THEPOWERGAME
Έχουν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από τότε που οι αίθουσες διδασκαλίας σε ολόκληρο τον κόσμο άρχισαν να κλείνουν για 1,6 δισεκατομμύριο μαθητές, καθώς ο ιός Covid-19 εξαπλωνόταν. Στο αποκορύφωμά του, το κλείσιμο των σχολείων επηρέασε περίπου το 80% όλων των εγγεγραμμένων μαθητών παγκοσμίως. Τα μαθήματα γίνονταν εξ αποστάσεως ή καθόλου, με το εκπαιδευτικό σύστημα να βιώνει τη μεγαλύτερη ανατροπή του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε πολλές χώρες το κλείσιμο των σχολείων παρατάθηκε, ακόμα και όταν η Covid-19 θεωρήθηκε ότι αποτελούσε χαμηλό κίνδυνο για την υγεία των παιδιών και αφότου τα εμβόλια έγιναν ευρέως διαθέσιμα στους ενήλικες. Όταν τελικά τα σχολεία άνοιξαν ξανά, για πολλούς, οι κοινωνικά αποσταθεροποιητικοί κανόνες της καραντίνας εξακολουθούσαν να διαταράσσουν τα μαθήματα.
Οι επιπτώσεις αυτών των πολιτικών μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται κατανοητές. Τα στοιχεία από τα τεστ μαθηματικών, ανάγνωσης και φυσικών επιστημών που δημοσιεύθηκαν στις 5 Δεκεμβρίου από τον ΟΟΣΑ προσφέρουν μια πολύ καλή εικόνα του τρόπου με τον οποίο επηρεάστηκαν τα παιδιά. Οι δεκαπεντάχρονοι συμμετείχαν στις εξετάσεις μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου πέρυσι. Μαθητές από την Ιαπωνία, τη Σιγκαπούρη και τη Νότια Κορέα είναι μεταξύ εκείνων που τα πήγαν καλά. Οι Βρετανοί και Αμερικανοί μαθητές σημείωσαν ως επί το πλείστον βαθμολογία πάνω από τον μέσο όρο των πλούσιων χωρών. Το κρίσιμο σημείο είναι ότι τα αποτελέσματα σε πολλά μέρη ήταν πολύ χειρότερα από τα αναμενόμενα, ακόμα και όταν κάποιοι νέοι κατάφεραν να ξεπεράσουν την καταστροφή, με την ακαδημαϊκή τους πρόοδο να παραμένει εκπληκτικά αλώβητη.
Ο ΟΟΣΑ διεξάγει αυτά τα τεστ κυρίως κάθε τρία χρόνια εδώ και δύο δεκαετίες, στο πλαίσιο του Προγράμματος για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Μαθητών, γνωστότερο ως PISA. Ακόμα και πριν από την πανδημία, τα στοιχεία του PISA έδειξαν ότι οι σχολικοί βαθμοί στον πλούσιο κόσμο παρέμεναν στάσιμοι για χρόνια. Στον τελευταίο γύρο των εξετάσεων οι επιδόσεις έπεσαν απότομα. Οι μαθητές στον πλούσιο κόσμο σημείωναν, κατά μέσο όρο, δέκα μονάδες χαμηλότερη βαθμολογία στις δοκιμασίες ανάγνωσης και σχεδόν 15 μονάδες χαμηλότερη στα μαθηματικά απ’ ό,τι το 2018, όταν διεξήχθη για τελευταία φορά η άσκηση. Αυτό σημαίνει ότι, σε σύγκριση με τις προηγούμενες ομάδες, οι εξεταζόμενοι έχασαν μάθηση που κρίνεται ισοδύναμη με το μισό έως τα τρία τέταρτα ενός σχολικού έτους.
Μια πτώση αυτής της κλίμακας είναι καταστροφική. Κατά κανόνα, κάθε επιπλέον έτος σχολικής εκπαίδευσης που λαμβάνει ένα παιδί αυξάνει τον ετήσιο μισθό του κατά σχεδόν 10%. Η χαμένη μάθηση θα μπορούσε να κρατάει τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα ακόμα και έπειτα από χρόνια. Μια πτώση των βαθμών μπορεί να έχει ιδιαίτερα δραματικές συνέπειες για τους νέους, που, ως αποτέλεσμα, αποτυγχάνουν να αποφοιτήσουν από το λύκειο ή δεν βελτιώνουν τις δεξιότητες που χρειάζονται για να πετύχουν στο πανεπιστήμιο. Οι κάτοχοι πτυχίου στις πλούσιες χώρες κερδίζουν περίπου 50% περισσότερα από τα άτομα που βρήκαν δουλειά αμέσως μετά το σχολείο.
