THEPOWERGAME
Ακόμα και για τα δεδομένα της τεχνολογίας, που κινείται με γρήγορους ρυθμούς, η προηγούμενη εβδομάδα ήταν καταιγιστική για τον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης. Στις 17 Νοεμβρίου το διοικητικό συμβούλιο της OpenΑΙ απέπεμψε τον Sam Altman, το αφεντικό της εταιρείας κατασκευής του ChatGPT. Μέχρι τις 20 Νοεμβρίου ο κ. Altman είχε βρει καταφύγιο στη Microsoft, τον μεγαλύτερο χρηματοδότη της startup. Την ίδια ημέρα σχεδόν όλοι οι 770 εργαζόμενοι της OpenΑΙ υπέγραψαν επιστολή με την οποία απειλούσαν να παραιτηθούν, εκτός αν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου επαναφέρουν κ. Altman και όσοι τον έδιωξαν παραιτηθούν. Στις 21 Νοεμβρίου ο κ. Altman επέστρεψε στην παλιά του δουλειά και τώρα πλέον η ζωή ξαναγύρισε στους παλιούς της ρυθμούς. Ή μήπως όχι;
Στην πραγματικότητα, η ιστορία της OpenΑΙ σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας, πιο ώριμης φάσης για τη βιομηχανία της τεχνητής νοημοσύνης. Για την OpenΑΙ, η θριαμβευτική επιστροφή του κ. Altman μπορεί να ενισχύσει τις φιλοδοξίες της. Για τη Microsoft, η οποία στάθηκε στο πλευρό του κ. Altman τη δύσκολη στιγμή, το όλο συμβάν μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη επιρροή στην πιο περιζήτητη startup της τεχνητής νοημοσύνης. Για τις εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης παντού μπορεί να προαναγγείλει μια ευρύτερη στροφή από τον ακαδημαϊκό ιδεαλισμό προς έναν μεγαλύτερο εμπορικό ρεαλισμό, ενώ για τους χρήστες της τεχνολογίας μπορεί, με λίγη τύχη, να οδηγήσει σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό και περισσότερες επιλογές.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα όλες αυτές τις συνέπειες, ας δούμε τι ακριβώς συνέβη. Το διοικητικό συμβούλιο της OpenΑΙ απέλυσε τον κ. Altman επειδή δεν υπήρξε «σταθερά ειλικρινής στις επικοινωνίες του». Ένας παράγοντας που μπορεί να επηρέασε την απόφαση ήταν η διαφωνία σχετικά με το αν η OpenΑΙ είχε βρει τη σωστή ισορροπία μεταξύ της ταχύτητας και της ασφάλειας των προϊόντων της. Οι γνώστες λένε ότι η OpenΑΙ είχε κάνει μια σημαντική ανακάλυψη, που επέτρεπε στα μοντέλα να γίνονται καλύτερα στην επίλυση προβλημάτων χωρίς πρόσθετα δεδομένα. Αυτό τρόμαξε τον Ilya Sutskever, συνιδρυτή και μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Η Helen Toner, μέλος του διοικητικού συμβουλίου που συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο Georgetown, είχε δημοσιεύσει ένα ακαδημαϊκό άρθρο όπου εξέθετε αυτά που θεωρούσε ως ελαττώματα στην προσέγγιση της OpenΑΙ σχετικά με την ασφάλεια της ΑΙ. Στις 21 Νοεμβρίου οι New York Times ανέφεραν ότι ο κ. Altman, ανησυχώντας για τον αρνητικό Τύπο, είχε προχωρήσει στην απομάκρυνση της κ. Toner. Υπήρχαν επίσης ανησυχίες σχετικά με τα παράπλευρα σχέδια του κ. Altman, συμπεριλαμβανομένου ενός σχεδιαζόμενου εγχειρήματος ΑΙ-semiconductor, που τον έστειλε στον Περσικό Κόλπο για να διεκδικήσει δισεκατομμύρια σε χρήματα της Σαουδικής Αραβίας.
