THEPOWERGAME
Τα δημόσια οικονομικά φαίνονται όλο και πιο επισφαλή παγκοσμίως. Κατά το έτος μέχρι τον Ιούλιο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Αμερικής δανείστηκε 2,3 τρισ. δολάρια, ή 8,6% του ΑΕΠ -το είδος του ελλείμματος που συνήθως παρατηρείται κατά τη διάρκεια οικονομικών καταστροφών. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, μέχρι το 2025 πέντε από τις μεγάλες πλούσιες χώρες της G7 θα έχουν καθαρό χρέος προς το ΑΕΠ πάνω από 100%. Τέτοια χρέη μπορεί να ήταν βιώσιμα στην εποχή των χαμηλών επιτοκίων της δεκαετίας του 2010, αλλά εκείνες οι μέρες έχουν περάσει προ πολλού. Αυτόν τον μήνα η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του Δημοσίου έφτασε για λίγο το 4,3%, το υψηλότερο επίπεδό του από την εποχή πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-09.
Πώς όμως θα απαλλαγούν οι κυβερνήσεις από αυτά τα βάρη; Οι οικονομολόγοι ασχολούνται όλο και περισσότερο με το ερώτημα. Ένα πρόσφατο έγγραφο του Serkan Arslanalp του ΔΝΤ και του Barry Eichengreen του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, που παρουσιάστηκε στο Ετήσιο Συνέδριο Νομισματικής Πολιτικής της Αμερικής στο Jackson Hole του Wyoming στις 26 Αυγούστου, παρουσιάζει ένα μενού επιλογών που δεν θα το έλεγε κανείς ελκυστικό.
Οι μεγάλες οικονομίες είχαν μεγάλα χρέη και στο παρελθόν. Σε γενικές γραμμές, τα αντιμετώπισαν με μία από τις δύο στρατηγικές. Ας τις ονομάσουμε λιτότητα και αριθμητική. Η λιτότητα είναι η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων (δηλαδή, πλεονάσματα πριν από τις πληρωμές χρεολυσίων). Στη δεκαετία του 1820, μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, τα χρέη της Βρετανίας έφτασαν σχεδόν το 200% του ΑΕΠ. Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος άφησε τη Γαλλία στη δεκαετία του 1870 να χρωστάει σχεδόν το 100% του ΑΕΠ. Προηγουμένως ο κ. Eichengreen και οι συν-συγγραφείς του διαπίστωσαν ότι μεταξύ 1822 και 1913 η Βρετανία παρουσίασε πρωτογενή πλεονάσματα ικανά να μειώσουν τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά περισσότερες από 180 ποσοστιαίες μονάδες. Η Γαλλία έκανε αρκετά ώστε να μειώσει τον λόγο της κατά 100 ποσοστιαίες μονάδες σε μόλις 17 χρόνια μετά το 1896.
Οι κύριοι Arslanalp και Eichengreen είναι απαισιόδοξοι για την προοπτική των δημοκρατιών να επαναλάβουν το τέχνασμα σήμερα. Τον 19ο αιώνα τα κράτη πρόνοιας ήταν ελάχιστα. Οι Βρετανοί πολιτικοί ακολουθούσαν τη βικτωριανή φιλοσοφία της «υγιούς χρηματοδότησης» -οι Γάλλοι προσπαθούσαν να μειώσουν τα χρέη ώστε να είναι έτοιμοι για τον επόμενο πόλεμο. Αντίθετα, τα σύγχρονα κράτη πρόνοιας επιβαρύνονται από τη γήρανση του πληθυσμού και η ανάγκη για περισσότερες αμυντικές δαπάνες και «πράσινες» επενδύσεις σημαίνει ότι το μέγεθος του κράτους αυξάνεται. Οι πολιτικοί θα μπορούσαν να αυξήσουν τους φόρους. Ωστόσο, άλλη έρευνα του ΔΝΤ διαπιστώνει ότι στις προηγμένες οικονομίες, από το 1979 έως το 2021, οι δημοσιονομικές εξυγιάνσεις ήταν λιγότερο πιθανό να πετύχουν τη μείωση του χρέους αν καθοδηγούνταν από αυξήσεις φόρων αντί για περικοπές δαπανών, ίσως επειδή η αύξηση των φόρων βλάπτει την οικονομική ανάπτυξη.
Τι γίνεται, όμως, με την αριθμητική προσέγγιση; Αυτός είναι ο δρόμος που ακολούθησαν πολλές χώρες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν τα χρέη της Αμερικής έφτασαν στο 106% του ΑΕΠ (ένα επίπεδο που θα μπορούσαν σύντομα να ξεπεράσουν). Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης υπερέβαινε το προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό επιτόκιο, έτσι ώστε με την πάροδο του χρόνου τα χρέη να συρρικνώνονται σε σχέση με το ΑΕΠ και με μικρά πρωτογενή πλεονάσματα να συνεισφέρουν. Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι οι πρόσφατοι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού εισήγαγαν την παγκόσμια οικονομία στην οδό της αριθμητικής μείωσης του χρέους. Πράγματι, τα καθαρά χρέη των προηγμένων οικονομιών μειώθηκαν κατά περίπου τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες, αφού εκτινάχθηκαν το 2020, όταν χτύπησε η πανδημία.
