THEPOWERGAME
Κάποιες φορές, στους πολέμους και στις επαναστάσεις, οι θεμελιώδεις αλλαγές έρχονται με πάταγο. Το συχνότερο όμως είναι να έρχονται ύπουλα. Έτσι έγινε και με αυτό που αποκαλούμε «οικονομία της πατρίδας», μια ιδεολογία προστατευτισμού, υψηλών επιδοτήσεων, άκρατης παρέμβασης που διαχειρίζεται ένα φιλόδοξο κράτος. Οι εύθραυστες εφοδιαστικές αλυσίδες, οι αυξανόμενες απειλές για την εθνική ασφάλεια, η ενεργειακή μετάβαση και η κρίση του κόστους ζωής, όλες απαίτησαν δράση από τις κυβερνήσεις -και δικαιολογημένα. Ωστόσο, όταν αθροίζουμε όλα τα παραπάνω, γίνεται σαφές πόσο συστηματικά το τεκμήριο των ανοικτών αγορών και της περιορισμένης κυβέρνησης έχει ξεπεραστεί.
Για την εφημερίδα αυτήν, η τάση, όπως διαμορφώνεται, είναι ανησυχητική. Ιδρυθήκαμε το 1843 για να διεξάγουμε μια εκστρατεία, μεταξύ άλλων, υπέρ του ελεύθερου εμπορίου και ενός μετριοπαθούς ρόλου της κυβέρνησης. Σήμερα αυτές οι κλασικές φιλελεύθερες αξίες δεν είναι μόνο αντιδημοφιλείς, αλλά απουσιάζουν όλο και περισσότερο από την πολιτική συζήτηση. Λιγότερα από οκτώ χρόνια πριν, ο πρόεδρος Barack Obama προσπαθούσε να συμπεριλάβει την Αμερική σε ένα γιγαντιαίο εμπορικό σύμφωνο του Ειρηνικού. Σήμερα, αν υποστηρίξεις το ελεύθερο εμπόριο στην Ουάσινγκτον, θα χλευαστείς ως αθεράπευτα αφελής. Στον αναδυόμενο κόσμο θα φαίνεσαι ως νεοαποικιακό κατάλοιπο από την εποχή που η Δύση ήξερε καλύτερα.
Το ειδικό μας ρεπορτάζ αυτήν την εβδομάδα υποστηρίζει ότι η οικονομία της πατρίδας θα αποδειχθεί τελικά απογοητευτική. Διαγιγνώσκει λανθασμένα τι έχει πάει στραβά, επιβαρύνει υπερβολικά το κράτος με ανεκπλήρωτες ευθύνες και θα καταστρέψει μια περίοδο ραγδαίων κοινωνικών και τεχνολογικών αλλαγών. Τα καλά νέα είναι ότι τελικά θα επιφέρει την ίδια της την καταστροφή.
Η ιδέα ότι ο προστατευτισμός είναι ο τρόπος για να αντιμετωπιστεί ο κλυδωνισμός των ανοικτών αγορών παίζει κεντρικό ρόλο στο νέο καθεστώς. Η επιτυχία της Κίνας έπεισε τους Δυτικούς της εργατικής τάξης ότι από την ελεύθερη διακίνηση αγαθών πέρα από τα σύνορα θα έχαναν πολλά. Η πανδημία οδήγησε τις ελίτ να σκεφτούν ότι οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες έπρεπε να «αποδυναμωθούν», συχνά μεταφέροντας την παραγωγή πιο κοντά στην πατρίδα. Η άνοδος της Κίνας υπό τον «κρατικό καπιταλισμό», με την αδιαφορία της για το εμπόριο βάσει κανόνων και την αμφισβήτηση της αμερικανικής ισχύος, αξιοποιήθηκε στις πλούσιες και αναδυόμενες οικονομίες ως δικαιολογία για παρέμβαση.