Τελικά ήταν η κ. Toner και τρία άλλα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που τον έδιωξαν. Ο έκτος διευθυντής, ο Greg Brockman, αποσύρθηκε επίσης από τη θέση του στο διοικητικό συμβούλιο και στη συνέχεια παραιτήθηκε, σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τον κ. Altman. Οι δύο τους βρήκαν υποστήριξη στη Microsoft, η οποία δήλωσε ότι θα δημιουργούσε ένα νέο εσωτερικό εργαστήριο ΑΙ, το οποίο θα διοικούσαν. Η Microsoft δεσμεύτηκε επίσης να προσλάβει την υπόλοιπη ομάδα της OpenΑΙ. Το αν αυτό ήταν ποτέ ένα σοβαρό σχέδιο ή όχι δεν θα το μάθουμε ποτέ, αλλά προσέδωσε στον κ. Altman τεράστια διαπραγματευτική δύναμη κατά τη διαπραγμάτευση της επιστροφής του στην OpenΑΙ. Στις 20 Νοεμβρίου, καθώς οι διαπραγματεύσεις αυτές βρίσκονταν σε εξέλιξη, ο Satya Nadella, ο διευθύνων σύμβουλος του τεχνολογικού γίγαντα, δήλωσε ότι «ανεξάρτητα από το πού βρίσκεται ο Sam, εργάζεται με τη Microsoft».
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε από τον κ. Altman και εκείνους που τον έδιωξαν θα μεταμορφώσει την OpenΑΙ, ξεκινώντας από το διοικητικό συμβούλιο. Η κ. Toner και ο κ. Sutskever είναι εκτός. Το ίδιο και η Tasha McCauley, μια επιχειρηματίας τεχνολογίας. Και οι τρεις υποστήριξαν την αποπομπή του κ. Altman. Ο κ. Brockman και, προς το παρόν, ο κ. Altman δεν θα επιστρέψουν. Από τους έξι που προϋπήρχαν του χάους μόνο ο Adam D’Angelo, ο ιδρυτής της Quora, ενός ιστότοπου ερωτήσεων και απαντήσεων, παραμένει. Θα τον πλαισιώσουν βαριά ονόματα, αρχής γενομένης από τον Bret Taylor, πρώην συνδιευθυντή της Salesforce, μιας άλλης μεγάλης εταιρείας λογισμικού, και τον Larry Summers του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Οικονομικών του Bill Clinton. Η διαδικτυακή έκδοση The Verge ανέφερε ότι το νέο διοικητικό συμβούλιο θα επιδιώξει να επεκταθεί σε εννέα μέλη. Η Microsoft αναμένεται να πάρει μια θέση και ο κ. Altman μπορεί να ξαναπάρει πίσω την προστασία του.
Οι νέοι διευθυντές είναι πιθανό να καταστήσουν την OpenΑΙ, η οποία είναι δομημένη ως κερδοσκοπική οντότητα μέσα σε μια μη κερδοσκοπική, πιο επιχειρηματικά προσανατολισμένη. Ο κ. Taylor και ο κ. Summers είναι αξιοσέβαστες προσωπικότητες, με μεγάλη εμπειρία στα διοικητικά συμβούλια. Οι απόψεις τους σχετικά με την ασφάλεια της ΑΙ δεν είναι γνωστές, αλλά μπορεί να είναι πιο δεκτικοί από την κ. Toner και την κ. McCauley απέναντι στις φιλοδοξίες του κ. Altman για την οικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει ήδη και για το εργατικό δυναμικό της OpenΑΙ. Ένας εργαζόμενος αναφέρει ότι το προσωπικό της νεοσύστατης επιχείρησης, το οποίο «δέθηκε μέσα από την τραυματική αυτή εμπειρία» κατά τη διάρκεια της αναταραχής, θα γίνει ακόμα πιο πιστό στον κ. Altman και, ενδεχομένως, πιο έτοιμο να ακολουθήσει το εμπορικό του όραμα. Οι εργασίες για το πιο ισχυρό μοντέλο της εταιρείας, το GPT-5, οι οποίες φάνηκε να έχουν επιβραδυνθεί για μερικούς μήνες, θα προχωρήσουν πιθανώς τώρα με τις μηχανές στο φουλ.