Στα μέρη που καταγράφουν τις πιο απότομες μειώσεις, το PISA διαπιστώνει ότι οι 15χρονοι έχουν επιδόσεις σε επίπεδα που το 2018 ήταν τυπικά για τους νέους που ήταν ένα ολόκληρο έτος νεότεροι. Στα μαθηματικά, το μάθημα που επηρεάστηκε περισσότερο αρνητικά από τα τρία που εξετάζει το PISA, μειώσεις αυτού του μεγέθους διαπιστώθηκαν σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Πολωνία. Σε αυτόν τον κατάλογο περιλαμβάνεται επίσης η Φινλανδία, τα σχολεία της οποίας προβάλλονται για περισσότερες από δύο δεκαετίες ως πρότυπα αποτελεσματικής διδασκαλία.
Τα ευρήματα για την Αμερική και τη Βρετανία είναι λίγο λιγότερο σταθερά απ’ ό,τι για τις περισσότερες άλλες χώρες. Η δυσκολία να βρεθούν αρκετά παιδιά για να συμμετάσχουν στα τεστ σημαίνει ότι τα δεδομένα τους πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή. Παρ’ όλα αυτά, οι βαθμολογίες των τεστ φαίνεται να έχουν μειωθεί και στα δύο μέρη, αν και όχι τόσο απότομα όσο για κάποιους από τους γείτονές τους.
Οι βαθμολογίες ανάγνωσης στη Βρετανία υποχώρησαν στα επίπεδα που μετρήθηκαν για τελευταία φορά το 2006. Οι βαθμολογίες ανάγνωσης της Αμερικής παρέμειναν εντυπωσιακά καλές. Η μεγάλη της πρόκληση είναι τα μαθηματικά: οι νέοι της κατατάσσονται εδώ και καιρό στο τελευταίο τρίτο των πλούσιων χωρών στις εξετάσεις αριθμητικής του ΟΟΣΑ. Η κατακόρυφη πτώση των αποτελεσμάτων κατά τη διάρκεια της πανδημίας δεν θα τους βοηθήσει να βγουν από το τούνελ.
Το 2022 στις εξετάσεις PISA έλαβαν μέρος μαθητές από 81 χώρες και περιοχές οι περισσότερες από τις οποίες δεν ανήκουν στον πλούσιο κόσμο. Πολλές από τις αναπτυσσόμενες χώρες που επέλεξαν να συμμετάσχουν φαίνεται ότι τα πήγαν καλύτερα από τις προβλέψεις -αν και για λόγους που μπορεί να είναι δυσοίωνοι. Οι μαθητές τους τείνουν να προοδεύουν με αργούς ρυθμούς, ακόμα και όταν τα σχολεία είναι ανοιχτά κανονικά, λέει ο Andreas Schleicher του ΟΟΣΑ. Έτσι, η απομάκρυνση από τις τάξεις μπορεί να είχε μικρότερο κόστος για τους βαθμούς τους. Τα ευρήματα του PISA υποδηλώνουν ότι η πανδημία δεν έχει, σε γενικές γραμμές, ανοίξει πολύ περισσότερο το χάσμα που χωρίζει τις βαθμολογίες των φτωχών μαθητών από εκείνες των πλουσιότερων συμμαθητών τους. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει μόνο επειδή στις περισσότερες χώρες τα εύπορα παιδιά είδαν την πρόοδό τους να καθυστερεί εξίσου με τα μειονεκτούντα.
Τα υπουργεία Παιδείας σε όλο τον κόσμο θα ζηλεύουν τη χούφτα των πλούσιων τόπων που έχουν μια θετική ιστορία να μοιραστούν μέσα στη μαυρίλα. Στην Ιαπωνία, τη Σιγκαπούρη, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν τα αποτελέσματα των εξετάσεων όχι μόνο παρέμειναν σταθερά κατά την περίοδο της πανδημίας, αλλά και βελτιώθηκαν σε τουλάχιστον ένα από τα τρία μαθήματα στα οποία οι μαθητές έδωσαν εξετάσεις. Το Ισραήλ και η Ελβετία είναι μεταξύ των άλλων χωρών που φαίνεται, τουλάχιστον όπως κρίνεται από τα στοιχεία, να τα πήγαν αρκετά καλά.
