THEPOWERGAME
Ο Muhammad Βin Salman δεν κρύβει την ικανοποίησή του για την προοπτική ενός στρατηγικού συμφώνου μεταξύ της Αμερικής, του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Σε μια σπάνια τηλεοπτική συνέντευξη στις 20 Σεπτεμβρίου, ο πρίγκιπας διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας και de facto κυβερνήτης της χώρας παραδέχθηκε χαμογελώντας ότι μια συμφωνία βρίσκεται στα σκαριά. «Κάθε μέρα ερχόμαστε όλο και πιο κοντά. Φαίνεται ότι για πρώτη φορά είναι πραγματικό, σοβαρό». Ένα σύμφωνο θα ήταν, όπως είπε, «η μεγαλύτερη ιστορική συμφωνία μετά τον Ψυχρό Πόλεμο». Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Binyamin Netanyahu, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ, επιβεβαίωσε ότι η τριάδα των χωρών βρισκόταν «στο κατώφλι» μιας συμφωνίας. Θα ήταν, είπε, ένα «κβαντικό άλμα». Τέσσερις ημέρες αργότερα ο υπουργός Τουρισμού του Ισραήλ προσγειώθηκε για διάσκεψη στο Ριάντ. Έφτασε χωρίς πολλές τυμπανοκρουσίες, αλλά ως η πρώτη δημόσια επίσκεψη Ισραηλινού υπουργού στο βασίλειο. Ήταν μια ιστορική στιγμή.
Οι επίσημες διπλωματικές σχέσεις μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας, του πλουσιότερου και αναμφισβήτητα με τη μεγαλύτερη επιρροή αραβικού κράτους, και του Ισραήλ, του εβραϊκού κράτους το οποίο το βασίλειο έχει εξοστρακίσει εδώ και καιρό, άργησαν να έρθουν. Από τότε που έγινε πρίγκιπας διάδοχος του θρόνου το 2017, ο MBS, όπως είναι γνωστός ο πρίγκιπας Muhammad, έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον μία μυστική συνάντηση με τον κ. Netanyahu. Οι δύο χώρες έχουν κοινό αντίπαλο το Ιράν και πραγματοποιούν αθόρυβα επιχειρηματικές συμφωνίες. Το 2020, ωστόσο, υπογράφηκαν οι Συμφωνίες του Αβραάμ μεταξύ του Ισραήλ και πολλών αραβικών κρατών, χωρίς τη Σαουδική Αραβία. Ελάχιστοι περίμεναν ότι οι σχέσεις Ισραήλ – Σαουδικής Αραβίας θα επισημοποιούνταν κατά τη διάρκεια της ζωής του πατέρα του πρίγκιπα, του βασιλιά Salman, ο οποίος ανήκει σε μια γενιά για την οποία οποιαδήποτε σχέση με το Ισραήλ ήταν αδιανόητη.
Ωστόσο, τα κίνητρα για την επίτευξη συμφωνίας έχουν αυξηθεί. Για τους Σαουδάραβες το κίνητρο είναι μια νέα στρατηγική συμμαχία με την Αμερική. Οι δύο χώρες έχουν μια σχέση ασφάλειας, αλλά το βασίλειο επιθυμεί ένα πιο επίσημο αμυντικό σύμφωνο, κυρίως επειδή το Ιράν με το εντατικό πυρηνικό του πρόγραμμα βρίσκεται στο κατώφλι της απόκτησης πυρηνικών όπλων, ανατρέποντας τις ισορροπίες στην περιοχή. Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, οι συνομιλίες περιλαμβάνουν το ενδεχόμενο ενός σαουδαραβικού πολιτικού προγράμματος πυρηνικής ενέργειας, με μια εγκατάσταση εμπλουτισμού ουρανίου που θα τη διαχειρίζονται Αμερικανοί στο έδαφος της Σαουδικής Αραβίας, μάλλον όπως η Aramco, ο σαουδαραβικός πετρελαϊκός γίγαντας, ο οποίος ήταν αρχικά υπό αμερικανική διοίκηση. Αν και η προσπάθεια αυτή θα είναι πολιτικού χαρακτήρα και ο ανομολόγητος στόχος της Αμερικής είναι να αποτρέψει μια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών στη Μέση Ανατολή, ο MBS λέει ότι διατηρεί το δικαίωμα να επιδιώξει την κατασκευή πυρηνικών όπλων εάν το Ιράν περάσει το όριο. «Αν αποκτήσουν ένα, θα πρέπει να αποκτήσουμε κι εμείς ένα… αλλά δεν θέλουμε να δούμε κάτι τέτοιο», δήλωσε στην τηλεοπτική του συνέντευξη.