Η πικρή γεύση που άφησε η όλη κατάσταση μπορεί ωστόσο να διατηρηθεί. Δεν ήταν, σύμφωνα με τα λόγια ενός διακεκριμένου επενδυτή της ΑΙ, ένα «γεγονός που προάγει την εμπιστοσύνη». Ένα ήπιο σχόλιο. Το πρωί της 17ης Νοεμβρίου η OpenΑΙ ήταν έτοιμη να κλείσει μια προσφορά υπό την ηγεσία της Thrive Capital, μιας εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου, η οποία θα αποτιμούσε την αξία της startup στα 86 δισ. δολάρια. Η προσφορά ανεστάλη. Παρ’ όλο που σύμφωνα με πληροφορίες επανήλθε, οι επενδυτές στη δευτερογενή αγορά μετοχών της startup παραμένουν επιφυλακτικοί. Ακόμα χειρότερα, αν ο κ. Altman και ο κ. Sutskever δεν τα βρουν, η OpenΑΙ θα μπορούσε να χάσει ένα από τα πιο σεβαστά μυαλά της ΑΙ παγκοσμίως.
Οι τύχη της Microsoft φαίνεται πιο ασφαλής. Ενώ το εμπορικό σήμα της OpenΑΙ έχει υποστεί πλήγμα, το εμπορικό σήμα της Microsoft παραμένει αλώβητο. Ο γίγαντας του λογισμικού πιθανώς προτιμά να έχει την OpenΑΙ σε απόσταση αναπνοής από τον κ. Altman και τους ειδικούς του. Από την ιδιοσυγκρασία τους, ο κ. Altman και ο κ. Brockman δεν «δένουν» φυσικά σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου. Πολλοί παρατηρητές αμφιβάλλουν ότι κάποιος από τους δύο θα παρέμενε στη Microsoft για πολύ καιρό.
Η αναδημιουργία του OpenΑΙ στο εσωτερικό της εταιρείας θα επιβράδυνε επίσης την πρόοδο της τεχνολογίας βραχυπρόθεσμα, υποστηρίζει ο Mark Moerdler της Bernstein. Πολλοί υπάλληλοι της OpenΑΙ δήλωσαν κατ’ ιδίαν ότι θα προτιμούσαν να μετακινηθούν σε μια άλλη εταιρεία από τη Microsoft, παρ’ όλο που υπέγραψαν την αίτηση που απειλούσε να ακολουθήσουν τον κ. Altman σε αυτήν. Ο κ. Nadella δεν φάνηκε τρομερά απογοητευμένος από το αποτέλεσμα. Η τιμή της μετοχής της Microsoft, η οποία υποχώρησε κατά 2% στην είδηση της απόλυσης του κ. Altman, ανέκτησε όλες αυτές τις απώλειες. Στις 22 Νοεμβρίου η χρηματιστηριακή της αξία έφτασε στο ιστορικό υψηλό των 2,8 τρισ. δολαρίων.
Τι γίνεται όμως με την υπόλοιπη βιομηχανία της τεχνητής νοημοσύνης; Η OpenΑΙ είναι η αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα στην κούρσα της τεχνητής νοημοσύνης (βλ. διάγραμμα). Μια έρευνα της Retool, μιας νεοφυούς επιχείρησης, διαπίστωσε ότι το 80% των προγραμματιστών λογισμικού δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν τα μοντέλα της OpenΑΙ συχνότερα από εκείνα των ανταγωνιστών της. Το ChatGPT, μια εφαρμογή για συνομιλίες, η κυκλοφορία της οποίας πριν από έναν χρόνο έκανε την OpenΑΙ πασίγνωστη, λαμβάνει το 60% της διαδικτυακής κίνησης στους 50 κορυφαίους ιστότοπους για τέτοια «γενετική» τεχνητή νοημοσύνη. Τον Οκτώβριο η εταιρεία είχε έσοδα με ετήσιο ρυθμό 1,3 δισ. δολάρια.
Ακόμα κι αν η OpenΑΙ κινηθεί ταχύτερα υπό νέα ηγεσία, θα αντιμετωπίσει περισσότερο ανταγωνισμό. Ένας επενδυτής επιχειρηματικών κεφαλαίων με επίκεντρο την τεχνητή νοημοσύνη παρομοιάζει το συμβάν με την κατάρρευση νωρίτερα φέτος της Silicon Valley Bank, η οποία δίδαξε σε πολλές νεοσύστατες επιχειρήσεις να μη βάζουν όλα τα αυγά τους σε ένα καλάθι. Σύμφωνα με την ηλεκτρονική έκδοση The Information, καθώς το δράμα του Altman εκτυλισσόταν, περισσότεροι από 100 πελάτες της OpenΑΙ επικοινώνησαν με την Anthropic, μια αντίπαλη κατασκευάστρια μοντέλων. Ορισμένοι απευθύνθηκαν στην Cohere, μια άλλη νεοσύστατη επιχείρηση, και στη μονάδα cloud της Google, η οποία έχει επενδύσει στην Anthropic. Ο βραχίονας cloud της Amazon, άλλος ένας υποστηρικτής της Anthropic, δημιούργησε μια ομάδα για να συνεργαστεί με όσους επιθυμούσαν να αλλάξουν εταιρεία.