Ορισμένες από αυτές τις ακραίες περιπτώσεις προστάτευσαν τη μάθηση με το να κρατούν το κλείσιμο των σχολείων σύντομο. Σε όλο το σύνολο των δεδομένων του ΟΟΣΑ υπάρχει μια μέτρια συσχέτιση μεταξύ της διάρκειας του χρόνου που τα σχολεία παρέμειναν κλειστά και των μετέπειτα επιδόσεων των παιδιών στις εξετάσεις. Οι δάσκαλοι στην Ελβετία είχαν πλήρως απομακρυσμένα ή υβριδικά ωράρια μόνο για έξι εβδομάδες (ο μέσος όρος μεταξύ των χωρών της Ευρώπης ήταν περίπου 29). Το κλείσιμο στην Ιαπωνία ήταν επίσης συγκριτικά γρήγορο: το 2020 τα σχολεία της χώρας συντόμευσαν τις θερινές διακοπές τους, προκειμένου να ανακτήσουν μέρος των ωρών διδασκαλίας που είχαν χάσει τα παιδιά μέχρι τότε. Η Σιγκαπούρη, ομοίως, αποφάσισε να αλλάξει τις σχολικές διακοπές για να μεγιστοποιήσει τον χρόνο μάθησης.
Για κάποιες άλλες κορυφαίες επιδόσεις φαίνεται ότι η ποιότητα της απομακρυσμένης εκπαίδευσης έκανε τη διαφορά. Στη Νότια Κορέα η κοινωνική αποστασιοποίηση ήταν αυστηρή και μακροχρόνια. Τα παιδιά επιτρεπόταν να παρακολουθούν το σχολείο μόνο μερικώς για περισσότερο από έναν χρόνο μετά την πρώτη επαναλειτουργία των σχολικών αιθουσών. Ωστόσο, έλαβαν μεγάλη βοήθεια. Τον πρώτο χρόνο της πανδημίας η κυβέρνηση προσέλαβε 30.000 επιπλέον εκπαιδευτικούς -ορισμένοι ήταν συνταξιούχοι που επέστρεψαν στην υπηρεσία.
Τι πρέπει να γίνει για να αναζωογονηθεί η σχολική εκπαίδευση αλλού; Τα κακά αποτελέσματα θα έπρεπε να ανανεώσουν τον ενθουσιασμό για τα προγράμματα που αποσκοπούν στο να βοηθήσουν τους μαθητές να καλύψουν τα κενά της μάθησης που χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Στη Βρετανία, από το 2020, η κυβέρνηση έχει διαθέσει περίπου 3,5 δισ. λίρες (4,4 δισ. δολάρια) για την υποστήριξη τέτοιων προγραμμάτων, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 6% των δαπανών ενός έτους για τα σχολεία. Μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών έχει διατεθεί σε φροντιστήρια: οι διαθέσιμες πληροφορίες δείχνουν ότι τα παιδιά κερδίζουν τον χαμένο χρόνο. Ωστόσο, τα κονδύλια για το πρόγραμμα είναι πιθανό να στερέψουν το επόμενο έτος.
Στην Αμερική, από την έναρξη της πανδημίας, βρέθηκαν ομοσπονδιακά κονδύλια ύψους 190 δισ. δολαρίων για τα σχολεία, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο ένα τέταρτο των δαπανών της χώρας για τη δημόσια εκπαίδευση σε ένα κανονικό έτος. Επιπλέον, στα σχολεία δόθηκε τεράστια ελευθερία να ξοδέψουν τα χρήματα κατά βούληση -μόνο ένα ισχνό 20% από αυτά απαιτείται να διατεθεί σε προγράμματα που έχουν σχεδιαστεί για να επαναφέρουν τη μάθηση των παιδιών στον σωστό δρόμο. Η μεγάλη κρίση θα έρθει τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους, όταν όλα τα επιπλέον χρήματα θα εξαντληθούν.
Τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν τον Ιούλιο από την NWEA, έναν πάροχο εξετάσεων με πρόσβαση σε πάνω από 6 εκατομμύρια βαθμολογίες παιδιών, δείχνουν ότι, κατά τη διάρκεια του πιο πρόσφατου ακαδημαϊκού έτους, οι Αμερικανοί μαθητές, σε πολλές τάξεις, δεν σημείωσαν μεγαλύτερη πρόοδο απ’ ό,τι συνήθως. Πράγματι, αντί να καλύψουν το χαμένο έδαφος, φαίνεται ότι προχώρησαν με ελαφρώς βραδύτερο ρυθμό απ’ ό,τι πριν από την πανδημία. Η στενότητα της αγοράς εργασίας δυσκόλεψε τα αμερικανικά σχολεία να προσλάβουν τη στρατιά των καθηγητών που θα μπορούσε να βοηθήσει στην επιτάχυνση της εκπαιδευτικής ανάκαμψης. Το άλλο πρόβλημα, εκτιμά ο Tom Kane του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, είναι ότι τα σχολεία αποφεύγουν να προσθέσουν επιπλέον ώρες στη σχολική ημέρα ή επιπλέον ημέρες στο σχολικό έτος. Πιστεύει ότι ήταν απίθανο τα σχολεία, βγαίνοντας από την καταστροφή, να έβρισκαν ξαφνικά τρόπους να κάνουν μια μέση σχολική ημέρα εξαιρετικά πιο παραγωγική. Η παροχή περισσότερου χρόνου μάθησης, αντίθετα, είναι κάτι το οποίο ακόμα και το λιγότερο καινοτόμο ίδρυμα θα έπρεπε να είναι ικανό να παρέχει.