Για τον πρόεδρο Joe Biden, ένα νέο στηριζόμενο από την Αμερική διπλωματικό και αμυντικό πλαίσιο στη Μέση Ανατολή, το οποίο θα βασίζεται στη συνεργασία των δύο περιφερειακών δυνάμεων, θα αποτελούσε ένα σημαντικό επίτευγμα εξωτερικής πολιτικής, με το οποίο θα μπορούσε να εισέλθει σε ένα εκλογικό έτος. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας πριν από αρκετά χρόνια υποσχέθηκε να αντιμετωπίσει τη Σαουδική Αραβία ως «τον παρία που είναι», μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Jamal Khashoggi. Ωστόσο, σήμερα κυριαρχεί η ρεαλιστική πολιτική. Η κυβέρνησή του βλέπει τη συμφωνία ως έναν τρόπο για την Αμερική να προσαρμοστεί σε μια νέα γεωπολιτική εποχή, στην οποία παραμένει ο απόλυτος εγγυητής της ασφάλειας των κρατών του Κόλπου, ακόμα και τη στιγμή που οι οικονομίες τους στρέφονται προς την Ασία. Έτσι, θα βάλει φρένο στο Ιράν, θα ηρεμήσει τις αγορές ενέργειας και θα αποτρέψει την Κίνα να τραβήξει τη Μέση Ανατολή στη σφαίρα επιρροής της.
Τα εσωτερικά εμπόδια παραμένουν σημαντικά. Από την πλευρά της Σαουδικής Αραβίας, ακόμα και μια σχεδόν απόλυτη μοναρχία πρέπει να λαμβάνει υπόψη της την κοινή γνώμη. Σύμφωνα με την έρευνα για την αραβική νεολαία του 2023, μόνο το 2% των νέων Σαουδαράβων υποστηρίζει την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, σε σύγκριση με το 75% στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το 73% στην Αίγυπτο (και οι δύο χώρες έχουν επίσημους δεσμούς με το εβραϊκό κράτος). Αυτό εξηγεί τις επανειλημμένες αναφορές του πρίγκιπα διαδόχου στη συνέντευξή του στη στρατιωτική κατοχή των παλαιστινιακών εδαφών από το Ισραήλ. «Για εμάς το παλαιστινιακό ζήτημα είναι πολύ σημαντικό. Πρέπει να λύσουμε αυτό το κομμάτι», τόνισε. Οι παράλληλες συνομιλίες μεταξύ των Σαουδαράβων και των Παλαιστινίων εντείνονται. Σύμφωνα με μια πηγή στη Δυτική Όχθη, Παλαιστίνιοι αξιωματούχοι επισκέπτονται τη σαουδαραβική πρωτεύουσα σχεδόν κάθε εβδομάδα τους τελευταίους μήνες, ενώ στις 26 Σεπτεμβρίου ο πρώτος απεσταλμένος των Σαουδαράβων στους Παλαιστίνιους ταξίδεψε στη Δυτική Όχθη.
Στην τηλεοπτική του συνέντευξη ο πρίγκιπας δεν αναφέρθηκε, ωστόσο, στην Αραβική Ειρηνευτική Πρωτοβουλία, ένα σχέδιο που εγκρίθηκε το 2002 από τη Σαουδική Αραβία και άλλα αραβικά κράτη, το οποίο προέβλεπε σχέσεις με το Ισραήλ μόνο μετά την υποχώρησή του απ’ όλα τα εδάφη που κατέλαβε στον πόλεμο των έξι ημερών του 1967, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, και την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους. Αντ’ αυτού, ο πρίγκιπας διάδοχος έδωσε αόριστες υποσχέσεις για μια συμφωνία που θα έδινε στους Παλαιστίνιους «όσα είχαν ανάγκη» και θα τους εξασφάλιζε «μια καλή ζωή». Όλες οι πλευρές ζωγραφίζουν την εικόνα μιας νέας Μέσης Ανατολής, όπου οι οικονομικές ευκαιρίες ξεπερνούν τα παλιά μίση.
Η ασάφεια του MBS σχετικά με τα δικαιώματα των Παλαιστινίων είναι μια αναγνώριση των εσωτερικών δυσκολιών του κ. Netanyahu. Κάθε Ισραηλινός ηγέτης λαχταρά να τερματίσει την περιφερειακή απομόνωση της χώρας του, η οποία διαρκεί από την ίδρυση του κράτους το 1948. Για τον κ. Netanyahu, ο οποίος αντιμετωπίζει εκτεταμένες διαμαρτυρίες κατά των πολιτικών της ακροδεξιάς κυβέρνησής του, καθώς και κατηγορίες για διαφθορά (τις οποίες αρνείται), η ειρήνη με τους Σαουδάραβες είναι επίσης μια χρυσή ευκαιρία να αμβλύνει την αμαυρωμένη κληρονομιά του. Οι χαοτικοί πρώτοι εννέα μήνες της τελευταίας πρωθυπουργίας του μπορεί να εξηγήσουν γιατί ο πολιτικός που έχει μιλήσει τόσο έντονα επί τόσα χρόνια για τους ολέθριους κινδύνους του αναπτυσσόμενου πυρηνικού προγράμματος του Ιράν φαίνεται πρόθυμος να συναινέσει στον εμπλουτισμό ουρανίου της Σαουδικής Αραβίας.
