απαιτούνται υποδομές, έρευνα και κρατική τεχνογνωσία. Μπορεί επίσης να απαιτήσει δανεισμό σε επιτόκια χαμηλότερα της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι μια ορισμένη κρατική εμπλοκή είναι αναπόφευκτη και ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να επιλέξουν κάποιους νικητές. Ακόμα κι έτσι, οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν τώρα πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Πολλοί έχουν χάσει την υπομονή τους με τη Συναίνεση της Ουάσιγκτον. Τα οφέλη από τις πιο απλές μεταρρυθμίσεις της, όπως οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες και τα υπουργεία που είναι γεμάτα με επαγγελματίες οικονομολόγους, έχουν ήδη αποκομιστεί – οι θεσμοί που κάποτε επέβαλαν το δόγμα (δηλαδή το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα) είναι πλέον σκιές του εαυτού τους.
Σήμερα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχουν ως παράδειγμα την Κίνα και τη Νότια Κορέα. Ελάχιστοι θυμούνται τις παρεμβατικές τρέλες της δικής τους χώρας. Στη δεκαετία του 1960 και του 1970 δεν ήταν μόνο οι χώρες της Ανατολικής Ασίας που πειραματίζονταν με ενθουσιασμό με τη βιομηχανική πολιτική. Το ίδιο έκαναν και πολλοί στην Αφρική. Για το μεγαλύτερο μέρος μιας δεκαετίας, οι δύο περιοχές αναπτύσσονταν με παρόμοιο ρυθμό. Ωστόσο, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 έγινε φανερό ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Αφρική είχαν βάλει λάθος στοιχήματα (βλ. διάγραμμα). Μια κρίση χρέους έδωσε το έναυσμα για μια δεκαετία γνωστή ως «αφρικανική τραγωδία», κατά την οποία οι οικονομίες της ηπείρου συρρικνώνονταν κατά 0,6%, μέσο όρο, ετησίως. Αργότερα, στη δεκαετία του 2000, οι Σαουδάραβες αξιωματούχοι ξόδεψαν ανεπιτυχώς μεγάλα ποσά για να προωθήσουν μια πετροχημική βιομηχανία, ξεχνώντας ότι η μεταφορά πετρελαίου στο εξωτερικό ήταν φθηνότερη από το να πληρώνουν τους ανθρώπους να το επεξεργάζονται στην πατρίδα τους.
Το δεύτερο είναι ότι το διακύβευμα είναι υψηλό. Οι περισσότερες χώρες έχουν επενδύσει τεράστια ποσά στον δρόμο που επέλεξαν. Για τις μικρότερες, όπως η Καμπότζη ή η Κένυα, αν τα πράγματα πάνε στραβά, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μια οικονομική κρίση. Στην Αιθιοπία, αυτό έχει ήδη συμβεί, με τη χρεοκοπία να συνοδεύεται από έναν εμφύλιο πόλεμο. Ακόμα και μεγαλύτερες χώρες, όπως η Ινδία και η Ινδονησία, δεν θα μπορέσουν να αντέξουν οικονομικά μια δεύτερη αποτυχημένη προσπάθεια ανάπτυξης. Ο λογαριασμός από τις τρέχουσες προσπάθειές τους, σε περίπτωση αποτυχίας, και το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού θα τις αφήσει χωρίς δημοσιονομικό χώρο. Οι πλουσιότερες χώρες περιορίζονται και από έναν άλλο παράγοντα: τον χρόνο. Η Σαουδική Αραβία πρέπει να αναπτυχθεί πριν μειωθεί η ζήτηση για το πετρέλαιό της, αλλιώς δεν θα υπάρχουν πολλοί τρόποι να συντηρήσει τους πολίτες της.
Το τρίτο είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσονται οι χώρες αλλάζει. Σύμφωνα με τις εργασίες του κ. Rodrik, η μεταποίηση ήταν ο μόνος τομέας στον οποίο οι φτωχές χώρες βελτίωναν την παραγωγικότητά τους με ταχύτερο ρυθμό από τις πλούσιες χώρες και έτσι κάλυπταν τη διαφορά. Η σύγχρονη βιομηχανία μπορεί να μην προσφέρει το ίδιο όφελος. Αντί να ξοδεύουν χρόνο προσπαθώντας να κάνουν τις διαδικασίες των εργοστασίων αποδοτικότερες, οι εργαζόμενοι στις χώρες που προσπαθούν να πλουτίσουν εξορύσσουν όλο και περισσότερο πράσινα μέταλλα (εργαζόμενοι σε έναν κλάδο με πασίγνωστα χαμηλή παραγωγικότητα), εξυπηρετούν τουρίστες (άλλος ένας τομέας χαμηλής παραγωγικότητας) και συναρμολογούν ηλεκτρονικά είδη (αντί να κατασκευάζουν πιο σύνθετα εξαρτήματα). Όλα αυτά σημαίνουν ότι η κούρσα για την επόμενη οικονομική υπερδύναμη του 21ο αιώνα θα είναι πιο εξαντλητική από αυτή του 20ού αιώνα.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com