Στην καλύτερη περίπτωση, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα εκμεταλλεύονταν αυτήν τη στιγμή όχι μόνο για να διορθώσουν τη χαμένη μάθηση, αλλά και για να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να αλλάξουν την όχι και τόσο εντυπωσιακή πορεία που ακολουθούσαν πολλά σχολικά συστήματα ακόμα και πριν από το χτύπημα της πανδημίας. Η προηγούμενη ομάδα δεδομένων του ΟΟΣΑ, το 2018, διαπίστωσε ότι οι 15χρονοι στις περισσότερες πλούσιες χώρες δεν τα πήγαιναν καλύτερα στα μαθηματικά, την ανάγνωση ή τις φυσικές επιστήμες από τους μαθητές 20 χρόνια πριν από αυτούς. Πράγματι, σε πολλές μεγάλες χώρες -όχι μόνο στη Φινλανδία, αλλά και στη Γαλλία, την Ολλανδία και τη Νέα Ζηλανδία, μεταξύ άλλων- οι σχολικοί βαθμοί είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν. Σε τέτοιου είδους μέρη είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς σε ποιον ακριβώς βαθμό η ίδια η πανδημία συνέβαλε στη μείωση των βαθμολογιών. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος τα υποκείμενα προβλήματα να μείνουν άλυτα αν τα κακά αποτελέσματα θεωρηθούν παρενέργεια της πανδημίας.
Τα διδάγματα
Η πρόκληση υπερβαίνει την εξεύρεση περισσότερων κονδυλίων. Κατά τη δεκαετία έως το 2018 οι δαπάνες στις πλούσιες χώρες αυξήθηκαν ανά μαθητή κατά περίπου 15%, χωρίς να παραχθούν δραματικά αποτελέσματα. Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ υποδεικνύουν ότι η αύξηση της χρηματοδότησης των σχολείων επιφέρει αξιόπιστες βελτιώσεις μόνο μέχρι να φθάσει ένα όριο περίπου 75.000 δολαρίων ανά μαθητή, κατανεμημένο στα πρώτα δέκα χρόνια φοίτησης κάθε παιδιού στο σχολείο. Πέρα από αυτό το σημείο, τα κέρδη γρήγορα εξανεμίζονται. Η Αμερική είναι ένα εντυπωσιακό παράδειγμα. Ξοδεύει περισσότερα από 140.000 δολάρια ανά μαθητή. Ωστόσο, σε όλους τους τομείς οι βαθμολογίες της στα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες και την ανάγνωση εξακολουθούν να υστερούν σε σχέση με εκείνες της Ιαπωνίας, η οποία δαπανά περίπου 40% λιγότερα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Schleicher του ΟΟΣΑ ανησυχεί όταν ακούει υπουργούς Παιδείας να υπόσχονται ότι θα ανταποκριθούν στις επιπτώσεις της πανδημίας με το να «ξαναχτίσουν καλύτερα». Φοβάται ότι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι θα ρίξουν περισσότερα χρήματα στις ίδιες παλιές στρατηγικές. Το «χτίσιμο προς τα εμπρός με διαφορετικό τρόπο» θα ήταν πιο έξυπνο. Τα διεθνή στοιχεία, για παράδειγμα, αποκαλύπτουν ότι η βελτίωση της κατάρτισης και των κινήτρων των εκπαιδευτικών είναι ένας πολύ πιο ασφαλής τρόπος βελτίωσης των βαθμών από το να σκορπίζονται χρήματα για μικρότερες τάξεις -ο μοχλός που οι πολιτικοί βρίσκουν πιο εύκολο. Επιπλέον, πάρα πολλά σχολικά συστήματα κάνουν κακή δουλειά στη διασφάλιση επαρκών πόρων στα σχολεία και τους μαθητές που έχουν τις περισσότερες ανάγκες. Μια μεγάλη ευκαιρία μπορεί να χαθεί αν τα μέτρια σχολικά συστήματα αναδιοργανωθούν χωρίς να αλλάξουν.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com