Μια συμφωνία θα μπορούσε να προκαλέσει κύματα σοκ στην ισραηλινή πολιτική. Ο σκληροπυρηνικός συνασπισμός του κ. Netanyahu περιλαμβάνει κόμματα που εκπροσωπούν τους θρησκευόμενους Εβραίους εποίκους στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη, οι οποίοι αντιτίθενται σε οποιαδήποτε παραχώρηση προς τους Παλαιστινίους. Οι έποικοι εκπροσωπούνται καλά και στο δικό του κόμμα, Λικούντ. Όλοι προειδοποιούν ότι θα αντιταχθούν σε οποιονδήποτε συμβιβασμό ή συμφωνία στην οποία το Ισραήλ θα πρέπει να παραιτηθεί από τον έλεγχο οποιουδήποτε εδάφους.
Ο Mahmoud Abbas, ο Παλαιστίνιος πρόεδρος, φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει ότι οι Σαουδάραβες δεν θα περιμένουν πλέον ένα παλαιστινιακό κράτος για να δημιουργήσουν δεσμούς με το Ισραήλ. Θα ήθελε όμως το Ισραήλ να σταματήσει τουλάχιστον την κατασκευή νέων οικισμών και να εγγυηθεί μεγαλύτερη παλαιστινιακή αυτονομία στη Δυτική Όχθη. Ακόμα και αυτό θα έριχνε τον σημερινό συνασπισμό του κ. Netanyahu. «Η μόνη φόρμουλα που θα υποστηρίξει ο συνασπισμός είναι οι Παλαιστίνιοι να παίρνουν χρήματα της Σαουδικής Αραβίας για τις ανάγκες τους, αλλά όχι περισσότερα δικαιώματα», λέει ανώτερος δεξιός Ισραηλινός πολιτικός.
Εάν ο MBS υποστηρίξει έστω και μέρος των παλαιστινιακών αιτημάτων, ο κ. Netanyahu θα χάσει πιθανώς την υποστήριξη μέρους του συνασπισμού του και μαζί με αυτήν την πλειοψηφία του στην Κνεσέτ. Η μόνη του επιλογή θα είναι να χρησιμοποιήσει την προοπτική μιας ιστορικής συμφωνίας για να κερδίσει την υποστήριξη των κεντρώων κομμάτων, τα οποία μέχρι τώρα αρνούνταν να συμμετάσχουν στην κυβέρνησή του και θα απαιτούσαν σοβαρές αλλαγές πολιτικής για να το κάνουν τώρα. Ο κ. Netanyahu θα μπορούσε να καλωσορίσει την ευκαιρία να αναδιαμορφώσει τον συνασπισμό του, αντικαθιστώντας την ακροδεξιά με κεντρώους. Ωστόσο, ενώ τα κεντρώα κόμματα υπό την ηγεσία του Benny Gantz και του Yair Lapid τάσσονται υπέρ της συμφωνίας με τη Σαουδική Αραβία (αν και ο κ. Yair Lapid έχει εκφράσει σοβαρές επιφυλάξεις στην προοπτική του πυρηνικού εμπλουτισμού της Σαουδικής Αραβίας), και τα δύο έχουν πικρή εμπειρία από τη θητεία τους στις προηγούμενες κυβερνήσεις του και παραμένουν δικαιολογημένα απρόθυμα να την ξαναζήσουν.
Ακόμα και ο κ. Biden μπορεί να δυσκολευτεί να πουλήσει τη συμφωνία στην Αμερική. Η προοπτική ενός πυρηνικού προγράμματος της Σαουδικής Αραβίας θα ανησυχήσει τους Αμερικανούς, που είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην περιφερειακή διάδοση. Τόσο οι προοδευτικοί στο ίδιο του το Δημοκρατικό Κόμμα, οι οποίοι απεχθάνονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των Σαουδαράβων, όσο και οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι θα πολεμήσουν οτιδήποτε προτείνει η κυβέρνησή του, μπορεί να την εμποδίσουν. Η ελπίδα του είναι ότι ο κ. Netanyahu, ο οποίος παραμένει δημοφιλής στους Ρεπουμπλικανούς, μπορεί να επηρεάσει τους αντιπάλους του. Οι δυνατότητες μιας αμερικανο-σαουδο-ισραηλινής συμφωνίας μπορεί να είναι τεράστιες, αλλά το πολιτικό παράθυρο για την επίτευξή της μικρό. «Αν δεν την πετύχουμε μέσα στους επόμενους μήνες», δήλωσε ο κ. Netanyahu, «μπορεί να καθυστερήσει αρκετά χρόνια».
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com