THEPOWERGAME
Ένα φόβος στοιχειώνει την Ευρώπη: το φάντασμα της ανερχόμενης ακροδεξιάς. Στη Γερμανία η ξεκάθαρα ξενοφοβική Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) εκτοξεύτηκε στο δεύτερο δημοφιλέστερο κόμμα της χώρας. Η επιτυχία της πολώνει την εγχώρια πολιτική και το επόμενο έτος φαίνεται έτοιμη, ως κόμμα, να θριαμβεύσει στις εκλογές των κρατιδίων στα ανατολικά. Στην Πολωνία, το κυβερνών κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη προηγείται στις δημοσκοπήσεις εν όψει των γενικών εκλογών της 15ης Οκτωβρίου και παρασύρεται περαιτέρω προς τα δεξιά από ένα νέο ακραίο κόμμα, τη Συνομοσπονδία (Confederation).
Αλλά τα ζοφερά νέα δεν τελειώνουν εδώ. Το επόμενο έτος η ακροδεξιά ενδέχεται να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή στις εκλογές που θα διεξαχθούν τον Ιούνιο για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η Marine le Pen, η επικεφαλής του Εθνικού Συναγερμού, μπορεί να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία το 2027. Αν το κάνει, η Γαλλία θα είναι η δεύτερη μεγάλη χώρα που θα διοικείται από την ακροδεξιά, μετά την Ιταλία, όπου η Giorgia Meloni και οι Αδελφοί της Ιταλίας ανέλαβαν την εξουσία πέρυσι σε συνασπισμό με τη νατιβιστική Λέγκα.
Μην απατάστε, η Ευρώπη δεν πρόκειται να κατακλυστεί από φασίστες, επαναλαμβάνοντας τη δεκαετία του 1930. Ωστόσο, το νέο δεξιό κύμα αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση. Αν αντιμετωπιστεί ανεπαρκώς, θα μπορούσε να γεμίσει με τοξικότητα την πολιτική, να στερήσει το δικαίωμα ψήφου σε μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων και να αποτρέψει κρίσιμες μεταρρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Αντί να προσπαθούμε να αποκλείσουμε εντελώς τα ακροδεξιά κόμματα από την κυβέρνηση και τη δημόσια συζήτηση, η καλύτερη απάντηση είναι τα κυρίαρχα κόμματα να ασχοληθούν και ενίοτε να προβούν σε συμφωνίες μαζί τους. Εάν χρειαστεί να αναλάβουν κάποιες ευθύνες στο πλαίσιο της πραγματικής διακυβέρνησης, μπορεί να γίνουν λιγότερο ριζοσπαστικά.
Η ακροδεξιά της Ευρώπης γνώρισε αρκετές κορυφώσεις κατά το τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Το 2000 ο Jörg Haider, ένας δημαγωγός κατά του κατεστημένου, συγκλόνισε την ήπειρο μπαίνοντας στην κυβέρνηση της Αυστρίας: το Κόμμα της Ελευθερίας του είναι σήμερα το δημοφιλέστερο εκεί. Η μεταναστευτική κρίση το 2015, όταν πάνω από 1 εκατ. πρόσφυγες από φτωχές και εμπόλεμες χώρες πέρασαν τα σύνορα της ΕΕ, οδήγησε σε ένα άλλο κύμα υποστήριξης των ξενοφοβικών και ευρωσκεπτικιστικών κόμματων, συμπεριλαμβανομένων των Brexiteers της Βρετανίας.
Το νέο κύμα είναι διαφορετικό με τρεις τρόπους. Πρώτον, η ακροδεξιά έχει βρει καιροσκοπικά νέα θέματα για να ξεσηκώσει την οργή. Τα περισσότερα τέτοια κόμματα εξακολουθούν να είναι κατά των ξένων, αλλά έχοντας δει την εμπειρία της Βρετανίας, ορισμένα έχουν μετριάσει την εχθρότητά τους σχετικά με την ένταξη στην ΕΕ, ενώ ακόμα λιγότερα θέλουν να εγκαταλείψουν το ενιαίο νόμισμα. Όλα εμφορούνται από νέες ανησυχίες, με πιο προφανή την εχθρότητα προς τις πολιτικές υπέρ του κλίματος, οι οποίες, όπως υποστηρίζουν, είναι μια ελιτίστικη κομπίνα που θα ξεζουμίσει τους απλούς ανθρώπους. Στη Γερμανία το AfD κινητοποίησε με επιτυχία την αντιπολίτευση στην κυβερνητική προσπάθεια να υποχρεώσει τους πολίτες να εγκαταστήσουν ακριβές αντλίες θερμότητας στα σπίτια τους, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να περιορίσει τα μέτρα.
Η δεύτερη αλλαγή είναι το εύρος της αποδοχής τους. Οι υπολογισμοί μας δείχνουν ότι 15 από τις 27 χώρες μέλη της ΕΕ έχουν πλέον ακροδεξιά κόμματα που απολαμβάνουν υποστήριξη της τάξεως του 20% ή περισσότερο στις δημοσκοπήσεις, συμπεριλαμβανομένων όλων των μεγάλων χωρών, εκτός της Ισπανίας, όπου το εθνικιστικό Vox τα πήγε άσχημα στις εκλογές του Ιουλίου. Σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού της ΕΕ ζουν πλέον σε χώρες όπου τουλάχιστον το ένα πέμπτο του κοινού πιστεύει στην ακροδεξιά.