Όμως, αυτός ο προστατευτισμός συμβαδίζει με πρόσθετες κρατικές δαπάνες. Η βιομηχανία καταβροχθίζει επιδοτήσεις για να ενισχύσει την ενεργειακή μετάβαση και να εγγυηθεί την προμήθεια στρατηγικών αγαθών. Οι τεράστιες παροχές προς τα νοικοκυριά κατά τη διάρκεια της πανδημίας αύξησαν τις προσδοκίες για το κράτος ως προπύργιο ενάντια στις αναποδιές της ζωής. Οι κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας διασώζουν ακόμη και δανειολήπτες που δεν μπορούν να αντέξουν το αυξανόμενο κόστος των ενυπόθηκων δανείων.
Και, αναπόφευκτα, τα κρατικά επιδόματα συνοδεύονται από επιπλέον ρυθμίσεις. Η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία έγινε ακτιβιστική. Οι ρυθμιστικές Αρχές παρακολουθούν τις εκκολαπτόμενες αγορές, από το cloud gaming μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη. Επειδή οι τιμές του διοξειδίου του άνθρακα είναι ακόμα πολύ χαμηλές, οι κυβερνήσεις καταλήγουν σε μικροδιαχείριση της ενεργειακής μετάβασης με διατάγματα.
Αυτό το μείγμα προστασίας, δαπανών και κανονισμών έχει βαρύ κόστος. Κατ’ αρχάς, πρόκειται για λανθασμένη διάγνωση. Ο περιορισμός των κινδύνων είναι πράγματι μια βασική λειτουργία των κυβερνήσεων, αλλά όχι όλων των κινδύνων: για να λειτουργήσουν οι αγορές, οι δράσεις πρέπει να έχουν συνέπειες.
Σε αντίθεση με την αποδεκτή άποψη, η πανδημία και ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξαν ότι οι αγορές αντιμετωπίζουν τα σοκ καλύτερα απ’ ό,τι οι σχεδιαστές. Το παγκοσμιοποιημένο εμπόριο αντιμετώπισε τεράστιες διακυμάνσεις της καταναλωτικής ζήτησης: η διεκπεραιωτική ικανότητα στα λιμάνια της Αμερικής το 2021 ήταν 11% υψηλότερη απ’ ό,τι το 2019. Το 2022 η οικονομία της Γερμανίας επανέλαβε το κόλπο, χωρίς να υποστεί καμία καταστροφή, καθώς μεταστράφηκε γρήγορα από το ρωσικό φυσικό αέριο σε άλλες πηγές ενέργειας. Αντίθετα, οι κρατικοδίαιτες αγορές, όπως η προμήθεια τεθωρακισμένων για την Ουκρανία, εξακολουθούν να δυσκολεύονται. Ακριβώς όπως τα παλιά παράπονα για το εμπόριο με την Κίνα -που αύξησαν τα πραγματικά εισοδήματα των Αμερικανών-, οι γκρίνιες για την υποτιθέμενη ευθραυστότητα της παγκοσμιοποίησης έχουν διαμορφώσει έναν ογκόλιθο φόβου, στηριζόμενο σε ψήγματα αλήθειας.
Ένα άλλο ελάττωμα της οικονομίας της πατρίδας είναι η υπερφόρτωση του κράτους. Οι κυβερνήσεις χάνουν κάθε αυτοσυγκράτηση ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να περιορίσουν τις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας. Η γήρανση του πληθυσμού επιβαρύνει τους προϋπολογισμούς με επιπλέον δαπάνες για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη. Τα αυξανόμενα επιτόκια χειροτερεύουν τα πάντα. Μετά την κρίση στην αγορά ομολόγων το 2022, η δεξιά κυβέρνηση της Βρετανίας αυξάνει τους φόρους, ως ποσοστό του ΑΕΠ, περισσότερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε κοινοβουλευτική περίοδο στην ιστορία της χώρας. Καθώς οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων αυξάνονται, η υπερχρεωμένη Ιταλία φαίνεται και πάλι ασταθής. Ο αυξανόμενος λογαριασμός εξυπηρέτησης του χρέους της Αμερικής πιθανότατα θα φτάσει το υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών πριν από το τέλος της δεκαετίας -απόδειξη της δημοσιονομικής ευπάθειας της νέας εποχής.