Τα γεγονότα στην OpenΑΙ αποτελούν δραματική εκδήλωση ενός ευρύτερου χάσματος στη Silicon Valley. Από τη μία πλευρά βρίσκονται οι doomers, οι οποίοι πιστεύουν ότι, αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, η ΑΙ αποτελεί υπαρξιακό κίνδυνο για την ανθρωπότητα και ως εκ τούτου υποστηρίζουν αυστηρότερους κανονισμούς. Απέναντί τους βρίσκονται οι boomers, οι οποίοι υποβαθμίζουν τους φόβους μιας αποκάλυψης εξαιτίας της τεχνητής νοημοσύνης και τονίζουν τις δυνατότητές της να εκτοξεύσει την πρόοδο. Ο διχασμός αντανακλά εν μέρει φιλοσοφικές διαφορές. Πολλοί από το στρατόπεδο των doomers επηρεάζονται από τον «αποτελεσματικό αλτρουισμό», ένα κίνημα που ανησυχεί ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αφανίσει την ανθρωπότητα. Οι boomers υποστηρίζουν μια κοσμοθεωρία που ονομάζεται «αποτελεσματικός επιταχυντισμός», η οποία αντιτείνει ότι η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης πρέπει να επιταχυνθεί.
Ο κ. Altman φάνηκε να αντιλαμβάνεται και τις δύο ομάδες, ζητώντας δημοσίως «προστατευτικές μπάρες» για να καταστήσει την ΑΙ ασφαλή, ενώ παράλληλα πίεσε την OpenΑΙ να αναπτύξει πιο ισχυρά μοντέλα και να λανσάρει νέα εργαλεία, όπως ένα κατάστημα εφαρμογών για τους χρήστες, ώστε να μπορούν να δημιουργήσουν τα δικά τους chatbots. Σήμερα μοιάζει σαφώς να κινείται προ την πλευρά των boomers, όπως και η πλειονότητα των εργαζομένων της OpenΑΙ που τον ήθελαν πίσω. Οι doomers βρίσκονται σε ύφεση.
Αυτό θα ανησυχήσει τους πολιτικούς, οι οποίοι προσπαθούν να δείξουν ότι λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τους κινδύνους. Τον Ιούλιο η κυβέρνηση του προέδρου Joe Biden «παρακίνησε» επτά κορυφαίους κατασκευαστές μοντέλων, συμπεριλαμβανομένων των Google, Meta, Microsoft και OpenAI, να αναλάβουν «εθελοντικές δεσμεύσεις», ώστε τα προϊόντα τους να ελέγχονται από εμπειρογνώμονες προτού τα διαθέσουν στο κοινό. Την 1η Νοεμβρίου η βρετανική κυβέρνηση έπεισε μια παρόμοια ομάδα να υπογράψει μια άλλη μη δεσμευτική συμφωνία, που επέτρεπε στις ρυθμιστικές Αρχές να ελέγχουν τα προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης τους για αξιοπιστία και πιθανές επιβλαβείς δυνατότητες, όπως η διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο κ. Biden εξέδωσε εκτελεστικό διάταγμα με μεγαλύτερη ισχύ. Υποχρεώνει κάθε εταιρεία που κατασκευάζει μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης άνω ενός συγκεκριμένου μεγέθους -που καθορίζεται από την απαιτούμενη υπολογιστική ισχύ- να ενημερώνει την κυβέρνηση και να μοιράζεται τα αποτελέσματα των δοκιμών ασφαλείας. Καθώς οι boomers αποκτούν το πάνω χέρι στη Silicon Valley, οι επιθεωρητές μοντέλων του Λευκού Οίκου θα πρέπει να αναμένουν πολλή δουλειά.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com