Η τελευταία αλλαγή είναι ότι τα διακυβεύματα έχουν αυξηθεί, ιδίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιούργησε μια πιεστική ανάγκη για την ΕΕ να υποδεχθεί νέα μέλη στα ανατολικά, συμπεριλαμβανομένης τελικά και της Ουκρανίας. Παράλληλα, θα πρέπει να εξορθολογίσει τη λήψη αποφάσεων για να μειώσει τις εξουσίες βέτο που ασκούν τα κράτη-μέλη. Η παρουσία ενός μεγαλύτερου μπλοκ αντι-μεταναστών εθνικιστών θα μπορούσε να κάνει αυτό το κρίσιμο έργο πολύ δυσκολότερο. Ο Viktor Orban της Ουγγαρίας, γκουρού άλλων λαϊκιστών-εθνικιστών, έχει προσπαθήσει σθεναρά να εμποδίσει τη μεταρρύθμιση της ΕΕ. Φανταστείτε να αποκτήσει περισσότερους συμμάχους.
Πώς πρέπει να απαντήσουν οι κεντρώοι ψηφοφόροι και τα κόμματα στην απειλή της ακροδεξιάς; Η παλιά απάντηση ήταν να υψώσουν μια διαχωριστική γραμμή. Τα κυρίαρχα κόμματα αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους «αντάρτες». Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης αρνήθηκαν να προβάλουν τις απόψεις τους. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να έχει ξεπεραστεί. Κατά τόπους γίνεται ακόμα και αντιπαραγωγική. Στη Γερμανία η απομόνωση του AfD ενίσχυσε το αφήγημά του ότι αποτελεί τη μόνη εναλλακτική λύση σε ένα αποτυχημένο κατεστημένο. Τα κυρίαρχα κόμματα δεν μπορούν να προσποιούνται για πάντα ότι δεν ακούνε τη φωνή του 20% των ψηφοφόρων, χωρίς τελικά να διαβρώσουν τη δημοκρατία.
Εν τω μεταξύ, υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι τα ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη τείνουν να γίνονται πιο μετριοπαθή όταν καλούνται να αναλάβουν την ευθύνη της διακυβέρνησης. Ένα πρώτο τεκμήριο είναι η κ. Meloni, η πρώτη ακροδεξιά πρωθυπουργός δυτικοευρωπαϊκής χώρας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Παρά τους φιλελεύθερους φόβους, δεν έχει, ή τουλάχιστον δεν έχει ακόμη, ξεκινήσει καβγάδες με την Ευρώπη, ούτε ανατρέψει τη μεταναστευτική πολιτική, ούτε περιορίσει τις αμβλώσεις ή τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Παρέμεινε υποστηρίκτρια του ΝΑΤΟ και της Ουκρανίας, πράγμα καθόλου δεδομένο για τη ακροδεξιά. Στις σκανδιναβικές χώρες έχει διαμορφωθεί ένα παρόμοιο μοτίβο. Οι Φινλανδοί και οι Σουηδοί Δημοκράτες, δύο εθνικιστικά κόμματα, έχουν γίνει περισσότερο ρεαλιστές από τότε που είτε προσχώρησαν, είτε συμφώνησαν να υποστηρίξουν τον κυβερνητικό συνασπισμό.
Οποιαδήποτε απόφαση για τη συμμετοχή ενός ακροδεξιού κόμματος στην τοπική ή εθνική κυβέρνηση θα πρέπει να λαμβάνεται με εξαιρετική προσοχή, ιδίως σε μέρη όπου η ιστορία του φασισμού προκαλεί έντονη ευαισθησία. Ορισμένοι βασικοί κανόνες μπορεί να βοηθήσουν. Ο ένας είναι ότι για να ληφθεί υπόψη, κάθε κόμμα πρέπει να συμφωνήσει να αποκηρύξει τη βία και να σεβαστεί το κράτος δικαίου. Εξίσου σημαντικό είναι το συνταγματικό πλαίσιο: σε ποιο επίπεδο διακυβέρνησης θα πρέπει να συμπεριληφθούν; Ποιοι είναι οι έλεγχοι και οι ισορροπίες που δημιουργούνται από το εκλογικό σύστημα και άλλους θεσμούς; Το να επιτραπεί στο AfD να συμμετέχει ως κατώτερο μέλος σε συνασπισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης στη Γερμανία μπορεί, για παράδειγμα, να έχει νόημα. Θα ήταν καταστροφή αν η ακροδεξιά κέρδιζε την προεδρία της Γαλλίας, με τις τεράστιες εξουσίες της.
Τέλος, τα κυρίαρχα κόμματα οφείλουν να αποδεχτούν ότι δεν έχουν κάνει αρκετά για να ικανοποιήσουν μια μεγάλη και θυμωμένη μειοψηφία των πολιτών τους. Η προσπάθεια να επιταχυνθεί η «πράσινη» μετάβαση φορτώνοντας τους πολίτες με κόστη που δεν μπορούν να αντέξουν (οι κανόνες της Γερμανίας για τους λέβητες, για παράδειγμα, ή η ατυχής προσπάθεια του Emmanuel Macron να αυξήσει τους φόρους στα καύσιμα) απλώς κάνει το «πράσινο» αντιδημοφιλές. Η καλύτερη επικοινωνία και η αποζημίωση των ασθενέστερων είναι αμφότερα απαραίτητα. Η αποτυχία ελέγχου των εθνικών συνόρων αποξενώνει τους ανθρώπους, ενώ ένα καλά οργανωμένο μεταναστευτικό σύστημα θα μπορούσε αποδεδειγμένα να τους ωφελήσει. Η νέα επιτυχία της ακροδεξιάς στην Ευρώπη είναι εν μέρει μια αποτυχία του κέντρου -οπότε το κέντρο πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του και να δράσει ανάλογα.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com