Ωστόσο, ο πληθωρισμός μειώνει το χρέος μόνο όταν είναι απροσδόκητος. Εάν οι κάτοχοι ομολόγων προβλέπουν ταχεία άνοδο των τιμών, θα απαιτήσουν υψηλότερες αποδόσεις, ανεβάζοντας τον λογαριασμό των τόκων της κυβέρνησης. Ο επίμονος πληθωρισμός βοήθησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μόνο επειδή οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συγκράτησαν τις ονομαστικές αποδόσεις των ομολόγων με μια πολιτική γνωστή ως οικονομική καταστολή. Μέχρι το 1951 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ περιόριζε τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, δημιουργώντας χρήμα για την αγορά ομολόγων. Αργότερα, η απαγόρευση της καταβολής τόκων στις τραπεζικές καταθέσεις θα ανακατευθύνει τις αποταμιεύσεις στην αγορά ομολόγων.
Τα χαμηλά πραγματικά επιτόκια που προέκυψαν συνδυάστηκαν με την ταχεία μεταπολεμική ανάπτυξη. Μεταξύ 1945 και 1975 ο συνδυασμός αυτός μείωσε τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ 80 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο σε όλο τον πλούσιο κόσμο. Και οι δύο πλευρές της εξίσωσης ήταν σημαντικές. Όλοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι η ανάπτυξη είναι επιθυμητή -είναι ο «ανώδυνος τρόπος επίλυσης των προβλημάτων χρέους», γράφουν οι κύριοι Arslanalp και Eichengreen. Την περίοδο αυτήν ήταν στον πλούσιο κόσμο κατά μέσο όρο 4,5% ετησίως. Ωστόσο, η υψηλή ανάπτυξη συνήθως αυξάνει τα πραγματικά επιτόκια. Ένα άλλο έγγραφο εργασίας, από τους Julien Acalin και Laurence Ball, αμφότεροι του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, διαπιστώνει ότι με μη στρεβλωμένα πραγματικά επιτόκια και ισοσκελισμένο πρωτογενή προϋπολογισμό, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Αμερικής θα είχε μειωθεί μόνο στο 74% το 1974, αντί για το πραγματικό ποσοστό του 23%.
Αν η τεχνητή νοημοσύνη ή κάποιο άλλο τεχνολογικό επίτευγμα δεν επιφέρει αλματώδη αλλαγή στην αύξηση της παραγωγικότητας, οι σημερινές γηράσκουσες οικονομίες δεν έχουν καμία πιθανότητα να φτάσουν τους μεταπολεμικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Κατά την επόμενη δεκαετία το ΑΕΠ της Αμερικής αναμένεται να αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό μόλις 2%. Αυτό περιορίζει αμέσως την αριθμητική στρατηγική, ρίχνοντας το βάρος στα πραγματικά επιτόκια. Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να περιμένουμε τα επιτόκια να είναι «φυσικά» χαμηλά, όπως και η μεγαλύτερη αποταμίευση, καθώς οι κοινωνίες γερνούν. Ωστόσο, όπως δείχνει η πρόσφατη άνοδος των αποδόσεων των μακροπρόθεσμων ομολόγων, οι επενδυτές φαίνεται να έχουν αμφιβολίες. Η χρηματοπιστωτική καταστολή και ο υψηλός πληθωρισμός θα απαιτούσαν σαρωτικές αλλαγές για να μειωθούν τα πραγματικά επιτόκια, όπως την εγκατάλειψη από τις κεντρικές τράπεζες των στόχων τους για τον πληθωρισμό, καθώς και την αντιστροφή μεγάλου μέρους της απελευθέρωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα που έλαβε χώρα προς το τέλος του 20ού αιώνα.
Μεταξύ τυφλών, ο μονόφθαλμος
Τι θα συμβεί, λοιπόν; Οι κύριοι Arslanalp και Eichengreen εκτιμούν: «Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να ζήσουν με υψηλά κληρονομικά χρέη». Το καλύτερο που μπορούν να κάνουν οι πολιτικοί είναι να μη χειροτερεύσουν την ήδη κακή κατάσταση. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη συσσώρευση χρέους υποδηλώνει ότι είναι απίθανο οι πολιτικοί να ακολουθήσουν αυτήν τη συμβουλή. Με την τρέχουσα πορεία της η Αμερική θα φτάσει το μεταπολεμικό ρεκόρ της, δηλαδή το 2030 θα δαπανά το 3,2% του ΑΕΠ για τόκους. Δύο δεκαετίες αργότερα αυτό θα ξεπεράσει το 6%. Ο λογαριασμός μπορεί να αυξηθεί αν εν τω μεταξύ προκύψει κάποια άλλη πανδημία ή ένας μεγάλος πόλεμος.
Όσο απίθανο κι αν φαίνεται ότι οι ψηφοφόροι και οι πολιτικοί θα είναι πρόθυμοι να ανεχθούν πρωτογενή πλεονάσματα, συνεχή πληθωρισμό ή χρηματοπιστωτική καταστολή, θα φτάσουν πιθανότατα σε ένα σημείο όπου θα είναι εξίσου απρόθυμοι να ανεχθούν την παράδοση ενός μεγάλου μέρους των φορολογικών εσόδων στους ομολογιούχους. Σε μια τέτοια στιγμή οι πολιτικοί περιορισμοί θα χαλαρώσουν -και ο κίνδυνος μιας κρίσης στην αγορά ομολόγων θα αυξηθεί. Το μενού για τη μείωση του χρέους δεν θα φαίνεται τότε τόσο αποκρουστικό.
© 2023 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved.
Άρθρο από τον Economist, το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από την www.powergame.gr. Το πρωτότυπο άρθρο, στα αγγλικά, βρίσκεται στο www.economist.com