Το λιγότερο ορατό, αλλά δυνητικά πιο δαπανηρό ελάττωμα είναι ότι η οικονομία της πατρίδας είναι ένα αμβλύ εργαλείο σε μια εποχή γρήγορων αλλαγών. Οι μεταβάσεις στην ενέργεια και την τεχνητή νοημοσύνη είναι πολύ μεγάλες για να τις σχεδιάσει οποιαδήποτε κυβέρνηση. Κανείς δεν γνωρίζει τους φθηνότερους τρόπους απαλλαγής από τον άνθρακα ή τις καλύτερες χρήσεις της νέας τεχνολογίας. Οι ιδέες πρέπει να δοκιμάζονται και να διοχετεύονται από τις αγορές, όχι να διέπονται από λίστες ελέγχου από το κέντρο. Η υπερβολική ρύθμιση θα εμποδίσει την καινοτομία και, αυξάνοντας το κόστος, θα κάνει την αλλαγή πιο αργή και πιο επώδυνη.
Παρά τα ελαττώματά της, η οικονομία της πατρίδας θα είναι δύσκολο να συγκρατηθεί. Οι άνθρωποι απολαμβάνουν να ξοδεύουν τα χρήματα των άλλων. Καθώς οι κρατικοί προϋπολογισμοί μεγαλώνουν, τα ειδικά συμφέροντα που τρέφονται από αυτούς θα αυξάνονται σε μέγεθος και επιρροή. Είναι πιο δύσκολο να αποσύρει κανείς την προστασία και τα επιδόματα, παρά να τα χορηγήσει -ιδιαίτερα με περισσότερους ηλικιωμένους ψηφοφόρους, των οποίων το ενδιαφέρον για την οικονομική ανάπτυξη είναι μηδαμινό. Όποιος πιστεύει ότι το τόξο της ιστορίας στρέφεται προς την πρόοδο θα πρέπει να θυμάται ότι πριν από έναν αιώνα η Αργεντινή ήταν τόσο πλούσια όσο η Ελβετία.
Τι μέλλει γενέσθαι
Ωστόσο, τελικά η απογοήτευση είναι αναπόφευκτη και μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η δημοσιονομική σπατάλη προλαβαίνει τις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις. Ίσως η απληστία όσων επιδιώκουν προσόδους να είναι πολύ δύσκολο να κρυφτεί. Ή μια στάσιμη, καταπιεστική Κίνα μπορεί να μην υπόσχεται πλέον την κρατικά καθοδηγούμενη ευημερία.
Όταν η αλλαγή έρχεται, μπορεί να είναι εκπληκτικά γρήγορη -τουλάχιστον στις δημοκρατίες. Στη δεκαετία του 1970 το ρεύμα στράφηκε υπέρ των ελεύθερων αγορών σχεδόν τόσο γρήγορα όσο και εναντίον τους σήμερα, οδηγώντας στην εκλογή της Margaret Thatcher και του Ronald Reagan. Το καθήκον των κλασικών φιλελευθέρων είναι να προετοιμαστούν γι’ αυτήν τη στιγμή, καθορίζοντας μια νέα συναίνεση, που θα προσαρμόζει τις ιδέες τους σε έναν πιο επικίνδυνο, διασυνδεδεμένο και κατακερματισμένο κόσμο. Αυτό δεν θα είναι εύκολο, ιδίως εξαιτίας της αντιπαλότητας μεταξύ Αμερικής και Κίνας. Ωστόσο, έχει συμβεί και στο παρελθόν. Και αναλογιστείτε το βραβείο.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com